Με το 96% των προμηθευτών της στην Ελλάδα και το 83% της οικονομικής δραστηριότητας που αφορά προμηθευτές εντός των τειχών, η Αθηναϊκή Ζυθοποιία ελέγχει τον κίνδυνο από τις ελλείψεις και τις ανατιμήσεις στις πρώτες ύλες, αν και χρειάστηκε να πληρώσει αυξήσεις της τάξης του 6-6,5% στους παραγωγούς κριθαριού με τους οποίους συνεργάζεται, για να τους στηρίξει σε μια συγκυρία που τα κόστη τους έχουν αυξηθεί αλλά και για να εξασφαλίσει τις απαιτούμενες ποσότητες, καθώς οι τιμές στην αγορά ξεπερνούν αυτές στα τυπικά συμβόλαια.
Η εταιρεία συνεργάζεται με 2.000 παραγωγούς σε 19 νομούς, στο πλαίσιο προγράμματος συμβολαιακής γεωργίας. Το 35% του κριθαριού που χρησιμοποιεί για πρώτη ύλη έχει πιστοποιηθεί ως προϊόν ορθής γεωργικής πρακτικής και στόχος είναι να φτάσει το 100% στο μέλλον. Έχει απορροφήσει τις ανατιμήσεις σε υλικά συσκευασίας, όπως αλουμίνιο και πλαστικό, προχωρώντας πάντως σε κάποιες οριακές αυξήσεις τον Φεβρουάριο, που δεν ξεπέρασαν όμως το 1,5% στις τιμές καταναλωτή.
Στο μέλλον δεν θα πρέπει να αποκλείονται αυξήσεις, δεδομένης της παγκόσμιας συγκυρίας, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε σε συνέντευξη Τύπου για την παρουσίαση της 5ης Έκθεσης Βιώσιμης Ανάπτυξης 2019-2020 της εταιρείας, ο Αλέξανδρος Δανιηλίδης, διευθύνων σύμβουλος της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας, μιλώντας και για τις ειδικότερες συνθήκες που επικρατούν στην εγχώρια αγορά.
Πάντως πέρα από τη διεθνή αναταραχή, η αγορά μπίρας, χάρη στην «ψήφο εμπιστοσύνης» των Ελλήνων καταναλωτών, εμφανίζει επιδόσεις καλύτερες των προσδοκιών φέτος. Αν και υπολείπεται των μεγεθών του 2019, μετά την πτώση του 2020 περίπου 25%, ευνοήθηκε από την επανεκκίνηση της ho.re.ca., σταδιακά από τον Μάιο, από τις καλές καιρικές συνθήκες αλλά και τις καλύτερες των προσδοκιών επιδόσεις του τουρισμού.
Υπενθυμίζεται ότι πέρυσι η Αθηναϊκή Ζυθοποιία εμφάνισε πτώση πωλήσεων σε όγκο 19,2% και σε αξία 18%, κλείνοντας τη χρονιά με κύκλο εργασιών 274,4 εκατ. ευρώ ή 179,1 εκατ. ευρώ, μη συμπεριλαμβανομένου του ΕΦΚ. Τα προ φόρων κέρδη μειώθηκαν κατά 69,5% στα 8,8 εκατ. ευρώ, ενώ τα καθαρά κέρδη κατά 75,6% στα 6 εκατ. ευρώ. Αύξηση σημείωσαν οι εξαγωγές, που διαμορφώθηκαν στο 10% του συνολικού τζίρου.
Η διοίκηση εμφανίζεται αισιόδοξη για την πορεία ανάπτυξης το 2022, αν και εξέφρασε επιφυλάξεις αναφορικά με την έκβαση της ενεργειακής κρίσης και τις διεθνείς τιμές πρώτων υλών.
Σύμφωνα με τον κ. Δανιηλίδη, το επενδυτικό πλάνο 2020-2021 αναμένεται να κλείσει στα 38 εκατ. ευρώ, υποστηρίζοντας τη βιώσιμη ανάπτυξη της εταιρείας που έχει συνδέσει τη δραστηριότητά της με την αειφορία σε όλη την αλυσίδα αξίας, από το χωράφι στο τραπέζι του καταναλωτή.
Ενδεικτικά σημειώνεται ότι το 95% των φιαλών που χρησιμοποιεί είναι επιστρεφόμενες ενώ επενδύει συστηματικά σε έρευνα και ανάπτυξη (R&D), με στόχο την ελαχιστοποίηση των πόρων που καταναλώνονται στις παραγωγικές της μονάδες, την ανάπτυξη καινοτομίας και τη μεγιστοποίηση της προστιθέμενης αξία στα προϊόντα της.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, η Αθηναϊκή Ζυθοποιία πέτυχε πέρυσι μείωση 21% των Scope 1 εκπομπών CO2 για αγορά και καύση καυσίμου για τις ανάγκες μεταφοράς και αποθήκευσης και μείωση 14,4% για τις Scope 2, ήτοι εκπομπές από τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας. Ανακύκλωσε το 89% των αποβλήτων της, μείωσε τη χρήση νερού πάνω από 20% και τις εκπομπές CO2 από τον στόλο της κατά 17%, ενώ με τη χρήση φιλικών στο περιβάλλον ψυγείων πετυχαίνει μείωση κατανάλωσης ενέργειας σε σχέση με συμβατικές τεχνολογίες κατά 35%.
Εν κατακλείδι, η Αθηναϊκή Ζυθοποιία είναι ευθυγραμμισμένη με τη στρατηγική βιώσιμης ανάπτυξης του ομίλου HEINEKEN “Brew a better world - Raise the bar 2030” και όπως σημείωσε μεταξύ άλλων ο Αλέξανδρος Δανιηλίδης, για την Αθηναϊκή Ζυθοποιία, όπως και για τον Όμιλο της HEINEKEN συνολικά, η βιώσιμη ανάπτυξη αποτελεί εδώ και δεκαετίες βασική προτεραιότητα και σταθερή δέσμευση.
Προσθέτει ότι «η 5η κατά σειρά Έκθεση Βιώσιμης Ανάπτυξης της εταιρείας μας επιβεβαιώνει τα σπουδαία βήματα που έχουμε διανύσει ως οργανισμός, με στόχο ένα βιώσιμο μέλλον. Ιδιαίτερα, δε, σε μια πρωτόγνωρη χρονιά όπως ήταν το 2020 για ολόκληρη την υφήλιο, είναι ακόμα πιο σημαντικό το γεγονός πως όχι μόνο δεν κάναμε κανενός είδους συμβιβασμό, αλλά αντίθετα προχωρήσαμε σημαντικά στους φιλόδοξους στόχους που έχουμε θέσει. Μεταβαίνοντας σε μία νέα δεκαετία, στην οποία οι προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουμε φαίνονται να είναι ακόμη εντονότερες, είναι πλέον πιο επιτακτικό για τις μεγάλες επιχειρήσεις να ανταποκρινόμαστε όχι μόνο στον παραγωγικό μας ρόλο αλλά και να συνδυάζουμε την οικονομική με τη βιώσιμη ανάπτυξη».