«Τα funds τοποθετούνται στις υποδομές κυρίως σε έργα παραχώρησης. Αυτό συμβαίνει για δύο βασικούς λόγους, αφενώς επειδή υπάρχει συνεχής ροή έργων καθώς ακόμα και στις προηγμένες χώρες, οι τρέχουσες περιβαλλοντικές απαιτήσεις καθιστούν αναγκαίες νέες, μεγάλες, επενδύσεις και η ταχεία εξέλιξη της τεχνολογίας καθιστά απαρχαιωμένα και αντιοικονομικά ακόμα και έργα που υλοποιήθηκαν σχετικά πρόσφατα και αφετέρου γιατί οι σωστά δομημένες συμβάσεις παραχώρησης μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο σταθερότητας παρέχουν την επιθυμητή ασφάλεια και τις ανάλογες αποδόσεις» υποστηρίζει η κα Βίκυ Δ. Κεφαλά, μέλος της Eπενδυτικής Eπιτροπής του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων (EFSI) της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και επικεφαλής Επικεφαλής Επενδύσεων & Αναπτυξιακών Έργων στην Consolidated Contractors Company (CCC), την μεγαλύτερη κατασκευαστική εταιρεία της Μέσης Ανατολής.
Κατά τη διάρκεια του 2018 οι ξένοι επενδυτές που επικεντρώνονται στις ευρωπαϊκές υποδομές άντλησαν (για private equity και private debt) περισσότερα από 80 δισ. ευρώ από τις αγορές, ενώ μόνο στο πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους «σήκωσαν» άλλα 30 δισ. Μάλιστα, για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια, έχουν κάνει την εμφάνισή τους και σε μεγάλους διαγωνισμούς στην Ελλάδα, όπως για την παραχώρηση της Εγνατίας Οδού, για την κατασκευή και διαχείριση του Βόρειου Οδικού Αξονα Κρήτης (ΒΟΑΚ), ενώ ετοιμάζονται να μπουν και σε νέους τομείς όπως ο οδοφωτισμός και η ενεργειακή εξοικονόμηση κτιρίων.
Η κα Κεφαλά, που πρόσφατα εξελέγη και μη εκτελεστικό μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ΟΑΣΑ, υποστηρίζει πως τόσο μέσω του EFSI (γνωστού και ως «πακέτου Γιούνκερ») και του διάδοχου χρηματοδοτικού εργαλείου (InvestEU), όσο και μέσω ιδιωτών επενδυτών υπάρχουν κεφάλαια για χρηματοδότηση έργων υποδομής και στην Ελλάδα.
«Αυτό που χρειάζεται», εξηγεί, «είναι να υπάρχουν έργα με τεχνική και οικονομική βιωσιμότητα σε ένα σταθερό επενδυτικό περιβάλλον» και προσθέτει πως προτεραιότητα και στη νέα προγραμματική περίοδο για πολλά από τα κράτη-μέλη της ΕΕ θα είναι τα έργα με συμπράξεις (ΣΔΙΤ, συμβάσεις παραχώρησης, κ.λπ) καθώς αυτό το μοντέλο δημοπράτησης μεγιστοποιεί τη συμβολή των ιδιωτών (επενδυτών, funds, κατασκευαστών, εμπορικών και αναπτυξιακών τραπεζών) στην υλοποίηση τους. Η ίδια τονίζει πως εκτός από τα παραδοσιακά έργα υποδομής, η Ελλάδα μπορεί να αξιοποιήσει τόσο τα κεφάλαια του EFSI (μέσω της ΕΤΕπ), όσο και ιδιωτικά κεφάλαια σε έργα ενεργειακής εξοικονόμησης και άλλους καινοτόμους τομείς που μέχρι σήμερα δεν έχουν ενεργοποιηθεί.
Η κινητοποίηση του ιδιωτικού τομέα στην ανάπτυξη επενδύσεων μέσω ενός μηχανισμού που αξιοποιεί περιορισμένους δημόσιους πόρους ήταν και η κεντρική ιδέα του EFSI (European Fund for Strategic Investments) που ιδρύθηκε το 2015 με αρχικό κεφάλαιο 21 δισ. ευρώ και στόχο να μοχλεύσει ιδιωτικά κεφάλαια ώστε να καλυφθεί το επενδυτικό κενό στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ειδικά μετά την οικονομική κρίση.
Επιδίωξη του απερχόμενου προέδρου της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ ήταν με κάθε ένα ευρώ κρατικού χρήματος να προσελκύονται συνολικά 15 ευρώ για επένδυση σε ένα έργο. «Μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου 2018», λέει η κα Κεφαλά, το EFSI «κατάφερε να μοχλεύσει συνολικές επενδύσεις στα κράτη – μέλη της Ε.Ε. που ξεπερνούν τα 370 δισ. ευρώ ξεπερνώντας κατά πολύ τον αρχικό στόχο των 315 δισ. ευρώ». Όμως, ακόμα και σήμερα, παρόλη τη στήριξη που παρέχεται από οργανισμούς όπως οι ΕΤΕπ, οι επενδύσεις στην Ευρώπη δεν έχουν φτάσει τα προ κρίσης επίπεδα.
Η Ελλάδα κατέλαβε την πρώτη θέση, με βάση το ΑΕΠ, στη χρηματοδότηση από το «πακέτο Γιούνκερ» καθώς ανέρχονταν σε 2,7 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2018. Πρόκειται για (δανειακά) κεφάλαια που κατευθύνθηκαν σε μεγάλα έργα όπως τα 14 περιφερειακά αεροδρόμια, ο αγωγός φυσικού αερίου ΤΑΡ, αιολικά πάρκα της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, το εργοστάσιο μπαταριών της Sunlight του ομίλου Olympia, κ.α. Επιπλέον, σύμφωνα με δημοσιευμένα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «εκτιμάται πως περίπου 856.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα ωφεληθούν από τη βελτίωση της πρόσβασης σε χρηματοδοτικά μέσα, χάρη στο EFSI για να γίνουν πιο ανταγωνιστικές, να αναπτυχθούν και να προσφέρουν περισσότερες θέσεις εργασίας».
«Με δεδομένη την επιτυχία του EFSI», λέει η κα Κεφαλά, πέρυσι «συμφωνήθηκε ενίσχυση του αρχικού ταμείου από τα 21 δισ. στα 33,5 δισ. ευρώ, με παράλληλη επέκτασή της διάρκειάς του μέχρι το τέλος του 2020 και στόχο συνολικής μόχλευσης τουλάχιστον 500 δισ. ευρώ σε επενδύσεις». Παράλληλα έχει ήδη σχεδιαστεί το διάδοχο πρόγραμμα, το «InvestEU», για την περίοδο 2021 – 2027 το οποίο επίσης θα ξεκινήσει με εγγύηση από τον προϋπολογισμό της Ε.Ε.
«Η εγγύηση του νέου Ταμείου θα ανέρχεται σε τουλάχιστον 38 δισ. ευρώ, ποσό που αναμένεται να κινητοποιήσει τουλάχιστον 650 δισ. ευρώ». Το πρόγραμμα «InvestEU» θα επικεντρωθεί σε τέσσερις άξονες: τις βιώσιμες υποδομές, την έρευνα / καινοτομία και ψηφιοποίηση, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις μεσαίας κεφαλαιοποίησης.
Ακόμα και στη Μέση Ανατολή, περιοχή στην οποία κυριαρχεί εδώ και δεκαετίες η CCC (τα κεντρικά γραφεία της οποίας βρίσκονται στην Αθήνα), τα τελευταία χρόνια καταγράφεται στροφή προς τα έργα παραχώρησης υποστηρίζει η Β. Κεφαλά. Πέρα από την επιθυμία για εξωστρέφεια, προσέλκυση ξένων εταιριών και δεξιοτήτων, αλλά και παροχή υψηλού επιπέδου υπηρεσίων, μία από τις κύριες αιτίες είναι και η βουτιά στις τιμές του πετρελαίου από το 2008 που οδήγησε τις κυβερνήσεις σε αλλαγή στρατηγικής,περικοπές δημοσίων δαπανών ακόμα και επιβολή ΦΠΑ για πρώτη φορά. Αναφέρει το παράδειγμα σχεδίου της Σαουδικής Αραβίας για την κατασκευή 5.000 σχολείων με πληρωμές διαθεσιμότητας, μία μορφή ΣΔΙΤ με βάση την οποία το δημόσιο καταβάλλει ενοίκιο στον ιδιώτη επενδυτή που χρηματοδοτεί, κατασκευάζει και διαχειρίζεται ένα έργο, ενώ το Δημόσιο παρέχει μόνο το εκπαιδευτικό κομμάτι.
Βιογραφικό
Η κα Βίκυ Δ. Κεφαλά γεννήθηκε το 1969 στην Νέα Υόρκη των ΗΠΑ. Σπούδασε Οικονομικά και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο City University της Νέας Υόρκης. Είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού τίτλου (MBA Finance) στα Χρηματοοικονομικά από το Lubin School of Business του Pace University της Νέας Υόρκης. Εργάστηκε από το 1993 μέχρι το 1995 ως Σύμβουλος Επιχειρήσεων στη Νέα Υόρκη και από το 1995 στην Ελλάδα, σε θέσεις ευθύνης στις οικονομικές διευθύνσεις των εταιριών BRITISH PETROLEUM, ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΑΣ ΑΘΗΝΩΝ και ΕΛΛΑΚΤΩΡ (ΑΚΤΩΡ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΕΙΣ). Aπό το 2012 είναι Επικεφαλής Επενδύσεων & Αναπτυξιακών Έργων στην CONSOLIDATED CONTRACTORS COMPANY, τη μεγαλύτερη κατασκευαστική εταιρία στη Μέση Ανατολή, με έμφαση σε επενδυτικά και μετοχικά θέματα μεγάλων έργων υποδομής, παγκοσμίως. Επίσης, από το Δεκέμβριο του 2015 είναι Μέλος με δικαίωμα ψήφου της Επενδυτικής Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΤΣΕ), στην ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ, στο Λουξεμβούργο. Παράλληλα, είναι μέλος του Διεθνούς Οικονομικού Φόρουμ (Global Future Council για θέματα Έργων Υποδομής) και ανεξάρτητη εμπειρογνώμων στην ΕΕ στις επιδοτήσεις του προγράμματος HORIZON2020, όπως και σε θέματα επικοινωνίας. Από τον Μάϊο του 2019 είναι Μη Εκτελεστικό Μέλος του Δ.Σ. του Οργανισμού Αστικού Συγκοινωνίων (ΟΑΣΑ).