Πορεία δύο ταχυτήτων φαίνεται να επικρατεί στη χρηματοδότηση των εγχώριων επιχειρήσεων, καθώς άλλες εξ αυτών δηλώνουν πως έχουν πλέον άνετη και αρκετά φτηνή πρόσβαση προς το τραπεζικό σύστημα της χώρας και ορισμένες διαμαρτύρονται γιατί η έλλειψη απαιτούμενων πιστώσεων έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια πωλήσεων, πολλές φορές και προς το εξωτερικό.
Η πλειονότητα των επιχειρήσεων εμφανίζεται πλέον αρκετά ικανοποιημένη από τη στάση των τραπεζών. Απαντήσεις διευθύνοντων συμβούλων ότι «έχουμε λεφτά όποτε τα ζητήσουμε», ή «μας τηλεφωνούν μήπως θέλουμε κάποιο δάνειο» είναι πολύ συχνές, με ελάχιστους πλέον να διαμαρτύρονται -έντονα τουλάχιστον- για το κόστος της χρηματοδότησης. «Με βάση τα τρέχοντα στοιχεία, οι ανταγωνιστές μας στο εξωτερικό δανείζονται με χαμηλότερα επιτόκια, πλην όμως, αν συγκριθούμε με αντίστοιχου μεγέθους επιχειρήσεις στην Ευρώπη -εμείς με τα δικά τους κριτήρια κατατασσόμαστε στις μεσαίες-, τότε οι διαφορές δεν είναι μεγάλες.
Γενικότερα, οι τράπεζες όχι μόνο πιέζονται από την κυβέρνηση να προχωρήσουν σε δανεισμό προς τις επιχειρήσεις, αλλά το επιθυμούν και οι ίδιες. Έχουν αντιληφθεί ότι για να ορθοποδήσουν μακροπρόθεσμα, θα πρέπει να διευρύνουν τη χορηγητική τους βάση χρηματοδοτώντας κατά κύριο λόγο τις επιχειρήσεις. Μόνο έτσι θα έρθει η ανάπτυξη στην οικονομία και μόνο με αυτό τον τρόπο οι τράπεζες θα απαλλαγούν οριστικά από το βάρος των κόκκινων δανείων τους. Ωστόσο, φοβούνται ένα δεύτερο κύμα επισφαλειών και γι’ αυτό προτιμούν να δανείζουν εταιρείες με τις οποίες συνεργάζονται χρόνια, είναι υγιείς και τις εμπιστεύονται. Είναι προφανές ότι δεν έχουν άλλα περιθώρια για πρόσθετες επισφάλειες», δηλώνει στο Euro2day.gr πρόεδρος εισηγμένης εταιρείας.
Με βάση το ρεπορτάζ, οι πιο υγιείς εταιρείες του ΧΑ δανείζονται με μέσο επιτόκιο που ξεκινά από το 2,5% και φτάνει το 3,3%. Εξίσου χαμηλά -ή και ακόμη χαμηλότερα- επιτόκια δίδονται και σε εισηγμένες χαμηλότερης πιστοληπτικής ικανότητας, υπό την προϋπόθεση ότι τα δάνεια αυτά συνοδεύονται από ισχυρές καλύψεις (π.χ. cash collateral) είτε των ίδιων των εταιρειών είτε των βασικών τους μετόχων. Για τις επιχειρήσεις μεσαίου ρίσκου, η επιβάρυνση ανεβαίνει κοντά στο 3,7% με 4%, με δεδομένο ότι το Euribor διατηρείται σε μηδενικά επίπεδα. Στην εγχώρια αγορά ομολόγων, οι αποδόσεις (yields) των πενταετών ή επταετών ομολόγων προσεγγίζουν ή υπολείπονται του 2% για τις εταιρείες υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης.
Χαρακτηριστικό στοιχείο της βελτιωμένης κατάστασης σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων αποτελεί το ότι με βάση τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, κατά το πρώτο φετινό εξάμηνο είχαμε θετική πιστωτική επέκταση +2,3% προς τον ιδιωτικό τομέα, με +6,2% προς τις επιχειρήσεις και -2,5% προς τα νοικοκυριά.
Από την άλλη, ωστόσο, υπάρχουν επιχειρήσεις και κλάδοι που συνεχίζουν να διαμαρτύρονται για την απουσία επαρκούς τραπεζικής χρηματοδότησης, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια κύκλου εργασιών και την αδυναμία τους να ανακάμψουν.
«Μπορούμε να διεκδικήσουμε πελάτες στο εξωτερικό και να πάρουμε δουλειές τους, πλην όμως δεν το κάνουμε, εξαιτίας της έλλειψης ρευστότητας που αντιμετωπίζουμε. Φέτος έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια αρκετά καλή αγορά και εμείς θα τα πάμε χειρότερα από τους ανταγωνιστές μας επειδή δεν μπορούμε να χρηματοδοτήσουμε τις πωλήσεις προς τους πελάτες μας», δηλώνει οικονομικός διευθυντής εταιρείας.
Χαρακτηριστική επίσης ήταν η παρέμβαση του προέδρου του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Κλωστοϋφαντουργίας (ΣΕΒΚ) Ελευθέριου Κούρταλη, ο οποίος σε ομιλία του, αφού τόνισε ότι «η διεθνής συγκυρία είναι ευνοϊκή, καθώς η ζήτηση των προϊόντων της στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρουσιάζει αυξητικές τάσεις», συμπλήρωσε πως «το κύριο πρόβλημα του κλάδου είναι η παντελής απουσία χρηματοδότησης των επιχειρήσεων από τις τράπεζες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η οικονομική δυνατότητα αύξησης της παραγωγής του και κατά συνέπεια, διεύρυνσης των εξαγωγών, που σήμερα, λόγω ευνοϊκής συγκυρίας, είναι εφικτή».
Επίσης, ο κ. Κούρταλης αναφέρθηκε στην «ανάγκη απλοποίησης των διαδικασιών τραπεζικής χρηματοδότησης, για να καταστεί δυνατή η προσφυγή στον τραπεζικό δανεισμό και των μικρότερων παραγωγικών μονάδων, που σήμερα αποκλείονται».
Δεν είναι όμως μόνο οι κλωστοϋφαντουργικές εταιρείες που έχουν δυσκολία πρόσβασης στην τραπεζική χρηματοδότηση, με παράγοντες της αγοράς να φοβούνται ότι ενόψει των μεγάλου ύψους κονδυλίων που θα εισρεύσει στη χώρα μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, τη μερίδα του λέοντος θα την καρπωθούν μερικές δεκάδες μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων από Ελλάδα και εξωτερικό, με μεγάλο τμήμα των εγχώριων εταιρειών, τελικά, να «μένει έξω».