Νέα δεδομένα καλούνται τώρα να σταθμίσουν οι επενδυτές του χρηματιστηρίου: το σενάριο υποβάθμισης της αγοράς, την πορεία των ανακεφαλαιοποιήσεων αλλά και τα μηνύματα που έρχονται από τις ξένες αγορές.
Η επιφυλακτικότητα είναι εμφανής καθώς η αγορά μετοχών που στις 22 Μαΐου κινήθηκε ενδοσυνεδριακά έως και τις 1.160 μονάδες τώρα βρίσκεται στις παρυφές των 970 μονάδων, με πτώση σχεδόν 20%. Παράλληλη είναι και η πορεία της απόδοσης του ελληνικού 10ετούς ομολόγου, το οποίο έφτασε στο χαμηλό του 7,85% και τώρα έχει επανέλθει στο 9,16%, με τις -αντιστρόφως κινούμενες- τιμές να διορθώνουν 10%.
Από τις αρχές του περσινού Νεμβρίου η αγορά συμπεριφέρθηκε σαν πεπιεσμένο ελατήριο που εκτινάσσεται, με αποτέλεσμα τα μη τραπεζικά blue chips, αρχικά, και τα ποιοτικά χαρτιά της μεσαίας κεφαλαιοποίησης να σημειώσουν αποδόσεις που ξεπερνούσαν κατά μέσο όρο το 40%, ενώ και σε κάποιες περιπτώσεις το ποσοστό της ανόδου ξεπέρασε το 80%.
Σε όλη τη διάρκεια αυτής της ανοδικής κίνησης, ο όγκος συναλλαγών δούλεψε υπέρ των αγοραστών αφού το ενδιαφέρον απεικονίστηκε στους αυξημένους τζίρους. Πλέον, η διστακτικότητα και η επιφύλαξη που επικρατεί από εγχώριους και ξένους συμμετέχοντες επίσης απεικονίζεται στους χλιαρούς όγκους των συναλλαγών και στην προσπάθεια διατήρησης των 975 μονάδων. Επιπρόσθετα, η πλάτη που έβαλαν οι ξένες αγορές φαίνεται προς ώρας να στερεύει, μιας και αυτές εισέρχονται σε φάση συσσώρευσης και επαναπροσδιορισμού των τιμών.
Γιατί κατεβάσαμε ταχύτητα
Βασική αιτία που έχει «κάτσει» η αγορά και τηρείται στάση επιφυλακής και αναμονής είναι η επικείμενη ή μη υποβάθμισή μας από τον οίκο MSCI. Αν τελικά το Χ.Α. υποβαθμισθεί από ανεπτυγμένη σε αναδυόμενη αγορά, οι μετοχές θα έχουν διαφορετικό τρόπο προσέγγισης και αποτίμησης από τους ξένους επενδυτές.
Η μεγαλύτερη αλλαγή, η οποία μπορεί να είναι θετική υπό συνθήκες, έγκειται στο γεγονός ότι ο νέος MSCI Greece θα έχει σημαντικά μεγαλύτερη βαρύτητα στα passive funds που επενδύουν στις αναδυόμενες αγορές και ακολουθούν τους δείκτες MSCI.
Από την άλλη βέβαια, καθόλου σίγουρο δεν είναι ότι τα funds ενεργητικής διαχείρισης, τα οποία αποτελούν τον μεγάλο παίκτη και διαχειρίζονται την πλειονότητα των κεφαλαίων, θα έρθουν να τοποθετηθούν μαζικά στις ελληνικές μετοχές.
Τα βασικά κριτήρια επιλογής μετοχών των funds είναι αυστηρά: ελκυστικές αποτιμήσεις και υψηλό growth. Πολλές ελληνικές μετοχές δεν φαίνεται να πληρούν τις δύο αυτές αυστηρές προδιαγραφές.
Στα αρνητικά επίσης μιας υποβάθμισης περιλαμβάνονται τόσο η υψηλότερη μεταβλητότητα που είθισται να εμφανίζουν οι αναδυόμενες αγορές, όσο και το υψηλότερο risk premium χώρας που ενσωματώνουν οι μετοχές και οι λοιποί τίτλοι.
Η τεχνική εικόνα
Ένα στοιχείο που ευνοεί επίσης την πτωτική κίνηση βραχυπρόθεσμα είναι η τεχνική εικόνα της αγοράς. Η άνοδος που πραγματοποιήθηκε οδήγησε μεγάλο αριθμό δεικτοβαρών μετοχών σε υπεραγορασμένα επίπεδα με αποτέλεσμα το θετικό momentum να «στερεύσει» γρήγορα.
Ταυτόχρονα, οι ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών ήταν σίγουρο ότι θα επηρέαζαν τη ρευστότητα στην αγορά με αρνητικό τρόπο, δημιουργώντας ένα μικρό κύμα πωλήσεων.
Τέλος, υπάρχει και το θεμελιώδες υπόβαθρο για την περαιτέρω ανοδική ή μη κίνηση των ελληνικών μετοχών. Οι μετοχές και τα ομόλογα, από τη μία πλευρά, έχουν επηρεαστεί θετικά από τη μείωση του ελληνικού ρίσκου, αφού πλέον το σενάριο εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη έχει απομακρυνθεί αισθητά.
Από την άλλη πλευρά, όμως, η κερδοφορία, τα έσοδα αλλά και οι ταμειακές ροές των εταιρειών, όπως φάνηκε και στα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου, δεν δείχνουν ότι βρίσκονται σε διαδικασία ανάκαμψης.
Τα παραπάνω έχουν ως αποτέλεσμα η πλειονότητα των ελληνικών μετοχών να τελεί -κατά μέσο όρο- υπό διαπραγμάτευση υψηλότερα από τα επίπεδα των μετοχών της ευρωπεριφέρειας, περίπου στις 7 φορές τα EV/EBITDΑ του 2014, γεγονός που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για περαιτέρω άνοδο.
Εξαντλήθηκε η εγχώρια άνοδος;
Το γεγονός βέβαια ότι η αγορά έχει ισορροπήσει σε χαμηλότερα επίπεδα από τις 1.000 μονάδες δεν σημαίνει ότι όλοι οι συμμετέχοντες είναι αρνητικοί για την περαιτέρω πορεία των τιμών των ελληνικών μετοχών ή ότι όλοι οι μετοχικοί τίτλοι βρίσκονται σε παράλληλο βηματισμό. Μπορεί το βραχυπρόθεσμο trend να δείχνει προς τη στήριξη των 950 μονάδων, αλλά η πιο μεσοπρόθεσμη ματιά παραμένει long. Επίσης, μόλις απαντηθεί το ερώτημα για το ποιο θα είναι το μελλοντικό μέτρο σύγκρισης της αγοράς μας (το αν δηλαδή είναι αναδυόμενη ή αναπτυγμένη), θα αποκαλυφθούν και οι προτιμήσεις των ξένων.
Συνεπώς, το στοιχείο που διαφοροποιεί την κατάσταση είναι η ύπαρξη μιας πιο επιλεκτικής προσέγγισης των μετοχών από τους αγοραστές. Εντούτοις, όταν τίτλοι-σηματωροί της αγοράς διαμορφώνονται σε ελκυστικά και κρίσιμα επίπεδα, οι τοποθετήσεις είναι παρούσες.
Για τη μετοχή του ΟΤΕ, μόλις κινήθηκε κάτω από τα 6,4 ευρώ στα πέριξ της στήριξης του ΕΚΜΟ των 55 ημερών, σχεδόν αυτόματα ενεργοποιήθηκαν εντολές αγοράς. Η μετοχή είναι διαπραγματεύσιμη σε όρος EV/EBITDA 2014 3,5 φορές και παραμένει πολύ χαμηλότερα σε σχέση με τις ομοειδείς εταιρείες. Επίσης αποτελεί προπομπό για το πώς θα κινηθεί το Χ.Α., μια και είναι η πρώτη επιλογή των ξένων.
Ο τίτλος του ΟΠΑΠ, επίσης στα 6,4 ευρώ μόλις «άγγιξε» τον ΕΚΜΟ 200 ημερών, αντέδρασε και έβγαλε αγορές αμέσως με κίνηση προς τα 7 ευρώ, με τον δείκτη EV/EBITDA του 2014 να εκτιμάται στις 6 φορές.
Ταυτόχρονα, μια σειρά μετοχών βρίσκονται γύρω από σημαντικά ψυχολογικά και τεχνικά όρια όπως η Ελλάκτωρ και τα ΣΩΛΚ στα 2 ευρώ, η Motor Oil στα 7,7 ευρώ του ΕΚΜΟ των 200 ημερών, ο τίτλος του Μυτιληναίου στα 4,5 ευρώ, η ΜΕΤΚΑ στα 10,25 ευρώ, η ΒΙΟΧΑΛΚΟ στα 4 ευρώ όπου κινείται και ο ΕΚΜΟ των 200 ημερών κ.ά.
Για τη Motor Oil ο δείκτης EV/EBITDA διαμορφώνεται στις 5,5 φορές το 2014, ενώ για τη ΜΕΤΚΑ στις 4,5 φορές. Ο Μυτιληναίος, η ΔΕΗ, ο Σαράντης, η ΕΥΔΑΠ, η Ελβάλ, η Frigoglass, τα Πλαστικά Θράκης, η Ιντραλότ, ο ΟΛΘ, κι η Kleemann είναι διαπραγματεύσιμες με δείκτες EV/EBITDA το 2014 χαμηλότερα από 5,5 φορές.
Η επιλεκτικότητα στις κινήσεις δεν αποκλείει τη συνέχιση της θετικής δυναμικής. Το βασικό ωστόσο σενάριο είναι ότι από την Τρίτη όπου ο MSCI ανακοινώνει τις αλλαγές και μέχρι να ολοκληρωθούν οι ΑΜΚ των τραπεζών, να πιστωθούν οι νέες μετοχές, να ξεκινήσει η διαπραγμάτευση των warrants και να έχουμε πιο ξεκάθαρη οπτική της αγοράς, οι μεγάλες διακυμάνσεις θα συνεχιστούν.
Ο FTSE 20