ΤτΕ: Επιβραδύνεται ο ρυθμός αύξησης επισφαλειών

Οριακή επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των επισφαλειών στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα περιγράφεται στην ενδιάμεση έκθεση για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ΤτΕ.

ΤτΕ: Επιβραδύνεται ο ρυθμός αύξησης επισφαλειών
Οριακή επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των επισφαλειών στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα περιγράφεται στην ενδιάμεση έκθεση για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ΤτΕ.

Στην έκθεση επισημαίνεται ότι οι επισφάλειες στο 9μηνο για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ανήλθαν στο 7,2% από 6,8% που είχαν κλείσει το α’ εξάμηνο του 2009.

Πηγές της ΤτΕ εκτιμούν ότι το τελευταίο τρίμηνο του έτους, ναι μεν ο ρυθμός των επισφαλειών συνεχίζει να είναι αυξητικός, ωστόσο, παρουσιάζει μια σχετική επιβράδυνση στην αύξησή του.

Στην έκθεση αναφέρεται επίσης ότι η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκε στα τέλη Σεπτεμβρίου στο 11,7% από 9,4% το Δεκέμβριο του 2008.  

Στην έκθεση υπογραμμίζεται επίσης, ότι οι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι σημείωσαν πτώση κερδοφορίας σε σχέση με το αντίστοιχο 9μηνο του 2008 κατά 42,3%, και κατά 38,6% σε επίπεδα μητρικής.


Η Ενδιάμεση Έκθεση Χρηματοπιστωτικής σταθερότητας

Αναλυτικά, η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσίευσε σήμερα την «Ενδιάμεση Έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα», η οποία καλύπτει τη χρονική περίοδο που μεσολάβησε από τη δημοσίευση της «Έκθεσης για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα» (Ιούνιος 2009) μέχρι και το Νοέμβριο. Στις εκθέσεις αυτές αναλύονται και αξιολογούνται οι παράγοντες που επηρεάζουν ή συνδέονται με τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η Ενδιάμεση Έκθεση περιλαμβάνει τις ακόλουθες ενότητες:

Ι. Σύνοψη Τάσεων και Γενική Αξιολόγηση
ΙΙ. Μακροοικονομικό Περιβάλλον
ΙΙΙ. Αγορές Χρήματος και Κεφαλαίων
IV. Ο Τραπεζικός Τομέας
V. Λοιποί Τομείς Χρηματοπιστωτικής Δραστηριότητας
- Ειδικά Θέματα

Επίσης, σε ειδικό πλαίσιο της Ενότητας I συνοψίζεται η διαμόρφωση των βασικών τραπεζικών δεικτών στα τέλη Σεπτεμβρίου, ενώ σε ειδικό πλαίσιο της Ενότητας IV περιγράφεται γενικά ο ρόλος και η σημασία των συστημάτων πληροφοριών πιστωτικής συμπεριφοράς και, ειδικότερα, ο σκοπός και οι λειτουργίες της «Τειρεσίας Α.Ε.». Επιπλέον, η ενότητα των Ειδικών Θεμάτων παρέχει ενημερωτική πληροφόρηση σε τέσσερα ζητήματα:
• Κυοφορούμενη νέα αρχιτεκτονική του πλαισίου της ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής εποπτείας
• Υπερκυκλικότητα της οικονομίας, που απορρέει από τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ του χρηματοπιστωτικού και του πραγματικού τομέα
• Διασύνδεση του κινδύνου αναχρηματοδότησης των χρηματοπιστωτικών οργανισμών με τον κίνδυνο ρευστότητας αγοράς
• Συστήματα εγγύησης καταθέσεων, επενδυτικών υπηρεσιών, επενδύσεων και ασφαλίσεων που λειτουργούν στην Ελλάδα.

Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

Στους μήνες που μεσολάβησαν από τη δημοσίευση της Έκθεσης για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα (Ιούνιος 2009), οι προσδιοριστικοί παράγοντες της σταθερότητας του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος άσκησαν τις επιρροές τους προς διαφορετικές κατευθύνσεις:

• Οι ενδείξεις σταθεροποίησης της παγκόσμιας και της ευρωπαϊκής οικονομίας έχουν επιδράσει προς θετική κατεύθυνση, αλλά η επίδραση αυτή αντισταθμίζεται από το γεγονός ότι η συμπίεση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας συντελείται με χρονική υστέρηση, σε σύγκριση με άλλες χώρες.

• Οι συνθήκες στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων σταδιακά εξομαλύνονται, αλλά με κατάλοιπους κραδασμούς και με κατά καιρούς όξυνση των πιέσεων, ιδίως για οικονομίες που κατά την αντίληψη των αγορών χρειάζεται να επιβεβαιώσουν με συγκεκριμένα μέτρα και χρονοδιαγράμματα δράσης τη θέληση και την ικανότητα να θεραπεύσουν τις μεγάλες δημοσιονομικές ανισορροπίες και τις χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες τους.

Όπως διαμορφώνεται τώρα το διεθνές περιβάλλον, η αντιστροφή του αρνητικού για την Ελλάδα κλίματος των αγορών αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει άμεσα η μακροοικονομική πολιτική.

Η ικανότητα της εγχώριας οικονομίας να παρακολουθήσει τους ρυθμούς και να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες της διαφαινόμενης παγκόσμιας οικονομικής ανάκαμψης, καθώς αυτή θα παγιώνεται, θα εξαρτηθεί καθοριστικά από την ταχύτητα με την οποία θα διορθώνονται οι δημοσιονομικές ανισορροπίες και θα αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων, των αγορών και της διεθνούς κοινότητας στις δημοσιονομικές προοπτικές και τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας.

Από την παγίωση του γενικότερου κλίματος εμπιστοσύνης θα εξαρτηθεί επίσης η ικανότητα του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος να διατηρεί και στο μέλλον την αξιοσημείωτη αντοχή που επέδειξε, ακόμη και στις πιο δύσκολες φάσεις της παγκόσμιας κρίσης.

Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε πολλές άλλες χώρες, τα αίτια των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας δεν πηγάζουν από τον τραπεζικό τομέα. Τα μέχρι στιγμής δεδομένα επιβεβαιώνουν ότι, παρά τις αρνητικές επιδράσεις του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και του κλίματος των αγορών, τα θεμελιώδη μεγέθη του ελληνικού τραπεζικού τομέα έχουν μέχρι στιγμής παραμείνει κατά βάση υγιή και αφ’ εαυτών δεν εγκυμονούν κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ωστόσο, οι κατά καιρούς αντιδράσεις των διεθνών αγορών και οι δευτερογενείς επιδράσεις από τις εγχώριες οικονομικές εξελίξεις και τα μέτρα οικονομικής πολιτικής απαιτούν επαγρύπνηση.

Στις ανεπτυγμένες οικονομίες ενισχύονται τα προμηνύματα επικείμενης αλλά ήπιας και σταδιακής ανάκαμψης, ενώ στις αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας η δραστηριότητα ενδυναμώνεται. Συνολικά, διαφαίνεται ότι το 2010 η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας θα είναι βραδεία. Το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν έχει ακόμη ολοκληρώσει την πορεία επανόδου στην ομαλότητα.

Πρόσθετος χρόνος θα χρειαστεί επίσης για την πλήρη επενέργεια των πρωτοφανών έκτακτων μέτρων, τα οποία έχουν ληφθεί από τις κυβερνήσεις και τις κεντρικές τράπεζες για την αντιστάθμιση των αρνητικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ του χρηματοπιστωτικού και του πραγματικού τομέα των οικονομιών.

Σημαντικές προκλήσεις αντιμετώπισαν στη διάρκεια του έτους οι αναδυόμενες οικονομίες, μεταξύ των οποίων και οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Ωστόσο η απειλή, στις χώρες αυτές, μιας “δίδυμης κρίσης” (στο τραπεζικό σύστημα και στο ισοζύγιο πληρωμών) αποσοβήθηκε εγκαίρως.

Καθοριστικοί παράγοντες για την αποσόβηση των δυσμενέστερων σεναρίων ήταν αφενός τα αυστηρά οικονομικά μέτρα που έλαβαν οι περισσότερες από τις χώρες της περιοχής και αφετέρου η στήριξη που παρασχέθηκε από τη διεθνή κοινότητα, μέσω των αρμόδιων διεθνών οργανισμών και των ξένων πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στην περιοχή.

Πάντως, παρά τη συγκράτηση των ανισορροπιών, η βραχυχρόνια οικονομική συγκυρία στην περιοχή παραμένει ευαίσθητη, γεγονός που καθιστά ακόμη περισσότερο αναγκαία την απρόσκοπτη συνέχιση των διαρθρωτικών προσαρμογών, ώστε οι οικονομίες της περιοχής να επανέλθουν σύντομα σε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.

Μετά το α’ τρίμηνο του 2009, αποδυναμώνονταν σταδιακά οι πιέσεις στη σταθερότητα του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος από τις εξελίξεις στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων. Ενώ όμως οι γενικευμένες εντάσεις στις αγορές έχουν υποχωρήσει, οι πιέσεις κατά χώρα και κατά περίσταση δεν έχουν εξαλειφθεί.

Η τάση βελτίωσης των γενικών συνθηκών στην αγορά χρήματος, που είχε διαφανεί κατά το β’ τρίμηνο του 2009, ενισχύθηκε στο διάστημα Ιουλίου-Νοεμβρίου. Για την υποχώρηση των εντάσεων στη ζώνη του ευρώ καταλυτική ήταν η επίδραση από τις μη συμβατικές παρεμβάσεις του Ευρωσυστήματος για την παροχή ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα. Θετικές επίσης ήταν ως ένα βαθμό οι επιδράσεις από τις εξελίξεις στις αγορές ομολόγων και μετοχών. Ωστόσο η μεταβλητότητα που παρατηρήθηκε σε ορισμένες αγορές την περίοδο Οκτωβρίου-Νοεμβρίου και οξύνθηκε το Δεκέμβριο υπογραμμίζει την ανάγκη δραστικής αντιμετώπισης των βαθύτερων αιτίων της.

Στη διάρκεια του 2009 η ελληνική οικονομία εισήλθε στην περιοχή των αρνητικών ρυθμών ανόδου. Η συμπίεση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας έχει επιδράσει αρνητικά στην καθαρή χρηματοοικονομική θέση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Από την άλλη πλευρά, παρατηρήθηκε ελάφρυνση του χρεωστικού τους βάρους, λόγω της σταδιακής αποκλιμάκωσης των επιτοκίων των τραπεζικών χορηγήσεων, που συνολικά στη διάρκεια του έτους ήταν αισθητή, συντελέστηκε όμως βαθμιαία και συνοδευόταν από αυστηρότερα, σε σύγκριση με το παρελθόν, κριτήρια έγκρισης των αιτημάτων χρηματοδότησης.

Β. ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΤΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ

Οι ως άνω εξελίξεις επηρέασαν, όπως ήταν επόμενο, τα αποτελέσματα και τους δείκτες του τραπεζικού τομέα. Σε γενικές γραμμές, η σημαντική υποχώρηση της κερδοφορίας που παρατηρήθηκε κατά το α’ εξάμηνο του 2009, έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2008, συνεχίστηκε και στο γ’ τρίμηνο του 2009.

Την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2009, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2008, τα κέρδη προ φόρων των ελληνικών τραπεζών και των ομίλων τους υποχώρησαν κατά 38,6% και 42,3% αντίστοιχα, ενώ ενίσχυση εμφάνισε ο τεκμαιρόμενος βαθμός έκθεσης στον πιστωτικό κίνδυνο και στον κίνδυνο αγοράς. Μικρή ήταν η υποχώρηση του κινδύνου ρευστότητας, ενώ ενισχύθηκαν οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας.

Καθοριστική συμβολή στη μείωση της κερδοφορίας είχε η σημαντική αύξηση των προβλέψεων για την κάλυψη των ζημιών από δάνεια σε καθυστέρηση. Αντίθετα, θετική συμβολή στην κερδοφορία είχαν οι ευνοϊκές συνθήκες που επικράτησαν στις αγορές κεφαλαίων, οι οποίες επέτρεψαν την ενίσχυση των καθαρών εσόδων από χρηματοοικονομικές πράξεις σε περίοδο περιορισμού των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες. Επίσης θετική συμβολή στα μεγέθη των τραπεζών και των ομίλων τους είχαν, κατά την περίοδο που εξετάζεται, η αποκλιμάκωση του κόστους άντλησης κεφαλαίων, λόγω και των μέτρων της ΕΚΤ, καθώς επίσης η αξιοποίηση των κυβερνητικών μέτρων ενίσχυσης της ρευστότητας της οικονομίας (Ν. 3723/2008).

Εξαιτίας των πιέσεων που ασκήθηκαν στην καθαρή χρηματοοικονομική θέση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, ο λόγος των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο δανείων τον Σεπτέμβριο 2009 ανήλθε σε 7,2%. Πάντως, ο ρυθμός ανόδου του λόγου αυτού επιβραδυνόταν στη διάρκεια του έτους (β’ τρίμηνο 2009: 6,8%, α’ τρίμηνο 2009: 6%, Δεκέμβριος 2008: 5%).

Άνοδος του ποσοστού των καθυστερήσεων παρατηρήθηκε σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες δανείων. Παρατηρήθηκε επίσης αισθητή μείωση του ποσοστού κάλυψης των δανείων σε καθυστέρηση από τις συσσωρευμένες προβλέψεις. Οι συνθήκες αυτές επιβάλλουν στις τράπεζες το σχηματισμό αυξημένων προβλέψεων και την εφαρμογή συνετής πολιτικής όσον αφορά τις αμοιβές των στελεχών και τη διανομή των κερδών.

Ο βαθμός ρευστότητας του ελληνικού τραπεζικού τομέα βελτιώθηκε, κατά το επισκοπούμενο χρονικό διάστημα, όπως αντανακλάται στην εξέλιξη των εποπτικών δεικτών ρευστότητας και στην τάση συρρίκνωσης του λόγου χορηγήσεων προς καταθέσεις. Σημαντικοί παράγοντες που συνέβαλαν στη βελτίωση των δεικτών ρευστότητας ήταν η προσφυγή στις διευκολύνσεις του Ευρωσυστήματος και η ενίσχυση της καταθετικής βάσης.

Στους αμέσως προσεχείς μήνες επιβάλλεται οι τράπεζες να διαφοροποιούν τις πηγές άντλησης κεφαλαίων και να περιορίζουν την εξάρτηση της ρευστότητάς τους από το Ευρωσύστημα, σταθμίζοντας διαρκώς τις εναλλακτικές δυνατότητες και ευθυγραμμιζόμενες με τη στρατηγική που έχει σχεδιάσει η ΕΚΤ για τη σταδιακή απόσυρση των μη συμβατικών μέτρων στήριξης της ρευστότητας.

Σημαντική θετική εξέλιξη ήταν η ενίσχυση, στη διάρκεια του έτους, της κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών εμπορικών τραπεζών και των ομίλων τους, η οποία προήλθε κυρίως από τη σημαντική άνοδο των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων. Στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2009, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών και των ομίλων τους ανήλθε, αντίστοιχα, σε 13,2 και 11,7 (από 10,7 και 9,4 αντίστοιχα στο τέλος Δεκεμβρίου του 2008).

Μεγάλη σημασία για τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος έχει επίσης η παρατηρηθείσα ποιοτική βελτίωση των ιδίων κεφαλαίων, κυρίως λόγω της ολοκλήρωσης σημαντικών αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου με την καταβολή μετρητών. Στην παρούσα συγκυρία, επιβάλλεται οι τράπεζες να χαράζουν με διορατικότητα τη μεσοπρόθεσμη στρατηγική τους, ιδίως όσον αφορά το επιθυμητό επίπεδο της κεφαλαιακής βάσης και τη διαχείριση των επιμέρους εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης, σταθμίζοντας όχι μόνο τις τρέχουσες, αλλά και τις προβλεπόμενες χρηματοπιστωτικές και μακροοικονομικές συνθήκες και προοπτικές, οι οποίες συνεχίζουν να χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό αβεβαιότητας.

Η ανάγκη συνετής διαχείρισης των συνεπειών από την επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα και τις λοιπές χώρες στις οποίες οι τράπεζες δραστηριοποιούνται, επιβάλλει σε αυτές τη διατήρηση σημαντικών περιθωρίων κεφαλαίου, πάνω από τα ελάχιστα απαιτούμενα, μέσω ενίσχυσης κυρίως της εσωτερικής χρηματοδότησης.
 
Οι τράπεζες πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη, κατά τη χάραξη της στρατηγικής τους, και τις κυοφορούμενες αλλαγές στο διεθνές εποπτικό και ρυθμιστικό πλαίσιο. Οι αλλαγές αυτές θα συνεπάγονται, μεταξύ άλλων, γενικά αυξημένες απαιτήσεις ποσοτικής και ποιοτικής κεφαλαιακής επάρκειας, υψηλότερες προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο και πιο ισορροπημένη διάρθρωση των εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης.

Γ. ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

Στις τρεις εβδομάδες που μεσολάβησαν από την ολοκλήρωση της συγγραφής της Ενδιάμεσης Έκθεσης, ορισμένοι από τους κινδύνους και τις προκλήσεις που επισημαίνονται σε αυτήν ενδυναμώθηκαν. Τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας οδήγησαν τις αγορές σε μια γενικότερη επανεκτίμηση του πιστωτικού κινδύνου της χώρας με αποτέλεσμα τρεις οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης να υποβαθμίσουν την πιστοληπτική ικανότητά της, εξέλιξη που αναπόφευκτα επηρεάζει την πιστοληπτική διαβάθμιση και των ελληνικών τραπεζών.

Απότοκος των πιέσεων αυτών ήταν η αυξημένη μεταβλητότητα και η πτωτική τάση των τιμών των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου και των μετοχών του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Οι πιέσεις αυτές θα πρέπει να ανακοπούν για να μην δυσχεράνουν στο μέλλον την υλοποίηση των προγραμματισθέντων σχεδίων χρηματοδότησης των τραπεζών.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v