Η S&P τοποθέτησε την αξιολόγηση «Β» της μακροπρόθεσμης και βραχυπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας υπό παρακολούθηση με αρνητικές προοπτικές (credit watch negative).
Ο οίκος αξιολόγησης αναφέρει στην ανακοίνωση που εξέδωσε πως κάποιες από τις οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές που υπερασπίζεται η νέα ελληνική κυβέρνηση είναι ασύμβατες με το πλαίσιο μέτρων που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ της προηγούμενης ελληνικής κυβέρνησης και των διεθνών δανειστών.
Αν η νέα κυβέρνηση δεν καταφέρει να καταλήξει σε συμφωνία με τους επίσημους πιστωτές για νέα βοήθεια, θα αποδυναμωθεί η χρηματοδοτική θέση της Ελλάδας και η πιστοληπτική της αξιοπιστία, προειδοποιεί ο οίκος.
«Για το λόγο αυτό τοποθετήσαμε την αξιολόγηση “Β/Β” της μακροπρόθεσμης και βραχυπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας σε Credit Watch Negative. Μπορούμε να υποβαθμίσουμε την αξιολόγηση αν οι διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε., την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο φτάσουν σε αδιέξοδο, περιορίζοντας την δυνατότητα της Ελλάδας να εξυπηρετήσει το χρέος της» σημειώνεται στην ανακοίνωση.
Αναλυτικά το σκεπτικό της S&P
Η τοποθέτηση σε Credit Watch αντανακλά την εκτίμηση της S&P ότι ορισμένες από τις οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές που υπερασπίζεται η νέα ελληνική κυβέρνηση δεν συμβαδίζουν με το πλαίσιο μέτρων που είχε συμφωνήσει η προηγούμενη κυβέρνηση με τους δανειστές.
Κατά την S&P, αν η ελληνική κυβέρνηση δεν καταφέρει να συμφωνήσει με τους δανειστές σε περαιτέρω οικονομική στήριξη, η πιστοληπτική αξιοπιστία της Ελλάδας θα αποδυναμωθεί.
Με περιορισμένη πρόσβαση στις αγορές ομολόγων, η Ελλάδα βασίζεται στη χρηματοδότηση από τον επίσημο τομέα για να καλύψει τις λήξεις χρεών ύψους 17 δισ. ευρώ το 2015, συμπεριλαμβανομένων των 6,7 δισ. ευρώ χρέους της ΕΚΤ και των κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης και τα 8,6 δισ. ευρώ του ΔΝΤ.
Ο οίκος αξιολόγησης σημειώνει πως η τεχνική παράταση του ελληνικού προγράμματος λήγει στις 28 Φεβρουαρίου και αναμένει ότι μια συνέχιση της παράτασης αυτής θα επιτρέψει στην νέα κυβέρνηση να διαπραγματευτεί αλλαγές σε ορισμένες από τις παραμέτρους του προγράμματος με την Ε.Ε., το ΔΝΤ και την ΕΚΤ.
Όσον αφορά την βιωσιμότητα του χρέους, οι αναλυτές του οίκου αξιολόγησης τονίζουν πως ο λόγος του χρέους ως προς το ΑΕΠ δεν αποτελεί το μοναδικό κριτήριο. Αν και έφτασε στο 178% του ΑΕΠ το 2014, πρέπει να ληφθούν υπόψη άλλα χαρακτηριστικά στο προφίλ του χρέους, όπως η εξαιρετικά μεγάλη περίοδος ωρίμανσης – 16,5 χρόνια για το σύνολο και 30 χρόνια για τα διμερή δάνεια και την χρηματοδότηση από τον EFSF – και τα πολύ χαμηλά επιτόκια, επισημαίνουν.Το επιτόκιο που κατέβαλε η ελληνική κυβέρνηση το 2014 ήταν στο 3%, προσθέτουν.
Σύμφωνα με τους ίδιους η πολιτική αβεβαιότητα και η αδύναμη ανάπτυξη αποτελούν σημαντικά ρίσκα στη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Οι αβεβαιότητες του παρελθόντος όσον αφορά την συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη, μια άνιση επίδοση στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και η συνεχής αλλαγή κυβερνήσεων έχουν επηρεάσει αρνητικά στην εμπιστοσύνη και στις επενδύσεις, οι οποίες έχουν μειωθεί στο 11% του ΑΕΠ το 2014 από 24% το 2008.
«Ως εκ τούτου, θεωρούμε την υπόσχεση της νέας κυβέρνησης να προσπαθήσει να αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις και να συνδέσει την βιωσιμότητα του χρέους με την ανάπτυξη, ως δυνητικά εποικοδομητική. Πιστεύουμε επίσης ότι η μάχη του ΣΥΡΙΖΑ κατά της διαφθοράς και των κατεστημένων συμφερόντων, καθώς και οι προσπάθειες για την ενίσχυση των δικαστικών αρχών και την βελτίωση των φοροεισπρακτικών μηχανισμών, μπορεί να μετρήσουν θετικά στις διαπραγματεύσεις της νέας κυβέρνησης με τους επίσημους πιστωτές. Στο προεκλογικό του πρόγραμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ υποσχόταν, ανάμεσα σε άλλα, μια αύξηση στον κατώτατο μισθό, την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και την χαλάρωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα. Κατά την άποψη μας, οι προτάσεις αυτές δεν ευθυγραμμίζονται με το σημερινό μνημόνιο (Memorandum of Understanding) που έχει συμφωνηθεί μεταξύ της προηγούμενης κυβέρνησης και των επίσημων πιστωτών» γράφει στην ανακοίνωση της η S&P.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο της S&P, η ελληνική κυβέρνηση θα έρθει σε συμβιβασμό με τους δανειστές για τους όρους της επιπρόσθετης χρηματοδότησης, δεδομένων των ισχυρών κινήτρων της Ελλάδας και των πιστωτών της ευρωζώνης να αποφύγουν μια χρεοκοπία.
Επιπλέον, οι ιδιώτες πιστωτές δεν αναμένεται να συμμετάσχουν σε μια τρίτη αναδιάρθρωση χρέους.
Μια αναδιάρθρωση του χρέους μόνο του επίσημου τομέα, υπογραμμίζει η S&P, δεν θα αποτελούσε χρεοκοπία, αλλά θα σηματοδοτούσε πτώση της πιστοληπτικής αξιοπιστίας.
Σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις δεν είναι επιτυχημένες, περιμένουμε ότι η οικονομία της Ελλάδας θα συνεχίσει να ανακάμπτει σταδιακά, παρά την τρέχουσα πολιτική αβεβαιότητα που προκάλεσαν οι πρόωρες εκλογές. Στον αντίποδα μια παρατεταμένη αδυναμία να υπάρξει συμφωνία μπορεί να βλάψει τις προοπτικές ανάκαμψης και την δημοσιονομική επίσης, ενώ θα αυξήσει τους κινδύνους που σχετίζονται με την σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος.
Τέλος, η S&P θεωρεί ανησυχητική τις μεγάλες εκροές καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες και την αύξηση της χρηματοδότησης των πιστωτικών ιδρυμάτων από την ΕΚΤ, ιδίως επειδή η πρόσβαση των τελευταίων στην κεντρική τράπεζα εξαρτάται από την υπογραφή συμφωνίας μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των δανειστών.