Σε κεντρική επιχειρηματική στρατηγική, μετατρέπει η πανδημία covid-19 τον ψηφιακό μετασχηματισμό των επιχειρήσεων, καθώς οι πρωτόγνωρες συνθήκες που επηρέασαν το 90% των οικονομικών οντοτήτων θα τις οδηγήσει στη «λήψη μέτρων» όχι μόνο για την αποφυγή ανάλογων καταστάσεων στο μέλλον, αλλά και για την πιο αποτελεσματική τους λειτουργία σε κανονικές συνθήκες.
Αυτό «τεκμαίρεται» από έρευνα του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης και Ηλεκτρονικού Περιεχομένου (ΕΚΤ) σύμφωνα με την οποία, το 82% των επιχειρήσεων, δηλώνει ότι σκοπεύει να δώσει έμφαση στον ψηφιακό μετασχηματισμό, αξιολογώντας τον ως πολύ σημαντική (44%) ή σημαντική (38%) συνεχή αναπτυξιακή στρατηγική.
Οι τομείς προτεραιότητας
Με βάση τις απαντήσεις που έδωσαν 631 επιχειρήσεις που έλαβαν μέρος στην έρευνα, η έμφαση στις ψηφιακές τεχνολογίες αφορά όλους τους τομείς επιχειρηματικής λειτουργίας και συγκεκριμένα τη συνεχή βελτίωση και ανάπτυξη αγαθών ή υπηρεσιών (41% των επιχειρήσεων), την αναδιοργάνωση των διαδικασιών της επιχείρησης (συστήματα τύπου ERP) (32% των επιχειρήσεων), την ενίσχυση της εφοδιαστικής αλυσίδας, των παραδόσεων και της διανομής (27% των επιχειρήσεων) και την εγκατάσταση ή ανάπτυξη συστημάτων διαχείρισης πελατών (CRM) (26% των επιχειρήσεων).
Επίσης, έμφαση θα δοθεί από το 43% των επιχειρήσεων στην ενίσχυση των ψηφιακών δεξιοτήτων του προσωπικού για τη συνολική επίτευξη του ψηφιακού μετασχηματισμού τους, με τα ποσοστά να μην παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις ανάλογα με το μέγεθος των επιχειρήσεων.
Την ίδια στιγμή, πρωτοπόρες τεχνολογίες όπως η κυβερνοασφάλεια και το υπολογιστικό νέφος αξιολογούνται ως οι σημαντικότερες για τη μελλοντική ανάπτυξη των επιχειρήσεων, με ποσοστά 37% και 36% αντίστοιχα στο σύνολο των επιχειρήσεων.
Ακόμα, το 40% του συνόλου των επιχειρήσεων θεωρεί ως πολύ σημαντική πρακτική για την επέκταση τους σε νέες αγορές μετά την πανδημία τη λειτουργία ιστότοπου και το 34% των επιχειρήσεων θεωρεί πολύ σημαντική την αλληλεπίδραση με τους πελάτες σε απευθείας σύνδεση μέσω ζωντανών συζητήσεων και ψηφιακών κοινωνικών δικτύων.
Οι στρατηγικές που εφαρμόστηκαν
Όπως προαναφέρθηκε, 9 στις 10 επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσαν ότι έχουν επηρεαστεί σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, με το 22% των επιχειρήσεων να επηρεάζονται σημαντικά. Η εικόνα αυτή δεν αλλάζει ιδιαίτερα με το μέγεθος της επιχείρησης (μικρομεσαίες και μεγάλες) ή τον κύριο τομέα οικονομικής δραστηριότητας (Βιομηχανία και Υπηρεσίες).
Μεγαλύτερη επίδραση δέχθηκαν οι επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στα Νησιά Αιγαίου και την Κρήτη.
Για την αντιμετώπιση της κρίσης που προκάλεσε η πανδημία, η πλειονότητα των επιχειρήσεων υιοθέτησε κυρίως στρατηγικές με αναπτυξιακό χαρακτήρα και αποτύπωμα.
Ως κύριες στρατηγικές, σχεδόν 9 στις 10 επιχειρήσεις υιοθέτησαν μεθόδους τηλεργασίας για την απασχόληση του προσωπικού τους, 6 στις 10 επιχειρήσεις έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στον ψηφιακό τους μετασχηματισμό και σχεδόν 3 στις 10 επιχειρήσεις άλλαξαν το επιχειρησιακό τους μοντέλο για την παραγωγή αγαθών ή υπηρεσιών προσαρμοσμένων στις νέες συνθήκες.
Οι ψηφιακές τεχνολογίες χρησιμοποιήθηκαν σε ευρύ φάσμα επιχειρησιακών διαδικασιών όπως η επεξεργασία πληροφοριών ή επικοινωνίας (68% των επιχειρήσεων), η οργάνωση εργασίας, λήψη αποφάσεων ή διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού (67%), η λογιστική ή άλλες διοικητικές λειτουργίες (60%), η οργάνωση διαδικασιών ή εξωτερικών σχέσεων (57%) και η παραγωγή αγαθών και παροχή υπηρεσιών (40%).
Πλήγμα στο B2B
Λόγω των συνθηκών της πανδημίας, σε σημαντικό ποσοστό των επιχειρήσεων επηρεάστηκαν αρνητικά οι πωλήσεις και οι εξαγωγές αγαθών ή υπηρεσιών, κυρίως αυτές που αφορούν πωλήσεις σε άλλες επιχειρήσεις (Β2Β). Συγκεκριμένα, στο σύνολο της χώρας, μειωμένες εγχώριες πωλήσεις σε επιχειρήσεις παρουσίασε το 50% των επιχειρήσεων (5 στις 10) και μειωμένες εξαγωγές σε επιχειρήσεις παρουσίασε το 42% των επιχειρήσεων.
Αντίστοιχα, μειωμένες εγχώριες πωλήσεις σε καταναλωτές παρουσίασε το 38% των επιχειρήσεων και μειωμένες εξαγωγές σε καταναλωτές παρουσίασε το 27% των επιχειρήσεων.
Πάντως, η πλειονότητα των επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως μεγέθους ή περιφέρειας, δεν αντιμετώπισε προβλήματα ως προς τη δυνατότητα αγοράς πρώτων υλών, με τις δυσκολίες να επικεντρώνονται κυρίως στις εισαγωγές.
Άλλα προβλήματα που καταγράφηκαν στην έρευνα του ΕΚΤ αφορούσαν καθυστερήσεις στις εισπράξεις (52% των επιχειρήσεων), αυξημένη διοικητική συμφόρηση (41%) και σε μικρότερο βαθμό μειωμένες υπηρεσίες logistics (29%) καθώς και προβλήματα στις υφιστάμενες ψηφιακές υποδομές των επιχειρήσεων (25%).