Το 2017, η Αθηναϊκή Ζυθοποιία, η ελληνική θυγατρική της ολλανδικής Heineken, αποφάσισε να βγάλει από την αφάνεια μια μπύρα με ιστορία που «ξεχάστηκε» για περισσότερα από 40 χρόνια: τη Μάμος.
Δημιουργήθηκε το 1876 στην Πάτρα, χάθηκε το 1979 και επανήλθε το 2017 στην αγορά, ως μια μπύρα που είχε να πει τη δική της ιστορία. Δεν ήταν, όμως, μόνο η Μάμος. Είχε προηγηθεί λίγα χρόνια νωρίτερα η αναβίωση της Fix, από τον Γιάννη Χήτο και τους αδελφούς Γκρέκη, η οποία σήμερα ανήκει στο χαρτοφυλάκιο της Ολυμπιακής Ζυθοποιίας, συμφερόντων της δανέζικης Carlsberg. Και το 2000 η αναβίωση της μπύρας Άλφα -είχε δημιουργηθεί το 1961- από την Αθηναϊκή Ζυθοποιία.
Όμως η αναβίωση ξεχασμένων brands μπύρας δεν αποτελεί απλά μια νοσταλγία. Υπάρχει σοβαρός λόγος για αυτή την «αναγέννηση». Σε έναν κόσμο όπου οι μεγάλες πολυεθνικές κυριαρχούν, οι Έλληνες καταναλωτές δείχνουν να θέλουν κάτι διαφορετικό, κάτι πιο κοντά στην ταυτότητά τους. Και αυτό φάνηκε όταν τη μακρινή δεκαετία του ’90 ένας οινοποιός, ο Κωνσταντίνος Μπουτάρης, δημιούργησε την μπύρα Μύθος -σ.σ. πλέον ανήκει στους Δανούς της Carlsberg-, η οποία αποτέλεσε ίσως ένα από τα πιο επιτυχημένα λανσαρίσματα στην κατηγορία.
Σήμερα αυτό το «DNA» αποδεικνύεται πιο εμπορικό από ποτέ. Τα στατιστικά είναι ξεκάθαρα: η μπύρα Άλφα της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας, με μερίδιο 24,4% το δεκάμηνο Ιανουαρίου - Οκτωβρίου, παραμένει ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της κατηγορίας στο ράφι των σούπερ μάρκετ και μάλιστα με μεγάλη διαφορά από την ομόσταβλη Amstel, το μερίδιο της οποίας κινείται στο 12,4%.
Στην τρίτη θέση βρίσκεται η Fix (Ολυμπιακή Ζυθοποιία) με μερίδιο 10,9%, τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας καταλαμβάνουν την 4η θέση με μερίδιο 9,9% και μάλιστα με τάση υποχώρησης έναντι του αντίστοιχου διαστήματος του 2023, ενώ η Μύθος (Ολυμπιακή Ζυθοποιία) βρίσκεται στην 5η θέση με μερίδιο 6,8%.
Τη δεκάδα συμπληρώνουν οι: Heineken (5,1%), Βεργίνα (4,7%), Kaiser (4,7%), Mamos (4,3%) και Fischer (2,1%).
Η Νήσος, από τους «μεγάλους»-μικρούς ελέγχει μερίδιο 0,6%. Και μάλλον αυτός ήταν ο λόγος, μαζί με το γεγονός ότι η Νήσος είχε καλή τοποθέτηση στην κρύα αγορά, που οι Δανοί της Carlsberg (Ολυμπιακή Ζυθοποιία) αποφάσισαν να επενδύσουν 1 εκατ. ευρώ για το 35% της Μικροζυθοποιίας Κυκλάδων.
Η ροδίτικη ΒΑΠ ελέγχει μερίδιο 0,4%, η Septem 0,2%, ενώ με μερίδιο 0,1% εμφανίζονται στις μετρήσεις οι μπύρες: Επιλογή, Βόρεια, Χάρμα και Πικρή.
Το εντυπωσιακό πάντως με τη συγκεκριμένη κατηγορία είναι ότι παρά τη χαμηλή, σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κατά κεφαλή κατανάλωση, αυτή τη στιγμή κυκλοφορούν μόνο στα ράφια των σούπερ μάρκετ, που δεν αποτελεί το βασικό κανάλι διάθεσης του προϊόντος, 228 μπύρες. Αριθμός που μπορεί να φαντάζει, ή ίσως και να είναι, εξωπραγματικός σε μια αγορά 10 εκατομμυρίων καταναλωτών και 30 εκατομμυρίων τουριστών, τη στιγμή μάλιστα που οι πωλήσεις και η κατανάλωση παραμένει στάσιμη.
Παραδείγματος χάριν στα σούπερ μάρκετ οι πωλήσεις μπύρας από 175 εκατ. ευρώ που ήταν το 2022 και 191,5 εκατ. ευρώ το 2023, το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου ανήλθαν στα 189 εκατ. ευρώ.
Βέβαια η μπύρα είναι δυνατή στην «κρύα αγορά», δηλαδή στην επιτόπια κατανάλωση (εστιατόρια, ξενοδοχεία, κ.λπ.) και στα μικρά σημεία πώλησης ενώ επηρεάζεται άμεσα από την πορεία του τουρισμού, ο οποίος καταναλώνει μπύρα σε πολλαπλάσιες ποσότητες από τους Έλληνες.
Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η κατά κεφαλή κατανάλωση μπύρας στην Ελλάδα είναι στα 35 λίτρα, όταν στην Τσεχία ξεπερνά τα 100 λίτρα, στην Αυστρία προσεγγίζει τα 100 λίτρα, στη Λιθουανία βρίσκεται κοντά στα 97 λίτρα, στη Γερμανία στα 90 λίτρα και στην Ισπανία στα 88 λίτρα.