Με ενδιαφέρον αναμένεται το αν στην επικείμενη γενική συνέλευση των κατόχων του τρίτου ομολόγου της MLS, που είναι προγραμματισμένη για την προσεχή Δευτέρα (4 Απριλίου), θα προκύψει τελικά η ελάχιστη εκ του νόμου απαιτούμενη απαρτία των δύο τρίτων.
Κύκλοι της αγοράς υποστηρίζουν πως ένα τέτοιο ενδεχόμενο συγκεντρώνει σήμερα μικρές πιθανότητες, σε αντίθεση με τις αρχικές προσδοκίες που υπήρχαν το περυσινό φθινόπωρο (το μεγαλύτερο τμήμα του τρίτου ομολόγου έχει καλυφθεί από το εξωτερικό και από τον βασικό μέτοχο της εταιρείας Γιάννη Καματάκη).
Άλλωστε, ούτε και η γενική συνέλευση του Δεκεμβρίου είχε συγκεντρώσει το απαιτούμενο ποσοστό, αν και είχε διεξαχθεί διαδικτυακά, προκειμένου να διευκολυνθούν οι ομολογιούχοι εν μέσω πανδημίας.
Η ουσία είναι ότι χωρίς την παρουσία του 66,7%, ακόμη και στην επαναληπτική Γ.Σ., καμιά απόφαση επί σοβαρού ζητήματος δεν μπορεί να εγκριθεί. Έτσι οι ομολογιούχοι δεν μπορούν ούτε να καταγγείλουν το δάνειο, αλλά ούτε και να συναινέσουν σε ρύθμιση-αναδιάρθρωσή του.
Ενδεικτικό είναι το ότι μεταξύ των θεμάτων της συνέλευσης περιλαμβάνεται (το έχει θέσει η ΜLS) η «λήψη απόφασης με την οποία οι ομολογιούχοι ως πιστωτές παρέχουν την οριζόμενη στο άρθρο 53 παρ. 1 του Ν. 4738/2020 δήλωση ότι συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις για την επίτευξη συμφωνίας εξυγίανσης της εκδότριας» (η απόφαση/δήλωση δεν δεσμεύει τους ομολογιούχους για την έγκριση και συνυπογραφή από αυτούς της επικείμενης συμφωνίας εξυγίανσης) παρά το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν φαίνεται να έχει προκύψει κάποια χειροπιαστή πρόταση από υποψήφιο στρατηγικό επενδυτή.
Πληροφορούμαστε πάντως πως στην πιθανότατη περίπτωση που δεν προκύψει η απαιτούμενη απαρτία, νομικοί κύκλοι έχουν προτείνει στην ΜLS να προσφύγει δικαστικά, θεωρώντας τους όρους του ομολογιακού δανείου ως καταχρηστικούς (με δεδομένο ότι δεν συγκεντρώθηκαν τα ελάχιστα απαιτούμενα ποσοστά σε πολλές προκλήσεις κατά τα τελευταία χρόνια) και έτσι να ισχύουν οι απαιτούμενες απαρτίες που προβλέπονται για τις ανώνυμες εταιρείες, δηλαδή το 33,34% σε επαναληπτική γενική συνέλευση.
Το βασικό ζητούμενο ωστόσο παραμένει η προσέλκυση στρατηγικού επενδυτή, διατεθειμένου να «βάλει το χέρι στην τσέπη».