Σοβαρές αντιδράσεις προκαλεί η απόφαση του ομίλου Γκριμάλντι να πάρει πάνω του τα δρομολόγια της Αδριατικής από την εν Ελλάδι θυγατρική του «Μινωικές Γραμμές», καθώς ενδέχεται να οδηγήσει σε απώλεια τουλάχιστον 300 θέσεων εργασίας και βεβαίως φόρων και εισφορών για το Δημόσιο και τα Ταμεία.
Με μια λακωνική ανακοίνωση στις 5 Ιανουαρίου, η εταιρεία Μινωικές Γραμμές που ελέγχεται κατά 97% από τον όμιλο Γκριμάλντι, γνωστοποίησε ότι δεν ανανέωσε τις συμβάσεις ναύλωσης των πλοίων Cruise Europa και Cruise Olympia, τα οποία δραστηριοποιούνταν στη γραμμή της Αδριατικής (Πάτρα-Ηγουμενίτσα-Ανκόνα-Τεργέστη).
Τα παραπάνω πλοία θα συνεχίσουν να εκτελούν τα τακτικά τους δρομολόγια στη γραμμή Πάτρα-Ηγουμενίτσα-Ανκόνα-Βενετία, υπό τη σημαία, πλέον, του ιταλικού ομίλου Γκριμάλντι και όχι των Μινωικών Γραμμών. Οι Μινωικές θα περιοριστούν στη γενική πρακτόρευση στην Ελλάδα των προαναφερόμενων πλοίων.
Με βάση καθαρά οικονομικά κριτήρια, η επιλογή του ομίλου Γκριμάλντι είναι στέρεη καθώς με την παραπάνω κίνηση μειώνει τα κόστη του και μπορεί επομένως να αντιμετωπίσει υπό καλύτερους όρους τη μεταβολή των λειτουργικών συνθηκών, που επικαλέστηκε ο διευθύνων σύμβουλος των Μινωικών Γραμμών κ. Αντ. Μανιαδάκης στη σημερινή του δήλωση.
Το ιταλικό Δημόσιο επιδοτεί, σύμφωνα με στελέχη της εγχώριας αγοράς, όχι μόνο τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σε πλοία νηολογημένα στη γειτονική χώρα, αλλά και τη μεταφορά φορτηγών μέσω θαλάσσιας οδού, υπό την προϋπόθεση ότι τα τακτικά δρομολόγια «πιάνουν» σε τουλάχιστον δύο ιταλικά λιμάνια. Επιπρόσθετα, ο συντελεστής φορολόγησης κερδών από επιχειρηματική δραστηριότητα είναι χαμηλότερος στην Ιταλία σε σύγκριση με την Ελλάδα.
Το όφελος από την ενδοομιλική μεταφορά εκτιμάται από τις ίδιες πηγές σε περίπου 10 εκατ. ευρώ. Στην περίπτωση που οι εκτιμήσεις δεν απέχουν από την πραγματικότητα, ο όμιλος Γκριμάλντι αποκτά ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην Αδριατική σε βάρος των ελληνόκτητων εταιρειών.
Με το «μαξιλάρι» των 10 εκατ. ευρώ μπορεί να αντιμετωπίσει ευχερέστερα την πίεση που δημιουργεί η άνοδος της τιμής του πετρελαίου, που αποτελεί τη μεγαλύτερη και την πλέον ανελαστική δαπάνη για τις ακτοπλοϊκές εταιρείες. Κάτι τέτοιο θα του προσδώσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των εγχώριων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στις γραμμές της Αδριατικής.
Παρότι η απόφαση για τη μη ανανέωση της ναύλωσης των πλοίων έχει ληφθεί από τον περασμένο Δεκέμβριο και τυπικά ισχύει από την 1 Ιανουαρίου, οι επιπτώσεις της κίνησης Γκριμάλντι στις Μινωικές Γραμμές και την εγχώρια οικονομία δεν έχουν διευκρινισθεί.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν έχει ζητήσει εγκαίρως από την εισηγμένη να αναφέρει την επίπτωση σε τζίρο, EBITDA, κερδοφορία λόγω της αποχώρησής της από τις γραμμές της Αδριατικής, ενώ δεν έχει γίνει σαφές, αν οι περίπου 300 εργαζόμενοι στα δύο πλοία θα χρησιμοποιηθούν κάπου αλλού ή θα απολυθούν.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η εισηγμένη Μινωικές Γραμμές θα χάσει το συντριπτικό μέρος του τζίρου των περίπου 100 εκατ. ευρώ που προερχόταν από τα δρομολόγια της Αδριατικής και ένα σημαντικό μέρος των περσινών της EBITDA.
Η εταιρεία «μικραίνει» και η προαναγγελία για νέα δρομολόγια στην εσωτερική αγορά με νεότευκτα πλοία δεν ακούγεται πειστική καθώς για τη ναυπήγηση και παραλαβή νέων πλοίων απαιτείται διάστημα δύο με τρία έτη. Η απόκτηση πλειοψηφικού ελέγχου στην HSW μοιάζει προς το παρόν το μοναδικό εφικτό μέσο για αναπλήρωση των χαμένων εργασιών.
Σημαντικές είναι οι επιπτώσεις και στην εγχώρια οικονομία. Το Δημόσιο και τα ταμεία χάνουν φόρους (από επιχειρηματική δραστηριότητα και αποδοχές εργαζομένων), ασφαλιστικές εισφορές, ενώ περίπου 300 εργαζόμενοι ίσως οδηγηθούν στην ανεργία. Οι επιπτώσεις στο λιμάνι της Πάτρας που αποτελούσε ως πρόσφατα την αφετηρία του δρομολογίου θα είναι μεγαλύτερες, καθώς από την αλλαγή επηρεάζονται μια σειρά από επαγγέλματα.
Για την εγχώρια ακτοπλοΐα η κίνηση του ομίλου Γκριμάλντι προδιαγράφει όξυνση του ανταγωνισμού, τη στιγμή που η ελληνική κυβέρνηση κωφεύει όχι μόνο στα αιτήματα του κλάδου αλλά και στις εκκλήσεις να προστατεύσει τις εδρεύουσες στη χώρα επιχειρήσεις από συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού, που ενδεχομένως δημιουργεί η πολιτική κρατικών επιδοτήσεων της Ιταλίας.