Οι προοπτικές για τον κλάδο των εγχώριων τραπεζών είναι θετικές, εξαιτίας της επιτυχημένης υλοποίησης των στρατηγικών σχεδίων τους, της δραστικής προόδου που έχουν σημειώσει στην ποιότητα του ενεργητικού, τη βελτιωμένη θέση ρευστότητας και χρηματοδότησης, τα υγιή επίπεδα κεφαλαίου, τα επαρκή κεφαλαιακά αποθέματα, τα αυξημένα επίπεδα κάλυψης, καθώς και τις θετικές προοπτικές κερδών και τις προοπτικές διανομής μερίσματος, εξηγεί η NBG Securities.
Η αξιολόγηση των μετοχών είναι ouperform εξαιτίας των θεμελιωδών τους και της αποτίμησής τους. Η Τράπεζα Πειραιώς είναι η κορυφαία επιλογή της στον τομέα, κυρίως για λόγους αποτίμησης, με ελκυστική σχέση κινδύνου-απόδοσης μετά την ισχυρή πρόοδο που έχει σημειώσει στη βελτίωση των βασικών λειτουργιών της. Η τιμή-στόχος για την Τράπεζα Πειραιώς τίθεται πλέον στα 2,35 ευρώ από 1,85 ευρώ πριν και το περιθώριο ανόδου διαμορφώνεται σε 48%. Για τη Eurobank, η νέα τιμή-στόχος είναι στο 1,40 ευρώ από 1,35 ευρώ προγενέστερα και το περιθώριο ανόδου είναι 22% από τα τρέχοντα επίπεδα. Τέλος, για την Alpha Bank, η τιμής-στόχος αυξάνεται σε 1,55 ευρώ από 1,45 ευρώ και το περιθώριο μεταβολής είναι θετικό 36%.
«Οι ελληνικές τράπεζες ήταν στο περιθώριο και μόλις πρόσφατα φάνηκε να έχουν επιστρέψει και πάλι στο επίκεντρο της προσοχής των επενδυτών. Έχοντας κερδίσει 30% και 10% τους τελευταίους τρεις μήνες και φέτος, αντίστοιχα, οι ελληνικές τράπεζες διαπραγματεύονται τώρα 0,3-0,6x την ενσώματη λογιστική αξία (TBV) τους το 2024, με περαιτέρω πιθανή ανοδική δυναμική, κατά την άποψή μας», συνεχίζει η χρηματιστηριακή.
Οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν μεταξύ των πιο ευαίσθητων τραπεζών στα επιτόκια στην Ευρώπη, επομένως τα υψηλότερα από τα αναμενόμενα επιτόκια θα πρέπει να επιταχύνουν την ανάκαμψη των καθαρών εσόδων από τόκους (NII) τους, καθιστώντας τες μεταξύ των μεγαλύτερων ωφελημένων στην Ευρώπη. «Αναμένουμε ότι οι ελληνικές τράπεζες θα αρχίσουν σταδιακά να καταβάλλουν μερίσματα στους μετόχους τους, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι θα παραμείνουν άνετα πάνω από τις κεφαλαιακές απαιτήσεις», αναφέρει.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημειώσει καλή πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους από σχεδόν 50% (κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους του ευρώ) σε χαμηλότερα από 10% τώρα. Επιπλέον, η κεφαλαιοποίησή τους έχει αρχίσει να ανακτά το έδαφος, με τον μέσο δείκτη CET1 να διαμορφώνεται σε 14,2% στο τρίτο τρίμηνο πέρυσι, από 12% στο 2021 και από 13,6% στο 2019. Με τις περισσότερες από τις προγραμματισμένες διαδικασίες εξυγίανσης δανείων να έχουν ήδη απορροφηθεί, η κεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών πρόκειται να επωφεληθεί από τη βελτιωμένη εσωτερική δημιουργία κεφαλαίων στο μέλλον, με βάση την υψηλότερη παραγωγή εσόδων, στο πλαίσιο των προοδευτικά υψηλότερων επιτοκίων και της υγιούς δημιουργίας νέων δανείων.
Το σχέδιο αποεπένδυσης του ΤΧΣ
Το ΤΧΣ ετοιμάζεται να αποεπενδύσει από τις ελληνικές τράπεζες, με τις πρώτες πωλήσεις να αναμένεται να πραγματοποιηθούν το 2023.
Παρά τη «βραχυπρόθεσμη υπερεπάρκεια» μετοχών, τις ανησυχίες και τη μεταβλητότητα, η χρηματιστηριακή εκτιμά ότι αυτή η εκποίηση θα αποδειχθεί ένας σημαντικός θετικός καταλύτης, αναδεικνύοντας την πλήρη ανάκαμψη των τραπεζών από τα χρόνια της ελληνικής χρηματοπιστωτικής κρίσης, καθώς και την αύξηση του ποσοστού των μετοχών σε ελεύθερη διασπορά. Παράλληλα, η πολιτική σταθερότητα αποτελεί προϋπόθεση, κατά την άποψή της, για την καλή απόδοση της χρηματιστηριακής αγοράς, ενώ δυνητικά η επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας θα πρέπει επίσης να βοηθήσει την απόδοση των τιμών των μετοχών.