Σε κατάσταση νευρικής κρίσης βρίσκεται για μία ακόμη φορά η κυπριακή τραπεζική αγορά, καθώς αντί τα πράγματα να μπαίνουν σιγά-σιγά σε τάξη, οι καθυστερήσεις και οι κόντρες διαδέχονται η μία την άλλη...
Δεκαοκτώ μήνες μετά τα γεγονότα του Μαρτίου του 2013, το μόνο ίσως θετικό γεγονός είναι πως τόσο η Τράπεζα Κύπρου (άντλησε πρόσφατα 1 δισ. ευρώ) όσο και η Ελληνική έχουν υλοποιήσει αυξήσεις κεφαλαίου, προσελκύοντας ιδιώτες μετόχους.
Από εκεί και πέρα όμως, ελάχιστα έχουν γίνει. Ειδικότερα, η κυβέρνηση δεν έχει καταφέρει ακόμη να συμφωνήσει με την αντιπολίτευση ώστε να περάσει από τη Βουλή τον περιβόητο νόμο για τις εκποιήσεις περιουσιακών στοιχείων σε μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις, ζήτημα στο οποίο δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα η τρόικα.
Η αλήθεια είναι πως η Κύπρος διέθετε εδώ και πολλά-πολλά χρόνια ένα αναχρονιστικό θεσμικό πλαίσιο για το συγκεκριμένο θέμα, η αλλαγή του οποίου όμως έχει ξεσηκώσει θύελλα πολιτικών και λαϊκών αντιδράσεων σε μια περίοδο ύφεσης και αβεβαιότητας για την πλειονότητα των νοικοκυριών.
Δεν είναι μόνο η παράταση της εκκρεμότητας του νόμου για τις εκποιήσεις που εμποδίζει τις τράπεζες να δράσουν ενεργά στο κομμάτι των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η συνεχιζόμενη ύφεση στην οικονομία και η κρίση στην αγορά ακινήτων δυσκολεύει το έργο των τραπεζικών επιτελείων για το συμμάζεμα των δανείων των επιχειρηματικών ομίλων, αρκετοί εκ των οποίων δραστηριοποιούνται στον χώρο της κτηματαγοράς.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το τελευταίο διάστημα έχουμε και τις συνεχείς τριβές είτε μεταξύ μετόχων της ίδιας τράπεζας, είτε μεταξύ των διοικήσεων τραπεζών και της Κεντρικής Τράπεζας.
Ακόμη και άτομα που γνωρίζουν καλά τον τραπεζικό κλάδο δεν μπορούν να ερμηνεύσουν πολλές από τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών: «Δεν μπορώ να καταλάβω τι γίνεται πίσω από την κουρτίνα» αναφέρει χαρακτηριστικά άτομο με μακρά θητεία στον χώρο.
Η παραίτηση
Το πρώτο μεγάλο ερώτημα αφορά τη (βελούδινη όπως παρουσιάστηκε) παραίτηση του CEO της Ελληνικής Τράπεζας Μάκη Κεραυνού, με αποτέλεσμα σήμερα το κυπριακό Συγκρότημα να διοικείται ουσιαστικά από υπηρεσιακή διευθύνουσα σύμβουλο!
Το θέμα όμως που προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις και ανησυχίες αυτήν την εβδομάδα ήταν η επιστολή της διοικήτριας της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου Χρυστάλλας Γιωρκάτζη που ζήτησε από τα μέλη του Δ.Σ. της Τράπεζας Κύπρου να παραιτηθούν εν όψει της τακτικής γενικής συνέλευσης που θα γίνει στις 20 Νοεμβρίου(!), γεγονός που σημαίνει πως ουσιαστικά η τράπεζα μέχρι τότε καλείται να... κατεβάσει τα μολύβια.
Η επιστολή αυτή όχι μόνο εξόργισε τα μέλη του Δ.Σ. της τράπεζας, αλλά προκάλεσε και τη δυσφορία της κυβέρνησης, με τον πρόεδρο του Δημοκρατικού Συναγερμού Αβέρωφ Νεοφύτου να δηλώνει «η κ. Γιωρκάτζη να είναι πιο προσεκτική»...
Το τραγικό είναι πως ενώ οι δύο προηγούμενες «συμβιώσεις» Προέδρων της Δημοκρατίας και κεντρικών τραπεζιτών (Χριστόφιας-Ορφανίδης, Αναστασιάδης-Δημητριάδης) ήταν γεμάτες ένταση επειδή οι διοικητές είχαν επιλεγεί από προηγούμενους Προέδρους της Δημοκρατίας, η κ. Γιωρκάτζη είναι επιλογή του σημερινού Προέδρου Νίκου Αναστασιάδη.
Σύμφωνα με οικονομικούς παράγοντες της Κύπρου, το βασικό πρόβλημα έγκειται στο ότι 18 μήνες μετά τον Μάρτιο του 2013 πολλά χρήματα εξακολουθούν να βρίσκονται σε μπαούλα και θυρίδες. Δεν έχει αποκατασταθεί ακόμη, πλήρως, το κλίμα εμπιστοσύνης. Εξαιτίας μάλιστα του ευρωπαϊκού ορίου εγγύησης των 100.000 ευρώ ανά ΑΦΜ και ανά τράπεζα, πλήθος νοικοκυριών έχει σπεύσει να διαμοιράσει τις καταθέσεις του σε όσο το δυνατόν περισσότερες τράπεζες, ενισχύοντας έτσι τα μερίδια αγοράς των μικρότερων και πλήττοντας τις μεγαλύτερες.
Μέσα σε αυτό το κλίμα -και με τα Συνεργατικά Πιστωτικά Ιδρύματα να προσπαθούν ακόμη να βρουν τον βηματισμό τους μετά την ουσιαστική κρατικοποίησή τους- οι θυγατρικές των ελληνικών τραπεζών (Alpha, Πειραιώς, Eurobank, Εθνική) που έχουν λύσει το ζήτημα της κεφαλαιακής τους επάρκειας, φαίνεται να κερδίζουν μερίδια αγοράς, δημιουργώντας τις βάσεις για ακόμη καλύτερη πορεία στη Μεγαλόνησο, όταν η τοπική οικονομία αρχίσει και πάλι να ανακάμπτει.