Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Alpha: Αιχμές προς κυβερνήσεις για την κρίση

Οι ελληνικές κυβερνήσεις εκμεταλλεύθηκαν τα πλεονεκτήματα εύκολου και χαμηλού κόστους δανεισμού για να διοργανώσουν εκτεταμένο κύμα παροχών αναφέρει η Alpha Bank.

Alpha: Αιχμές προς κυβερνήσεις για την κρίση
Η κρίση υπερχρεώσεως της ελληνικής οικονομίας που εκδηλώθηκε στο τέλος του 2009 (μετά από ένα έτος στο οποίο οι διεθνείς αγορές δάνεισαν ευχαρίστως στο ελληνικό Δημόσιο άνω των € 100 δισ.), και η κρίση του ελληνικού δημοσίου χρέους που εξελίχθηκε ταχέως στους πρώτους μήνες του 2010, ήταν αποτέλεσμα της αποτυχίας μειώσεως των δημοσιονομικών ελλειμμάτων στην περίοδο 2001-2007, εκτιμά η Alpha Bank στο οικονομικό δελτίο.

Σύμφωνα με την Alpha oι ελληνικές κυβερνήσεις εκμεταλλεύθηκαν τα πλεονεκτήματα εύκολου και χαμηλού κόστους δανεισμού που προέκυπταν από τη λειτουργία της χώρας στη Ζώνη του Ευρώ για να διοργανώσουν εκτεταμένο κύμα παροχών προς άπαντες για ευνόητους λόγους.

Η δραστηριότητά τους αυτή όχι μόνο δεν βοήθησε αλλά έθεσε σοβαρά εμπόδια στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, κυρίως μέσω της συνεχούς επιδεινώσεως της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της καθόλη τη διάρκεια της δεκαετίας.

Οι απώλειες ανταγωνιστικότητας έφθασαν το -32,0% στην περίοδο 2001-2009. Έτσι, η δημοσιονομική εκτροπή και η συνεπαγόμενη απώλεια ανταγωνιστικότητας, ανέτρεψαν τελικά πλήρως την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας, πολύ πριν την εκδήλωση της κρίσεως δημοσίου χρέους και την εφαρμογή των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Όσα αναμφισβήτητα συγκριτικά πλεονεκτήματα και εάν έχει μία χώρα, αυτά μπορούν να αντισταθμισθούν, και η επίπτωσή τους στην ανάπτυξη να περιορισθεί, από μία πολιτική που οδηγεί σε συνεχή υπονόμευση της ανταγωνιστικότητάς της.

Η κρίση ήταν αποτέλεσμα της δημοσιονομικής εκτροπής, των γενικευμένων παροχών και, κυρίως, της αδυναμίας έγκαιρης εκλογικεύσεως του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας. Σε καμμία περίπτωση, όμως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη περιορισμένων αναπτυξιακών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας.

Οι δυνατότητες αναπτύξεως της οικονομίας περιορίσθηκαν δραστικά στην περίοδο της εκτροπής. Με τη δημοσιονομική προσαρμογή που ήδη πραγματοποιείται και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας, οι δυνατότητες αυτές αυξάνονται σημαντικά.

Για το λόγο αυτό στην περίοδο 2014-2030 θα πρέπει να αναμένονται εξαιρετικά υψηλοί ρυθμοί αυξήσεως της παραγωγικότητας της εργασίας και της απασχολήσεως στην Ελλάδα και σε κάθε περίπτωση πολύ υψηλότεροι από αυτούς που σημειώθηκαν στην περίοδο 1996-2011.

Η Ελλάδα τα τελευταία δύο χρόνια καταβάλλει μία γιγαντιαία προσπάθεια αναδιατάξεως της οικονομίας της μέσω ενός μακροχρόνιου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, κάτω από την εποπτεία και με την χρηματοδότηση της Τρόικας, δηλαδή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Σημειώνονται, ωστόσο σημαντικές καθυστερήσεις σε πολλούς τομείς και αδυναμίες εφαρμογής κρίσιμων πολιτικών, όπως, π.χ., η αδυναμία αποτελεσματικής μεταρρυθμίσεως του φορολογικού συστήματος της χώρας και ανασυγκροτήσεως των δημοσίων υπηρεσιών, βεβαιώσεως και εισπράξεως των φόρων, η μη έγκαιρη προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων και των δράσεων αξιοποιήσεως της δημόσιας περιουσίας, η μη έγκαιρη ενεργοποίηση των πολιτικών προωθήσεως των επενδύσεων που εξαρτώνται από το κράτος και εκείνων που συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η αδυναμία αντιμετωπίσεως ισχυρών ομάδων συμφερόντων για αποκατάσταση συνθηκών ισονομίας και ανταγωνισμού σε πολλούς κλάδους παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών, κ.ά.

Ως αποτέλεσμα, η σημαντική προσαρμογή που έχει επιτευχθεί έως σήμερα έχει συντελεσθεί με πολύ μεγάλο κόστος στην οικονομία της χώρας η οποία έχει βυθισθεί σε μία πρωτοφανούς σε έκταση και σε χρονική διάρκεια ύφεση, που αποτελεί από μόνη της σοβαρό εμπόδιο στην επιδιωκόμενη προσαρμογή. Τα ανωτέρω ήταν αποτέλεσμα του τρόπου που σχεδιάσθηκε, αναθεωρήθηκε πολλάκις και εφαρμόσθηκε το πρόγραμμα ομού από την Τρόικα και την ελληνική κυβέρνηση.

Η αντιμετώπιση της κρίσης

Είναι γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση που ανέλαβε να διαχειρισθεί την δημοσιονομική κρίση τον Οκτώβριο του 2009 και την κρίση δημοσίου χρέους μετά το πρώτο τρίμηνο του 2010, αλλά και το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του, ουδέποτε θεώρησαν το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής και μεταρρυθμίσεων ως μία μοναδική ευκαιρία για την εκλογίκευση της λειτουργίας του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα και για την δημιουργία μίας ισχυρής ανταγωνιστικής οικονομίας στην Ελλάδα.

Το θεώρησαν ως υποχρέωση που μας επιβλήθηκε αρχικά από τις αγορές και στη συνέχεια από την Τρόικα. Έτσι, χάθηκε πολύτιμος χρόνος, τόσο στην περίοδο από τον Οκτώβριο του 2009 έως τον Μάιο του 2010 όσο και στην μετέπειτα περίοδο που συνέβαλε στη συνεχή επιδείνωση της κρίσεως και κατέληξε στην εκτεταμένη αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους.
Στην αρχή υπήρχαν οι εκτός πραγματικότητας προεκλογικές διακηρύξεις και υποσχέσεις υπό τον μανδύα του «λεφτά υπάρχουν».

Στη συνέχεια υπήρξαν οι μετεκλογικές πρακτικές των «επιδομάτων αλληλεγγύης» από τη μία μεριά (το 3ο επίδομα μέσα στο 2009 δόθηκε στο τέλος του έτους) και από την άλλη μεριά των αλλεπάλληλων «έκτακτων εισφορών» στις μεγάλες επιχειρήσεις (τον πιο παραγωγικό και συνεπή φορολογικά τομέα της οικονομίας), της μειώσεως των φορολογικών συντελεστών και σημαντικής αυξήσεως του αφορολογήτου ορίου εισοδήματος για την συντριπτική πλειοψηφία των φορολογουμένων που δήλωναν εισοδήματα έως € 40.000, των ατελέσφορων «φόρων πολυτελείας και μεγάλης ακίνητης περιουσίας» (που επιβάρυναν δυσανάλογα αποκλειστικά στους συνεπείς φορολογούμενους, ενώ οι συνολικές εισπράξεις ήταν ελάχιστες λόγο της φοροδιαφυγής), «των φόρων στα μερίσματα και στις υπεραξίες» (όταν οι τιμές των μετοχών και τα μερίσματα καταποντίζονταν στο ελληνικό χρηματιστήριο), κ.ά. Κατά την κατάρτιση του Προϋπολογισμού του 2010, εφαρμόσθηκαν όλες εν γένει οι πολιτικά αβανταδόρικες «λύσεις», που υποτίθεται ότι θα έδιναν λύση στις πρωτοφανείς δημοσιονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπιζε η χώρα στα τέλη του 2009.

Τα ανωτέρω μέτρα και πολιτικές, που ουσιαστικά δεν έθιγαν τις βασικές συνιστώσες της πολιτικής που είχε οδηγήσει στη δημοσιονομική κρίση, ενώ αντίθετα συνιστούσαν νέες σημαντικές επιβαρύνσεις στην επιχειρηματικότητα και στις επενδύσεις σε περιουσιακά στοιχεία στην Ελλάδα δείχνοντας στο επενδυτικό κεφάλαιο την θύρα εξόδου από την Ελλάδα, δεν καθησύχασαν τις αγορές.

Έτσι, παρά την ψήφιση της εξαιρετικά σημαντικής μεταρρυθμίσεως του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων τον Απρίλιο του 2010, που ουσιαστικά αποκαθιστούσε την ισορροπία των δημοσιονομικών προοπτικών της χώρας στη μεσο-μακροπρόθεσμη περίοδο, η Ελλάδα βρέθηκε να αντιμετωπίζει πλήρη και οδυνηρή απώλεια προσβάσεως στις αγορές, γεγονός που οδήγησε στην προσφυγή της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τον Μάιο του 2010 και την έγκριση του 1ου Πακέτου Χρηματοδοτικής Ενισχύσεως (ΠΧΕ Ι) της χώρας, ύψους € 110 δισ., που δεν είχε προηγούμενο στην ιστορία.

Ανταγωνιστικότητα, μεταρρυθμίσεις, αναπτυξιακές προοπτικές

Η προαναφερθείσα απόφαση της Τρόικας να υποβαθμίσει δραστικά τη δυνητική αύξηση του ΑΕΠ της Ελλάδος για την περίοδο 2012-2030, δικαιολογήθηκε επίσης και με το εξής επιχείρημα: “Η συνεχιζόμενη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας (στην Ελλάδα) είναι εν μέρει μόνο κυκλικής φύσεως. Κατά μεγάλο μέρος, αντικατοπτρίζει τη μείωση του παραγωγικού δυναμικού στο πλαίσιο μίας διαρθρωτικής αναδιανομής των πόρων, από τα μη εμπορεύσιμα στα εμπορεύσιμα προϊόντα (αγαθά και υπηρεσίες). Συνολικά, η προηγούμενη υπόθεση σχετικά με τις μεσοπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές (3% μέση ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στην περίοδο 2015-2020) είναι επιτεύξιμη μόνον στην περίπτωση έντονης επιταχύνσεως των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδιωτικοποιήσεων. Χωρίς μία τέτοια επιτάχυνση, ο μεσοπρόθεσμος ρυθμός αυξήσεως του πραγματικού ΑΕΠ μπορεί να είναι πολύ χαμηλότερος”.

Επίσης, ένα από τα σημαντικότερα και επανερχόμενα επιχειρήματα υπέρ της υποθέσεως της χαμηλής δυνητικής αναπτύξεως της Ελλάδος στην κρίσιμη περίοδο 2012-2030, είναι η άποψη ότι η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από χαμηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα και, επομένως, όσο η αύξηση της εγχώριας ζητήσεως θα είναι χαμηλή ή αρνητική, η μεγαλύτερη αύξηση του ΑΕΠ δεν μπορεί να υποστηριχθεί μέσω εξαγωγών ή υποκαταστάσεως εισαγωγών.

Οι εκτιμήσεις αυτές και η συνεπαγόμενη υποβάθμιση των προοπτικών αναπτύξεως της ελληνικής οικονομίας, είχαν εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις στο οικονομικό κλίμα και στις τρέχουσες οικονομικές εξελίξεις στη χώρα, ενώ δεν έχουν ουσιαστικά σχέση με τις πραγματικές δυνατότητες και προοπτικές αναπτύξεως της ελληνικής οικονομίας.

Η βασική υπόθεση ότι η Ελλάδα δεν είναι διεθνώς ανταγωνιστική, ισοδυναμεί στην ουσία με ισχυρισμό ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα και αναπτυξιακές δυνατότητες. Αυτή η υπόθεση είναι θεωρητικά και εμπειρικά αστήριχτη. Ανάλογοι ισχυρισμοί διατυπώνονταν ευρέως και στην περίοδο 1990-1994 για τις προοπτικές αναπτύξεως της ελληνικής οικονομίας στην περίοδο 1994-2007, ιδιαιτέρως από στελέχη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά και από εγχώριους αναλυτές και σχολιαστές. Οι ισχυρισμοί αυτοί διαψεύσθηκαν πλήρως στα επόμενα έτη από την εντυπωσιακή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας στην περίοδο 1994-2007, που διαμόρφωσε ευνοϊκές συνθήκες και για την επιτυχή διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 2004, που με την σειρά τους έδωσαν μεγάλη αναπτυξιακή ώθηση στην ελληνική οικονομία.

Σε κάθε περίπτωση, η ανάπτυξη αυτή συνοδεύθηκε κατά κύριο λόγο από την ταχεία αύξηση των επενδύσεων (μέση ετήσια αύξηση των επενδύσεων σε εξοπλισμό στην περίοδο 2000-2008: +10,7% σε πραγματικές τιμές) και την ουσιαστική ενίσχυση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας με αύξηση της απασχολήσεως, αλλά και την αύξηση της παραγωγικότητας κατά μέσο ετήσιο ρυθμό 1,73% στην περίοδο 1996-2011. Η ανάπτυξη που επιτεύχθηκε στην περίοδο αυτή στην Ελλάδα ήταν ανάπτυξη της οικονομικής και κοινωνικής υποδομής της χώρας, αλλά και εγκαθίδρυση και ανάπτυξη μεγάλων-ανταγωνιστικών και διεθνοποιημένων επιχειρηματικών μονάδων σε όλους τους τομείς της οικονομίας.

Η ανάπτυξη αυτή αποτελεί βασικό θετικό συντελεστή που μαζί με τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της Ελλάδος αποτελούν τη βάση για μία δυναμική μελλοντική ισχυρότερη ανάπτυξη με στήριγμα την πολύ καλύτερη οργάνωση της οικονομίας, την διόρθωση των αντιοικονομικών καταστάσεων (που πράγματι εμποδίζουν την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων) και την υψηλότερη ανταγωνιστικότητα και ταχύτερα αυξανόμενη παραγωγικότητα.

Όσον αφορά τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, όπως αυτή μετράται με το σχετικό δείκτη κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, αυτή ποτέ δεν ήταν πολύ χαμηλότερα, ούτε επιδεινώθηκε περισσότερο, από τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ-27 (Διάγραμμα 3). Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται και από την εντυπωσιακή ανάπτυξη της οικονομίας της στην περίοδο 1994-2007, όπως προαναφέρθηκε. Μία οικονομία που δεν είναι ανταγωνιστική δεν αναπτύσσεται.

Το φούσκωμα της εγχώριας ζήτησης μπορεί να συμβάλει στην αύξηση του ΑΕΠ μιας οικονομίας σε μία περίοδο ύφεσης στην οικονομία, αλλά η εμπειρική έρευνα παγκοσμίως έχει δείξει ότι ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής είναι συνήθως αρνητικός όταν εφαρμόζεται επίμονα σε περίοδο υψηλής αναπτύξεως της οικονομίας. Αυτό ακριβώς αποδείχθηκε και στην Ελλάδα με την πτώση του ΑΕΠ στη διετία 2008-2009.

Επομένως, η Ελλάδα είχε υψηλή ανάπτυξη στην περίοδο 1994-2007 διότι τότε σημειώθηκε μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας και επίσης μεγάλη αύξηση της απασχολήσεως στην οικονομία. Σημειώνεται ότι στην περίοδο αυτή η Ελλάδα απορρόφησε άνω του 1 εκατ. μεταναστών, που δείχνει τις δυνατότητες αναπτύξεως που μπορεί να έχει η ελληνική οικονομία και στο μέλλον.

Επιπλέον η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, με βάση το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, σημείωσε μεγάλη βελτίωση στην 2ετία 2010-2011 (παρά τη μεγάλη πτώση του ΑΕΠ στην περίοδο αυτή, υπό την επίδραση της καταστάσεως πανικού που δημιουργήθηκε ιδιαιτέρως στο 4ο 3μηνο του 2011), η οποία θα επιταχυνθεί σημαντικά το 2012.

Αντίθετα με ό,τι ισχυρίζονται ευρέως οι αναλυτές διεθνώς, η εσωτερική πραγματική (όχι ονομαστική) υποτίμηση που έχει ήδη σημειωθεί στην Ελλάδα τους τελευταίους 18 μήνες ήταν εξαιρετικά σημαντική και υπερβαίνει το 10,0%, ενώ μία επιπλέον υποτίμηση της τάξεως του 8% έχει ήδη δρομολογηθεί για το 2012, ιδιαιτέρως μετά τα σημαντικά μέτρα δραστικής μεταρρυθμίσεως της λειτουργίας της αγοράς εργασίας και μειώσεως των μισθών και του ιδιωτικού τομέα που ελήφθησαν στο 1ο 2μηνο του 2012.

Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Φθινόπωρο 2011), η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία της Ελλάδος με βάση το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, υποτιμήθηκε κατά 3,9% το 2010, και κατά επιπλέον 2,4% το 2011, ενώ αναμένεται και νέα πραγματική υποτίμηση κατά 4,5% το 2012. Οι εκτιμήσεις αυτές, ωστόσο, δεν λαμβάνουν υπ’ όψει τις μεγάλες μειώσεις μισθών στον δημόσιο τομέα που εφαρμόζονται από τον Νοέμβριο του 2011, ενώ στον ιδιωτικό τομέα οι θεωρούμενες μειώσεις μισθών το 2010 και το 2011 έχουν υπολογισθεί με βάση την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, ενώ οι πραγματικές μειώσεις μισθών είναι πολύ μεγαλύτερες.

Επιπλέον, πολύ μεγαλύτερη θα είναι η πτώση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος το 2012, ενώ η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι στο τέλος του 2013 η Ελλάδα θα έχει ανακτήσει το σύνολο της ανταγωνιστικότητας που απώλεσε στην περίοδο 2001-2009. Αυτό σημαίνει ότι η πραγματική εσωτερική υποτίμηση που θα έχει συντελεσθεί έως το τέλος του 2013 θα υπερβαίνει το 35%.

Αυτή δε η πραγματική υποτίμηση σημειώθηκε όχι με μείωση όλων των μισθών σε πραγματικές τιμές (χαμηλών και υψηλών, παραγωγικών και μη) οριζόντια, όπως συμβαίνει με την ονομαστική υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, αλλά με μεγάλη μείωση των πολύ υψηλών μισθών ιδιαιτέρως στο δημόσιο τομέα που είχαν πολύ χαμηλή απόδοση σε παραγόμενο-προσφερόμενο προϊόν (αγαθά ή προσφερόμενες υπηρεσίες) και, το κυριότερο, με αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας μέσω της εκ βάθρων μεταρρυθμίσεως της αγοράς εργασίας και προϊόντων.

Τέλος, στις συζητήσεις περί ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψει ότι το εκτιμώμενο (από τη Eurostat) κόστος εργασίας ανά ώρα το 2010 προσδιορίσθηκε σε € 17,5 στην Ελλάδα, € 20,2 στην Ισπανία, € 26,1 στην Ιταλία, € 27,9 στην Ιρλανδία και € 33,1 στη Γαλλία. Το 2011 και το 2012, αυτό το σχετικό κόστος της Ελλάδος έχε ήδη μειωθεί σημαντικά στην Ελλάδα, ενώ έχει αυξηθεί στις περισσότερες άλλες χώρες της ΕΕ-27.

Η βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας την διετία 2010-2011, αποδεικνύεται και από τις εντυπωσιακές επιδόσεις των ελληνικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών τους τελευταίους 12 μήνες. Έτσι, με βάση τα στοιχεία του Ισοζυγίου Πληρωμών η αύξηση των εξαγωγών αγαθών χωρίς καύσιμα και πλοία ανήλθε στο 17,3% το 2011, ενώ η αύξηση του συνόλου των εξαγωγών αγαθών ανήλθε στο 18,5%, από αύξηση κατά 11,5% και το 2010.

Επίσης, οι εισπράξεις από τον εξωτερικό τουρισμό ήταν αυξημένες κατά 9,5% το 2011 και οι εισπράξεις από εξαγωγές λοιπών υπηρεσιών ήταν αυξημένες κατά 16,2%, από αύξησή τους κατά 13,8% και το 2010.

Μόνο οι εισπράξεις από την ναυτιλία ήταν μειωμένες κατά -8,6% το 2011 (επηρεάζοντας πτωτικά και την αύξηση των συνολικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών) αλλά η εξέλιξη αυτών των εισπράξεων εξαρτάται από το οικονομικό κλίμα στη χώρα και από την απώλεια εμπιστοσύνης και όχι από την εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας της εγχώριας οικονομίας.
Επιπλέον, η αξιοσημείωτη αύξηση των εξαγωγών αγαθών συμβαίνει ταυτοχρόνως με τη σημαντική πτώση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών σε σταθερές τιμές, η οποία ανήλθε στο -10,9% το 1ο 3μηνο 2011, -4,9% το 2ο 3μηνο 2011 και -4,3% στο 3ο 3μηνο 2011 και -14,2% στο 4ο 3μηνο 2011. Η πτώση των εισαγωγών υποδηλώνει (εκτός από τη μεγάλη πτώση της εγχώριας ζητήσεως) και μία τάση υποκαταστάσεως των εισαγωγών, η οποία θα αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου.

Γενικότερα, στην ελληνική οικονομία ήδη καταγράφεται σημαντική η συνεισφορά των καθαρών εξαγωγών στην αύξηση του ΑΕΠ, η οποία ανήλθε στις 3,03 π.μ. το 2009, 3,14 π.μ. το 2010 και 2,4 π.μ. το 2011. Αυτή η θετική συμβολή του εξωτερικού τομέα στην ανάπτυξη αναμένεται να επιταχυνθεί τα επόμενα έτη. Εκτός από τις ταχέως αυξανόμενες εξαγωγές αγαθών, η Ελλάδα έχει μεγάλες δυνατότητες ανταγωνιστικής αναπτύξεως του τουρισμού, όπως αποδείχθηκε από την ανάπτυξη του κλάδου το 2011 κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. Με την επιταχυνόμενη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, λόγω και των προωθούμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων όπως προαναφέρθηκε, και τη συνεχή ενίσχυση της επιχειρηματικότητας των οικονομικών μονάδων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο, ο εγχώριος τουριστικός τομέας αναμένεται να αναπτυχθεί δυναμικά και τα επόμενα έτη.

Επίσης, η Ελλάδα έχει σημαντικά έσοδα από τις διεθνείς μεταφορές (που καταγράφονται ως εξαγωγές υπηρεσιών), η εξέλιξη των οποίων αναμένεται να είναι θετική στα επόμενα έτη μετά τη σημαντική πτώση τους το 2011. Αυτό θα συμβεί, ιδιαιτέρως εάν αποκατασταθεί ένα ικανοποιητικό επίπεδο επενδυτικής εμπιστοσύνης στη χώρα, που μπορεί να επιτευχθεί με την έγκαιρη ολοκλήρωση του PSI Plus και, γενικότερα, του ΠΧΣ ΙΙ.

Συμπερασματικά, τα ανωτέρω δείχνουν ότι οι ισχυρισμοί περί μειωμένης διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελλάδος είναι εμφανώς αβάσιμοι, πολύ περισσότερο αφού οι προοπτικές αυξήσεως της παραγωγικότητας και, επομένως, και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας ενισχύονται ουσιαστικά από την ταχεία πρόοδο που πράγματι σημειώνεται στην Ελλάδα στον τομέα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Επιπροσθέτως, σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις όντως πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα στη 2ετία 2010-2011 και μάλιστα με ρυθμό που δεν σημειώθηκε σε καμμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Αυτό άλλωστε επιβεβαιώνεται και από τις τελευταίες Εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του ΔΝΤ και του ΟΟΣΑ για την πρόοδο της προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας. Άρα, στην Ελλάδα γίνονται πράγματι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, προετοιμάζοντας το έδαφος για τη δυναμική ανάπτυξη της οικονομίας από το 4ο 3μηνο του 2012 και μετά (πόσο μάλλον από το 2015 και μετά), σε συνδυασμό με τα σημαντικά ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα στους τομείς του τουρισμού και της εξοχικής κατοικίας, της ναυτιλίας, της ενέργειας και ιδιαιτέρως των ΑΠΕ, των λιμένων και του διαμετακομιστικού εμπορίου σε συνδυασμό με την αποτελεσματικότερη ανάπτυξη των οδικών και των σιδηροδρομικών μεταφορών, της γεωργίας, πολλών κλάδων της μεταποιητικής βιομηχανίας, της υγείας των λοιπών υπηρεσιών, κ.ά.

Επιπλέον, η αναπτυξιακή δυναμική της χώρας μπορεί να ενισχυθεί από το 2012 με την υλοποίηση των επενδυτικών προγραμμάτων του ΕΣΠΑ 2007-2013 που χρηματοδοτούνται σε σημαντικό βαθμό από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η υλοποίηση αυτών των προγραμμάτων καθυστέρησε σημαντικά το 2010 και το 2011, με αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη της χώρας, αλλά σήμερα υπάρχουν οι προοπτικές για επιτάχυνσή της από το 2012.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε την 19.4.2012 την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία επιτρέπονται νέοι τρόποι αξιοποιήσεως των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων, του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης και του Ταμείου Συνοχής, που είναι ακόμη διαθέσιμοι για κάθε χώρα μέλος της ΕΕ-27 που αντιμετωπίζει προβλήματα από κρίση δημοσίου χρέους και λαμβάνει Πακέτα Χρηματοδοτικής Ενίσχυσης από τη Ζώνη του Ευρώ και το ΔΝΤ. Ειδικότερα, για τις χώρες αυτές, και ιδιαίτερα για την Ελλάδα, επιτρέπεται η χρήση των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων για την παροχή εγγυήσεων σε χρηματοοικονομικά ιδρύματα (ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ή/και σε εγχώριες τράπεζες) που συμβάλλουν στη χρηματοδότηση μεγάλων έργων υποδομής που επιχορηγούνται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και το Ταμείο Συνοχής, ενώ κατά ένα σημαντικό μέρος χρηματοδοτούνται με τη μέθοδο της «αυτοχρηματοδοτήσεως», δηλαδή με δάνεια που αποπληρώνονται από τα έσοδα (π.χ., διόδια) που αποδίδουν αυτά τα έργα.

Αυτή η παρέμβαση της ΕΕ έγινε κατά κύριο λόγο για να απεμπλακούν τα μεγάλα έργα, και κυρίως οι 5 μεγάλοι αυτοκινητόδρομοι στην Ελλάδα, των οποίων η υλοποίηση έχει διακοπεί από τις αρχές του 2011 λόγω έλλειψης τραπεζικής χρηματοδοτήσεως που προήλθε αρχικά από τις ξένες τράπεζες εξαιτίας της κρίσης δημοσίου χρέους στην οποία ευρίσκεται η χώρα και των προβλημάτων ρευστότητας που αντιμετωπίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

Είναι ένα από τα σημαντικά μέτρα που προτείνει η ΕΕ για την επανεκκίνηση των επενδύσεων και της αναπτυξιακής διαδικασίας στην Ελλάδα. Με την νέα ρύθμιση τα κοινοτικά κονδύλια που είναι διαθέσιμα για την Ελλάδα (και για όσες άλλες χώρες υποβάλλουν την αναγκαία αίτηση για χρησιμοποίηση των νέων μέσων) θα χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία «μέσων επιμερισμού του κινδύνου» σε περιπτώσεις μακροπρόθεσμης χρηματοδοτήσεως έργων υποδομής στη χώρα που αδυνατούν να προσελκύσουν την αναγκαία τραπεζική χρηματοδότηση. Η πρόταση της ΕΕ απομένει τώρα να εγκριθεί και από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πράγμα που αναμένεται να γίνει εντός του Μαΐου 2012.

Τα νέα μέσα επιμερισμού του χρηματοδοτικού κινδύνου μετατρέπουν τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ-27 σε χρηματοοικονομικά μέσα προωθήσεως των επενδύσεων, μεγεθύνοντας σημαντικά τους πόρους που είναι διαθέσιμοι σε κάθε χρονική περίοδο για την χρηματοδότηση των επενδύσεων. Για παράδειγμα, η διαθέσιμη επιχορήγηση ύψους € 1,5 δισ. από το Ταμείο Συνοχής για την Ελλάδα μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά τρόπο που να διευκολύνει τη διάθεση επιπλέον € 2,25 δισ. σε δάνεια ή εγγυήσεις για τη χρηματοδότηση μεγάλων έργων υποδομής.

Πρόκειται για διαδικασία που αυξάνει σημαντικά την αποτελεσματικότητα των πόρων που είναι διαθέσιμοι από τα διαρθρωτικά ταμεία στην υλοποίηση περισσότερων και σημαντικότερων επενδυτικών σχεδίων. Τα «χρηματοδοτικά μέσα επιμερισμού του κινδύνου» θα προκύψουν από την υπογραφή συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων ή ενός εθνικού ή διεθνούς χρηματοπιστωτικού ιδρύματος το οποίο παρέχει εγγυήσεις για μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση έργων υποδομής. Με αυτό τον τρόπο οι διαθέσιμοι πόροι από τα διαρθρωτικά ταμεία καλύπτουν ένα μέρος του κινδύνου που συνδέεται με την χρηματοδότηση των ανωτέρω έργων από τράπεζες του ιδιωτικού τομέα.
 
Τουλάχιστον για τα επόμενα 3 έτη η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να απορροφήσει επενδυτικές επιχορηγήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση ύψους άνω των € 15 δισ., οι οποίες μπορούν να συνεισφέρουν σε χρηματοδότηση επενδύσεων ύψους άνω των € 30 δισ. Οι επενδύσεις αυτές, όπως και οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, μπορούν να συμβάλουν στην ανάκαμψη της οικονομίας από το 2012 και επίσης να συνεισφέρουν και στην αποτροπή μιας περαιτέρω μειώσεως της απασχολήσεως και στην ενίσχυση και του μεγάλου εγχώριου τομέα των διεθνώς μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Σημειώνεται ότι, αντίθετα με τις παραδοχές της Τρόικας, μεγάλο μέρος των κλάδων της ελληνικής οικονομίας που παράγουν μη εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες είναι σε μεγάλο βαθμό συμπληρωματικά (και όχι ανταγωνιστικά) των κλάδων των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών.

Επομένως, μπορούν να αναπτυχθούν (σε πιο βιώσιμη βάση από ό,τι στο παρελθόν) παράλληλα με τους τομείς που είναι εκτεθειμένοι στο διεθνή ανταγωνισμό. Άλλωστε, σημαντικοί κλάδοι μη εμπορεύσιμων (π.χ. το λιανικό εμπόριο) έχουν ήδη υποστεί εκ βάθρων αναδιάρθρωση, με ανάπτυξη μεγάλων και άκρως ανταγωνιστικών μονάδων και με έξοδο πολλών μικρών – μη ανταγωνιστικών επιχειρήσεων από την αγορά και διακοπή της λειτουργίας τους. Αυτή η διαδικασία έχει μεν αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση, αλλά συμβάλλει ουσιαστικά στη βελτίωση της κατανομής των παραγωγικών πόρων και της παραγωγικότητας στην εγχώρια οικονομία.

Η αναμενόμενη σταδιακή βελτίωση του κλίματος μετά την ολοκλήρωση του ΠΧΕ ΙΙ, μπορεί να συμβάλει στην έγκαιρη ανάκαμψη της εγχώριας ζητήσεως από το 4ο 3μηνο.’12, από τα πολύ χαμηλά επίπεδα του 2011. Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία, που θα πρέπει να είναι η βασική επιδίωξη των σχεδιαστών της οικονομικής πολιτικής στη χώρα, μπορεί να θέσει σε εντελώς νέα βάση τα καταναλωτικά και τα επενδυτικά σχέδια των εγχώριων οικονομικών μονάδων (νοικοκυριών και επιχειρήσεων).

Σημειώνεται ότι τα ρευστά χρηματικά διαθέσιμα των εγχώριων κατοίκων (καταθέσεις που έχουν αποσυρθεί από τις ελληνικές τράπεζες και άλλα διαθέσιμα σε θυρίδες, στο σπίτι, ή και σε τράπεζες του εξωτερικού) υπερβαίνουν τα € 70 δισ., ενώ η χρέωση αυτών των οικονομικών μονάδων του ιδιωτικού τομέα είναι χαμηλότερη στην Ελλάδα από τις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ. Αυτή η αγοραστική δύναμη θα χρησιμοποιηθεί και πάλι για κατανάλωση και επενδύσεις στην ελληνική οικονομία, μόλις οι εγχώριες οικονομικές μονάδες (οι οποίες δεν επιβαρύνονται από υπερχρέωση όπως συμβαίνει στην Ιρλανδία, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες) αισθανθούν ότι η αβεβαιότητα και οι κίνδυνοι περαιτέρω επώδυνων εξελίξεων στην ελληνική οικονομία έχουν περιορισθεί σημαντικά ή εκλείψει.

Για τους λόγους αυτούς, αντίθετα με τις υποθέσεις της Τρόικας και άλλων αναλυτών, οι προοπτικές αναπτύξεως της ελληνικής οικονομίας είναι ικανοποιητικές τόσο κατά το 2012-2013, όσο, και πολύ περισσότερο, στη μεσο-μακροχρόνια περίοδο.

Ειδικότερα, εάν ως μέσος ρυθμός αυξήσεως του ονομαστικού ΑΕΠ στην περίοδο 2012-2020 χρησιμοποιηθεί το 3,7%, αντί του 2,3% που είναι η υπόθεση της Τρόικας, μπορεί να δειχθεί ότι ο στόχος του 2020 για έναν λόγο Χρέους/ΑΕΠ ίσο με 120% είναι δυνατόν να επιτευχθεί ακόμη και χωρίς μείωση της ονομαστικής αξίας του ιδιωτικού χρέους κατά € 50 δισ. περίπου (€ 100 δισ. μείον € 50 δισ. που θεωρείται ότι θα χρησιμοποιηθούν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών). Αυτή η δεύτερη υπόθεση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αισιόδοξη, εάν συνεκτιμηθεί η μεγάλη ύφεση της περιόδου 2008-2011 και η λειτουργία της οικονομίας με βάση τη νέα, φιλική προς τις αγορές και την ανάπτυξη, θεσμική και οργανωτική διάρθρωση.

Ειδικότερα, είναι ακόμη απολύτως εφικτό, μετά την ολοκλήρωση του ΠΧΕ ΙΙ και της ανακεφαλαιοποιήσεως των τραπεζών, να περιορισθεί δραστικά η ύφεση το 2012 σε πτώση του ονομαστικού ΑΕΠ κατά -2,1% (αντί για -5,5%).

Επίσης, με την αποτελεσματική υλοποίηση του ΠΔΕ και του ΕΣΠΑ 2007-2013 και την έγκαιρη απορρόφηση των διαθεσίμων πόρων ύψους άνω των € 15 δισ. από την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι εφικτή η επίτευξη θετικού ρυθμού αναπτύξεως της οικονομίας από το 2013 και, με την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και της προσελκύσεως σημαντικών ξένων άμεσων επενδύσεων, η επίτευξη υψηλότερων ρυθμών αναπτύξεως μετά το 2013.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v