Τον κώδωνα του κινδύνου για την επιβάρυνση των εποπτικών κεφαλαίων από τον υψηλό αναβαλλόμενο φόρο κρούει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, στην οποία αναφέρεται ότι στους επόμενους 12 μήνες, χωρίς μάλιστα να ληφθούν υπόψη οι επιπτώσεις της πανδημίας, η συμμετοχή του DTC στα εποπτικά κεφάλαια θα προσεγγίσει το 75%, από 54% -ήτοι 15,5 δισ. ευρώ- που ήταν τον Μάρτιο του 2020.
«Στην πράξη, αυτό συνεπάγεται ότι μεγάλο μέρος των εποπτικών κεφαλαίων θα εμφανίζεται ως μη καταβληθέν (με άγνωστο το χρονοδιάγραμμα καταβολής), ενώ τα δικαιώματα ψήφου θα είναι στη διάθεση μετόχων, το κεφάλαιο των οποίων θα έχει ουσιαστικά εξαϋλωθεί, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις αρχές εταιρικής διακυβέρνησης», αναφέρεται στην Έκθεση.
Αξίζει να αναφερθεί ότι το ζήτημα της αναβαλλόμενης φορολογίας απασχολεί έντονα τις διοικήσεις των τραπεζών, αλλά και την ηγεσία του οικονομικού επιτελείου και σύμφωνα με τις πληροφορίες, η κυβέρνηση εξετάζει μια σειρά από λύσεις προκειμένου να μην ενεργοποιηθεί ο νόμος Χαρδούβελη, που προβλέπει στην περίπτωση που μια τράπεζα εμφανίσει ζημιά στο σύνολο της οικονομικής χρήσης, τότε πραγματοποιείται αύξηση μετοχικού κεφαλαίου υπέρ του δημοσίου.
Πηγές του οικονομικού επιτελείου υποστηρίζουν ότι το ζήτημα θα αντιμετωπιστεί με νομοθετική πρωτοβουλία εντός του φθινοπώρου.
Βαρίδι τα NPLs
Προβληματισμός εκφράζεται στην Έκθεση και για το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων μετά την ολοκλήρωση των τιτλοποιήσεων που έχουν δρομολογήσει οι τράπεζες. Ο δείκτης των NPLs, σύμφωνα με την ΤτΕ, εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 25% περίπου, ποσοστό που εξακολουθεί να είναι το υψηλότερο (και πολλαπλάσιο) του μέσου όρου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού - SSM (2,7% και 3,2% αντίστοιχα με στοιχεία Δεκεμβρίου 2019).
Επιπρόσθετα, εκτιμάται ότι η επίπτωση στον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών από τη διενέργεια των εν λόγω συναλλαγών τιτλοποίησης θα ανέλθει κατά μέσο όρο σε 3 μονάδες. Συνεπώς, σύμφωνα με την TτE, καθίσταται σαφές ότι απαιτούνται επιπλέον ενέργειες προς την κατεύθυνση μείωσης του υφιστάμενου αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η ύπαρξη ενός ιδιαίτερα υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, περιοριστικό παράγοντα της κερδοφορίας, καθώς διατηρεί υψηλό το κόστος του πιστωτικού κινδύνου. Συνεπώς, ανάλογα με το εύρος της επιβάρυνσης των ισολογισμών των τραπεζών από τη δημιουργία νέων NPLs, το κόστος αυτό αναμένεται να επηρεάσει το καθαρό περιθώριο κέρδους τους στο μέλλον και συνακόλουθα να έχει αρνητικό αντίκτυπο στη συνολική κερδοφορία τους.
Τοn Μάρτιο του 2020, ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας (Capital Adequacy Ratio) διαμορφώθηκε σε 16,2%, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν ένα αξιόλογο μαξιλάρι ασφαλείας για να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις, αφενός, από την πανδημία και αφετέρου, από την ανάγκη ταχείας μείωσης του υφιστάμενου αποθέματος NPLs.