Αύξηση παραγωγής που θα υπερβεί τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας προβλέπουν για το 2022 παράγοντες της ασφαλιστικής αγοράς, χωρίς ωστόσο να είναι βέβαιοι για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στο μέτωπο της κερδοφορίας.
Αυτό το μήνυμα προκύπτει από το ρεπορτάζ του Euro2day.gr, καθώς οι παράγοντες του κλάδου αναμένουν τόνωση της παραγωγής τόσο στα προϊόντα του κλάδου ζωής όσο και στις γενικές καλύψεις.
«Όλα δείχνουν πως η ζήτηση για επενδυτικά-αποταμιευτικά προϊόντα θα αυξηθεί περαιτέρω, από τη στιγμή που οι τράπεζες δεν φαίνονται διατεθειμένες να ανεβάσουν το ύψος των καταθετικών τους επιτοκίων, για να μην αναφερθούμε σε εκτιμήσεις ορισμένων ότι θα δούμε και επιβαρύνσεις για τους μεγάλους αποταμιευτικούς λογαριασμούς. Από την εξέλιξη αυτή, θα ωφεληθούν κυρίως (αλλά όχι μόνο) οι ασφαλιστικές εταιρείες που συνεργάζονται με τραπεζικά δίκτυα.
Παράλληλα, νέα αύξηση παραγωγής αναμένεται τόσο στον κλάδο της υγείας όσο και στους υπόλοιπους γενικούς κλάδους, οι οποίοι σε σημαντικό βαθμό επηρεάζονται από την πορεία του ΑΕΠ (επίσημη πρόβλεψη για +4,5% το 2022). Σε ό,τι αφορά τώρα τον κλάδο αυτοκινήτου, υπάρχει η ελπίδα ότι θα δούμε την παραγωγή του να ανακάμπτει φέτος μετά από πολυετή πτώση, λόγω του αυξημένου στόλου και των κινήσεων της Πολιτείας για περιορισμό των ακάλυπτων οχημάτων. Η αύξηση αυτή θα λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις, αν τελικά οι εταιρείες ανεβάσουν τα τιμολόγιά τους μετά από έντεκα χρόνια συνεχούς υποχώρησής τους», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Αντίθετα, οι ίδιοι παράγοντες δεν είναι βέβαιοι για το πώς θα εξελιχθεί η κερδοφορία των ασφαλιστικών εταιρειών μέσα στο 2022. Από τη μια πλευρά, σημειώνουν τον θετικό επηρεασμό της από το μέγεθος της παραγωγής. Από την άλλη πλευρά όμως, επικαλούνται μια σειρά σημαντικών προκλήσεων και υπενθυμίζουν ότι τα τρέχοντα επίπεδα κερδών είναι υψηλά, όπως επίσης πολύ ικανοποιητικές είναι στις περισσότερες περιπτώσεις και οι αποδοτικότητες που επιτυγχάνουν οι ασφαλιστικές εταιρείες επί των ιδίων κεφαλαίων τους.
Η μεγαλύτερη πρόκληση φαίνεται να προέρχεται από τον κλάδο του αυτοκινήτου. Ενδεικτική είναι η περίπτωση ασφαλιστικής εταιρείας που είδε τον δείκτη ζημιών της (Loss Ratio) μέσα στο 2021 να εκτινάσσεται κατά δώδεκα ποσοστιαίες μονάδες και να υπερβαίνει το 70%, όταν ο δείκτης Combined Ratio (συμπεριλαμβάνονται και οι λειτουργικές δαπάνες) προσέγγισε το 90%. Σε πολλές εταιρείες τα πράγματα είναι σαφώς χειρότερα και τα στελέχη της αγοράς απορούν για το πώς ο κλάδος θα διατηρηθεί κερδοφόρος -από τη στιγμή που φέτος αναμένεται περαιτέρω αύξηση στην οδική κυκλοφορία, άρα και στον αριθμό των τροχαίων ατυχημάτων-, αν δεν υπάρξουν ανατιμήσεις στα ασφάλιστρα.
Μια δεύτερη πρόκληση έρχεται από το κομμάτι των επενδύσεων, με τα χαρτοφυλάκια των ασφαλιστικών εταιρειών να είναι κυρίως εστιασμένα σε αμυντικούς τίτλους σταθερού εισοδήματος (κρατικά και εταιρικά ομόλογα, μερίδια ομολογιακών αμοιβαίων κεφαλαίων), οι οποίοι αφενός καρπώνονται πολύ χαμηλές επιτοκιακές αποδόσεις, αφετέρου, οι αποτιμήσεις τους κινδυνεύουν από μια ενδεχόμενη αύξηση των yields (αποδόσεων) μέσα στο 2021.
Τέλος, από το 2023 οι ασφαλιστικές εταιρείες υποχρεούνται να εφαρμόσουν το διεθνές πρότυπο IFRS 17, το οποίο αναμένεται να πιέσει τη λογιστική κερδοφορία που εμφανίζουν. Αν και αυτό προβλέπεται να φανεί στις οικονομικές καταστάσεις του 2023, οι ασφαλιστικές εταιρείες θα ξεκινήσουν από φέτος να «τρέχουν» τα νούμερά τους με βάση το νέο πρότυπο, προκειμένου να δημιουργηθεί στις λογιστικές καταστάσεις του 2023 η βάση σύγκρισης της προηγούμενης χρήσης.