Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Alpha: Χαμηλή η ευελιξία σε εγχώρια αγορά εργασίας

Η ελληνική αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από χαμηλό βαθμό ευελιξίας, αναφέρει η Διεύθυνση Οικoνομικών Μελετών της Alpha Bank στο Οικονομικό Δελτίο της (Δεκέμβριος 2005), τονίζοντας παράλληλα τον εντεινόμενο ανταγωνισμό από χώρες χαμηλού κόστους.

Alpha: Χαμηλή η ευελιξία σε εγχώρια αγορά εργασίας
Τα τελευταία χρόνια η ουσιαστική αδυναμία των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών να εξέλθουν από την κατάσταση στασιμότητας των οικονομιών τους ενισχύεται από τον εντεινόμενο ανταγωνισμό από χώρες χαμηλού κόστους, αναφέρει η Alpha Bank στο Οικονομικό Δελτίο της (Δεκέμβριος 2005).

Για την ελληνική αγορά εργασίας η Alpha Bank αναφέρει πως χαρακτηρίζεται από χαμηλό βαθμό ευελιξίας για τους ακόλουθους λόγους:

α) Ο συνδυασμός του υψηλού κατώτατου μισθού, που προσδιορίζεται σε κεντρικό επίπεδο, με το πολύ υψηλό μη μισθολογικό κόστος εργασίας καθιστά την απασχόληση των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας σχεδόν απαγορευτική.

Αυτό αφορά ιδιαίτερα τους νέους-ανειδίκευτους εργαζομένους που για να αρχίσουν να αποδίδουν στην επιχείρηση χρειάζονται και ένα σημαντικό χρονικό διάστημα μαθητείας. Άνω του 40% του συνόλου των ανέργων στην Ελλάδα είναι εργαζόμενοι που ζητούν εργασία για πρώτη φορά, έναντι μόνο 19% στην ΕΕ-15.

Αυτό αποτελεί ένδειξη της μη αποτελεσματικής λειτουργίας του συστήματος προσδιορισμού των μισθολογικών αμοιβών (από το Δημόσιο και μέσω κεντρικών συλλογικών διαπραγματεύσεων), με τον προσδιορισμό του σχετικά υψηλού κατώτατου μισθού άνω του 60% του μέσου μισθού των υπαλλήλων της μεταποιητικής βιομηχανίας.

Αυτό συνδυάζεται με το επίσης πολύ υψηλό μη μισθολογικό κόστος εργασίας, ιδιαίτερα για τους νεοπροσλαμβανόμενους.

Στη Γερμανία οι απαιτήσεις των εργατικών ενώσεων προσαρμόζονται παραδοσιακά στην οικονομική φάση που διανύει η οικονομία, ενώ το τελευταίο διάστημα παρατηρείται συχνά το φαινόμενο συμφωνίας εργατικών και εργοδοτικών ενώσεων για μείωση μισθών και άλλων παροχών σε επίπεδο επιχείρησης, υπό την απειλή της μετανάστευσης της επιχείρησης σε άλλη χώρα.

Επίσης, σε πολλές σκανδιναβικές χώρες, ο προσδιορισμός των μισθών σε κεντρικό επίπεδο χρησιμοποιείται ως μηχανισμός συγκράτησης των αυξήσεων των μισθολογικών αμοιβών, με περιορισμένη την επίδραση του πολιτικού κύκλου σε αυτή τη διαδικασία. Αντίθετα, η επίδραση του πολιτικού κύκλου στον προσδιορισμό των μισθολογικών αμοιβών στην Ελλάδα είναι παραδοσιακά πολύ έντονη.

Οι εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών στην κοινωνική ασφάλιση διαμορφώνονται στο 34% του συνολικού κόστους εργασίας στην Ελλάδα, έναντι 31% στην ΕΕ-25, ενώ πολύ υψηλές και ραγδαία αυξανόμενες είναι και οι επιχορηγήσεις του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης από τον Προϋπολογισμό.



β) Η μονιμότητα των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα και το υψηλό κόστος των απολύσεων στην Ελλάδα συμβάλλουν στον περιορισμό των προσλήψεων και των προσφερόμενων θέσεων μακροχρόνιας απασχόλησης.

Άνω του 30% του συνόλου των εργαζομένων της χώρας απασχολείται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και απολαμβάνει μονιμότητα στην απασχόληση. Οι αρνητικές επιπτώσεις από αυτή τη ρύθμιση εντείνονται από το ότι η μετακίνηση εργαζομένων μέσα στο δημόσιο τομέα από υπηρεσίες στις οποίες υπάρχει πλεονάζον προσωπικό σε υπηρεσίες στις οποίες αντιμετωπίζονται μεγάλες ελλείψεις προσωπικού είναι εξαιρετικά περιορισμένη.

Αυτό οδηγεί πολλές φορές σε προβληματική λειτουργία σημαντικών υπηρεσιών του δημόσιου τομέα με μεγάλο κόστος για την οικονομία.

Όσον αφορά το κόστος της μονιμότητας για τις ΔΕΚΟ, τα ασφαλιστικά ταμεία και την οικονομία ως σύνολο, χαρακτηριστικό είναι το πρόσφατο παράδειγμα της εθελουσίας εξόδου 5,5 χιλ. υπαλλήλων του ΟΤΕ.

Η εθελούσια έξοδος 5.500 υπαλλήλων του ΟΤΕ επιβάρυνε τον ΟΤΕ και την οικονομία κατά 1,5 δισ., δηλαδή άνω των 270.000 ανά εργαζόμενο, που αντιστοιχεί σε μισθούς 5,5 ετών. Το αντίστοιχο κόστος της εθελούσιας εξόδου 33.000 υπαλλήλων της Deutsche Telekom δεν ξεπερνάει τα 110.000.

Για το υπόλοιπο εργατικό δυναμικό οι ρυθμίσεις της εργατικής νομοθεσίας προστασίας της απασχόλησης, σε συνδυασμό με το εξαιρετικά υψηλό μη μισθολογικό κόστος, συνεπάγονται υψηλό κόστος της πρόσληψης και της απόλυσης εργαζομένων.

Εξάλλου, η έλλειψη ευελιξίας των αγορών εργασίας στην Ευρώπη και στην Ελλάδα αντανακλάται στα υψηλά ποσοστά ανεργίας, ιδιαίτερα της μακροχρόνιας και της ανεργίας των νέων, και συμβάλλει στην ουσιαστική αδυναμία ανάκαμψης των ευρωπαϊκών οικονομιών.

Ειδικότερα, στην Ελλάδα συμβάλλει στην καθήλωση της παραγωγικότητας της οικονομίας και των μέσων μισθών σε χαμηλά επίπεδα, στη σταδιακή χειροτέρευση της ανταγωνιστικότητας, ιδιαίτερα μετά την ένταξη στη ζώνη του ευρώ, και στην αδυναμία προσέλκυσης ξένων επενδύσεων.

Τελευταία δε, συμβάλλει στη μετανάστευση επιχειρήσεων στις γειτονικές χώρες χαμηλού κόστους, πράγμα που ενισχύει περαιτέρω το πρόβλημα της ανεργίας, ιδιαίτερα στην ελληνική περιφέρεια. Προβλήματα έντονου ανταγωνισμού από χώρες χαμηλού κόστους σε πολλούς κλάδους παραγωγής αντιμετωπίζουν οι περισσότερες χώρες της ΕΕ-15 και ιδιαίτερα η Ελλάδα. Οι κλάδοι που επηρεάζονται είναι η κλωστοϋφαντουργία, ο τουρισμός, τα αγροτικά προϊόντα (με την αποδυνάμωση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής), τα αυτοκίνητα, τα προϊόντα πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών, ακόμα και οι κλάδοι των υπηρεσιών (που απελευθερώνονται με την υπό έκδοση Οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής).

Οι αρνητικές επιπτώσεις από αυτές τις εξελίξεις είναι μεγαλύτερες στις χώρες όπως η Ελλάδα, με τη χαμηλότερη ελαστικότητα στην αγορά εργασίας τους.

Έτσι, η αναμόρφωση της αγοράς εργασίας καθίσταται αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε, δεδομένων των ευεργετικών επιδράσεών της στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, στην αύξηση της παραγωγικής απασχόλησης, στην αποτροπή της μετανάστευσης των επιχειρήσεων από τη χώρα και στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v