Κατά την παρέμβασή του στο οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, την περασμένη εβδομάδα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει εαυτόν ως τον απόλυτο εκφραστή του ιδεολογικού κέντρου, να εκπέμψει και πάλι μηνύματα προς το λεγόμενο μεσαίο χώρο και να εξηγήσει το λόγο που, κατά τη γνώμη του, η Κεντροδεξιά έχει καταφέρει να αντέξει παρά τις αναταράξεις των τελευταίων χρόνων στην Ελλάδα.
Όπως εκτίμησε, «ίσως το πέτυχε (η Κεντροδεξιά) διότι έγινε λιγότερο ιδεολογική, πιο πρακτική, πιο προοδευτική και ικανή να κάνει το είδος της μεγάλης σύνθεσης και των αλλαγών που απαιτούνται σε ένα άρδην μεταβαλλόμενο τοπίο».
Ανέκαθεν άλλωστε, από την εποχή πριν καν κερδίσει στις εσωκομματικές εκλογές της Νέας Δημοκρατίας, ο σημερινός πρωθυπουργός τασσόταν υπέρ της «Κεντροδεξιάς της μετριοπάθειας, απέναντι στα άκρα και τις ακρότητες» και αυτό υπερασπίζεται δημοσίως σε κάθε ευκαιρία, θέτοντας στην απέναντι πλευρά τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα τον οποίο ταυτίζει με τον λαϊκισμό.
Στην κυβέρνηση θεωρούν ότι σχεδόν το 60% του εκλογικού σώματος, όπως το «διαβάζουν» στις δημοσκοπήσεις, κινείται ιδεολογικά πέριξ του Κέντρου, αποτελούμενο από πολίτες που δηλώνουν θετικοί στις μεταρρυθμίσεις, στην οικονομία της αγοράς, αλλά και στο αποτελεσματικό κοινωνικό κράτος. Είναι αυτοί, που κατά το πρωθυπουργικό περιβάλλον, ψάχνονται, αμφισβητούν, συγκρίνουν και τελικά καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τα αποτελέσματα των εκλογών. Και αυτή την κατηγορία πολιτών στη Νέα Δημοκρατία τους θεωρούν πολύ πιο κοντά τους σε σχέση με τα κόμματα της αντιπολίτευσης και αυτή την ιδεολογική μάχη θα επιμένουν διαρκώς να τη δίνουν, εκτιμώντας ότι υπερέχουν σε σχέση με τους αντιπάλους τους.
«Στο μυαλό μου η διάκριση μεταξύ μεγάλου και μικρού κράτους δεν έχει σημασία. Θέλουμε ένα αποτελεσματικό κράτος», τονίζει ο κ. Μητσοτάκης, και αν αυτό το κράτος, όπως λέει, «πρέπει να είναι παρόν σε μια εποχή που διαταράσσεται αυτό που αποκαλούμε κανονικότητα, θα πρέπει να είναι παρόν. Και ποιος θα περίμενε ότι μία κεντροδεξιά κυβέρνηση είναι αυτή που έχει ξοδέψει τα περισσότερα χρήματα στην ιστορία της Ελλάδας στηρίζοντας την πραγματική οικονομία. Αλλά ήταν απαραίτητο και έπρεπε να συμβεί», σημειώνει.
Πράσινη μετάβαση
Πεποίθηση του πρωθυπουργού είναι ότι δεν μπορεί να είναι οικονομικά και ηθικά αποδεκτές «οι μεγάλες ανισότητες που προκαλεί ένας καπιταλισμός δίχως ρυθμίσεις και έλεγχο» και στο πλαίσιο αυτό εκφράζει την αμφιβολία του για το αν η πράσινη μετάβαση, στην οποία δίνει μεγάλη έμφαση, με φόντο και τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, είναι ιδεολογική εκ φύσεως. «Δεν είμαι σίγουρος. Υπερβαίνει ιδεολογίες. Έχει να κάνει με τη μοίρα των παιδιών μας. Υπάρχει ένα στοιχείο στο μυαλό μου, το οποίο είναι πολύ σημαντικό, και έχει να κάνει με τη μείωση των ανισοτήτων και τη δημιουργία μιας πιο συμπεριληπτικής μορφής καπιταλισμού; Θα έλεγα ότι αυτό το όραμα μπορεί να είναι εξίσου συμβατό με έναν σοσιαλδημοκράτη όσο και με έναν πολιτικό από την κεντροδεξιά», τόνισε σχετικά στο φόρουμ των Δελφών.
Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών, λένε στο Μέγαρο Μαξίμου, επιθυμούν την ανάπτυξη, με απόλυτο σεβασμό όμως στο περιβάλλον, τη λειτουργία της ιδιωτικής εκπαίδευσης με ταυτόχρονη όμως ενίσχυση της δημόσιας εκπαίδευσης, το κράτος δικαίου και των ατομικών δικαιωμάτων. Πράγματα που, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η σημερινή κυβέρνηση έχει θέσει ως βασικές της προτεραιότητες.
«Αυτή κυβέρνηση, μια κεντροδεξιά φιλελεύθερη κυβέρνηση, γνωρίζει πολύ καλά πότε το κράτος πρέπει να παρεμβαίνει και πότε να στηρίζει τη επιχειρηματικότητα. Η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση που πολεμάτε κ. Τσίπρα δεν υπάρχει. Ο κορωνοϊός μπορεί να ανέκοψε προσωρινά την ανοδική πορεία της ελληνικής οικονομίας, δεν έπληξε όμως τη βάση της», είχε πει ο Κυριάκος Μητσοτάκης το προηγούμενο καλοκαίρι από το βήμα της Βουλής και αυτό επαναλαμβάνει και τώρα, κατά τη διαφαινόμενη έξοδο από την υγειονομική κρίση.
Πλέον το αφήγημά του είναι διαφορετικό, η επιχειρηματολογία του προσαρμοσμένη στα νέα δεδομένα, ωστόσο το κοινό που απευθύνεται δείχνει αμετάβλητο. Η μεσαία τάξη και οι εκφραστές του κέντρου, τα ευήκοα ώτα των οποίων αναζητά σε σταθερή βάση.