H κατάσταση αναμονής στην ελληνική οικονομία και την εγχώρια αγορά είναι κάτι παραπάνω από οφθαλμοφανής. Όμως, η κατάσταση έχει μια ιδιοτυπία. Απ’ τη μια πλευρά οι περισσότεροι ποντάρουν στο καλό σενάριο (κυρίως την ολοκλήρωση της αξιολόγησης από τους θεσμούς, έστω και με σκληρό τρόπο και στη συνέχεια την εξομάλυνση της οικονομικής ζωής), που θα δώσει ώθηση σε μια έστω ήπια ανάκαμψη.
Παράλληλα, όμως, κανείς δεν αποκλείει και το ακραίο σενάριο να τραβήξει η διαπραγμάτευση (ως το καλοκαίρι, όπως επεσήμανε Ευρωπαίος αξιωματούχος, λόγω των εκλογικών αναμετρήσεων στην Ε.Ε.) και να βυθιστεί έτσι ακόμα περισσότερο η οικονομία.
Οι λόγοι γι’ αυτήν την κατάσταση είναι πολλοί, αλλά το βασικό συμπέρασμα είναι ότι ο Φεβρουάριος, με ορόσημο το Eurogroup της 20ής/2, είναι κρίσιμος για το σύνολο του έτους - και μάλλον και για περισσότερο...
«Ξεκινώντας από το διεθνές περιβάλλον, μέχρι σήμερα η επενδυτική κοινότητα έχει εστιάσει στα θετικά της εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, ωστόσο τα αρνητικά είναι πιθανά να μας συμβούν στο μέλλον. Σε διεθνές επίπεδο πάλι, όλοι είμαστε καθησυχασμένοι για την πολιτική των κεντρικών τραπεζών για άφθονο χρήμα, αλλά είναι βέβαιο πως σε κάποια μελλοντική στιγμή, αυτό θα πρέπει να σταματήσει. Όλα τα πράγματα, έχουν τα όριά τους, σημειώνει γνωστός χρηματιστής.
Και στο εσωτερικό επίπεδο οι αγορές φαίνεται να παρακολουθούν από αρκετά μακριά τις εξελίξεις στις διαπραγματεύσεις για την περιβόητη δεύτερη αξιολόγηση, ωστόσο κάποια στιγμή θα πρέπει το σύρσιμο των συζητήσεων να σταματήσει και να υπάρξουν αποφάσεις. Από το είδος των αποφάσεων, θα επηρεαστεί αναμφίβολα και η εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά».
Ο Φεβρουάριος είναι κρίσιμος μήνας καθώς ξεκινά με την Σύνοδο Κορυφής και συνεχίζεται στις 6 Φεβρουαρίου με την συζήτηση στο Δ.Σ. του ΔΝΤ της έκθεσης για το ελληνικό χρέος.
Σύμφωνα με άλλον παράγοντα της αγοράς, οι αγορές δεν έχουν προεξοφλήσει ένα σενάριο ελληνικής εμπλοκής και επανάληψης των φαινομένων του πρώτου εξαμήνου του 2015. «Άγνωστο γιατί, δείχνουν μια πρωτόγνωρη ψυχραιμία, που σίγουρα μας ευνοεί επί του παρόντος, αλλά δείχνει τα περιθώρια πτώσης σε περίπτωση ελληνικής εμπλοκής».
Το ζητούμενο, ωστόσο, είναι το αν οι αγορές είναι τόσο αφελείς ή μήπως γνωρίζουν καλύτερα τα πράγματα από εμάς που τα βιώνουμε εκ των έσω. «Πολλές φορές, χρειάζεται μια απόσταση από τα πράγματα, προκειμένου να τα αξιολογήσεις καλύτερα» ειπώθηκε χαρακτηριστικά από τον ίδιο παράγοντα.
Μια... βολική εξήγηση πάντως των πραγμάτων, είναι πως:
1. Οι (εκτός τραπεζών) δεικτοβαρείς τίτλοι του Γενικού Δείκτη του Χ.Α. σε μικρό μόνο βαθμό επηρεάζονται από τις οικονομικές εξελίξεις στο εσωτερικό μέτωπο (διεθνοποιημένες δραστηριότητες, επηρεασμός από τουρισμό, ή τόσο ισχυρές έναντι του ανταγωνισμού έτσι ώστε να διευρύνουν τα μερίδιά τους στην αγορά).
2. Οι «περιφερειακές» μετοχές του Χ.Α., λόγω ελλιπούς εμπορευσιμότητας, δεν παρουσιάζουν αξιοσημείωτες μεταβολές, διατηρούμενες είτε σε «υπερτιμημένα» είτε σε «υποτιμημένα» επίπεδα.
3. Ορισμένες δεκάδες εισηγμένες εταιρείες (τόσο της υψηλής όσο και της χαμηλής κεφαλαιοποίησης) αναμένεται να συνεχίσουν να διανέμουν μετρητά στους κατόχους μέσα στο 2017, ποσά που αντιστοιχούν σε αποδόσεις υψηλότερες από τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων.
4. Πιθανή έξαρση του κινδύνου της χώρας ενδέχεται να οδηγήσει ορισμένους αποταμιευτές να μετατρέψουν τμήμα των καταθέσεών τους σε μετοχές εταιρειών που δεν κινδυνεύουν έντονα σε περίπτωση δυσμενών εξελίξεων στο μακροοικονομικό και δημοσιονομικό μέτωπο της χώρας.
5. Οι τράπεζες συγκινούν τους traders, ενώ παράλληλα οι ξένοι επενδυτές που έχουν ήδη λάβει θέσεις, προσπαθούν με διάφορες τακτικές (π.χ. αγορές επιπλέον κομματιών, εκμετάλλευση διακυμάνσεων) να περιορίσουν τις μέχρι σήμερα απώλειές τους, αρνούμενοι να αποχωρήσουν «κλειδώνοντας» τις υφιστάμενες ζημίες τους.
Το ζήτημα των τραπεζών
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις τράπεζες, το στοίχημα θα κερδηθεί στον βαθμό που θα αποφευχθεί μια νέα ανακεφαλαιοποίησή τους μέσα στο 2018, με τους αισιόδοξους παράγοντες της αγοράς να υποστηρίζουν ότι:
- Η αργή πρόοδος στο μέτωπο των εξυπηρετούμενων δανείων ήταν -ούτως ή άλλως- αναμενόμενη.
- Ένα μέρος των αυξημένων προβλέψεων θα καλυφθεί από την λειτουργική κερδοφορία των επόμενων ετών, η οποία ενισχύεται από το μεγάλο spread στα ενήμερα δάνεια, από τις περικοπές δαπανών και από μια σειρά υψηλών χρεώσεων (π.χ. πολύ αυξημένες συναλλαγές μέσω διαδικτύου και πιστωτικών-χρεωστικών καρτών).
- Οι πωλήσεις θυγατρικών και περιουσιακών στοιχείων θα συνεχιστούν.
- Στο μέτωπο των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων γίνεται μεν «δουλειά υποδομής», χωρίς αυτή να είναι απαραίτητα ορατή από το ευρύ κοινό και την αγορά.
Νευρικότητα και αναμονή
Κατάσταση νευρικότητας, αβεβαιότητας και αναμονής επικρατεί στην πραγματική οικονομία, καθώς για ακόμη μια χρονιά, τα ανοιχτά ζητήματα είναι περισσότερα από τα κλειστά:
- Ένα μεγάλο ποσοστό των εταιρειών (οι υπερχρεωμένες) περιμένουν τη στάση που τελικά θα τηρήσουν οι τράπεζες απέναντί τους.
- Επιχειρήσεις διαφόρων κλάδων (π.χ. κατασκευές, πληροφορική) περιμένουν να δουν τις εξελίξεις στο μέτωπο του ΕΣΠΑ προκειμένου να αποκτήσουν σαφέστερη ορατότητα για το μέλλον.
- Και τέλος, το σύνολο της αγοράς αναμένει πότε θα ομαλοποιηθεί η κατάσταση στην οικονομία με τη δεύτερη αξιολόγηση, προκειμένου να προσελκυστούν κάποιες επενδύσεις από το εξωτερικό και έτσι να τονωθεί ως ένα βαθμό η ζήτηση.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως αρκετοί αναλυτές προβλέπουν για το 2017 θετικό ρυθμό ανάπτυξης στην ελληνική οικονομία, αλλά με μια επίδοση μεταξύ του +0,8% και του +1,8%, δηλαδή μια επίδοση που δεν είναι καταστροφική, αλλά απέχει σημαντικά από τον επίσημο στόχο (ελληνική κυβέρνηση και Ευρωπαϊκή Επιτροπή) του +2,7%.
Άμυνα ζώνης από τους επενδυτές
Αποκαλυπτικό για τη στάση των Ελλήνων επενδυτών είναι το περιεχόμενο της μελέτης της Τραπέζης της Ελλάδος με θέμα «Οικονομική συμπεριφορά των νοικοκυριών στην Ελλάδα» που δημοσιεύθηκε πρόσφατα και περιλαμβάνει στοιχεία αρκετών ετών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του παρατιθέμενου πίνακα, γίνεται φανερό ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης, τα ελληνικά νοικοκυριά στράφηκαν σε πιο αμυντικές επενδυτικές επιλογές. Ειδικότερα, οι τραπεζικές καταθέσεις στο πρώτο τρίμηνο του 2016 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία μελέτης) αποτελούσαν το ίδιο περίπου ποσοστό με αυτό του τετάρτου τριμήνου του 2007, ενώ αντίθετα η ποσοστιαία συμμετοχή των μετρητών εκτινάχθηκε από το 3,2% στο 17,1%.
Ακόμη ένα σημαντικό ποσοστό των τοποθετήσεων σε ασφαλιστικά προϊόντα και αμοιβαία κεφάλαια (4,8% και 4,3% αντίστοιχα στο πρώτο τρίμηνο του 2016) ερμηνεύεται ως μια κίνηση αντιμετώπισης του κινδύνου έναντι Grexit και τραπεζικού bail in.
Η ουσία είναι πως μόνο το 18,1% ήταν τοποθετημένο σε μετοχές, ποσοστό που δύσκολα θα μεταβληθεί στο ορατό μέλλον εξαιτίας νέων εισροών (ίσως αλλάξει λόγω μεταβολών στις αποτιμήσεις των μετοχών), ό,τι αυτό θα μπορούσε να συνεπάγεται για τις μετοχές των εταιρειών που δεν προσελκύουν το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτικών χαρτοφυλακίων (θα πρέπει λογικά να επιμηκυνθεί ο χρονικός επενδυτικός ορίζοντας των ενδεχόμενων αγοραστών).
Σε ό,τι αφορά τώρα τους αναλυτές, δεν είναι τυχαίο πως η πλειονότητα αυτών προτείνει χαρτοφυλάκια με μεγάλη συμμετοχή μετρητών και έμφαση σε αμυντικούς δεικτοβαρείς τίτλους, αποφεύγοντας πλήρως ή σε μεγάλο βαθμό τις τοποθετήσεις στις (υψηλού ρίσκου, αλλά και προσδοκώμενων αποδόσεων, όπως τις χαρακτηρίζουν) τραπεζικές μετοχές.