Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Alpha: Κρίσιμος ο ρόλος των τραπεζών στο έλλειμμα

Οι τράπεζες στην Ελλάδα συνέβαλαν στη συγκράτηση των ελλειμμάτων του Δημοσίου και του δημοσίου χρέους για τους ακόλουθους λόγους, αναφέρει η Alpha Bank στην τριμηνιαία οικονομική ανάλυση.

Alpha: Κρίσιμος ο ρόλος των τραπεζών στο έλλειμμα
Οι τράπεζες στην Ελλάδα συνέβαλαν στη συγκράτηση των ελλειμμάτων του Δημοσίου και του δημοσίου χρέους για τους ακόλουθους λόγους, αναφέρει η Alpha Bank στην τριμηνιαία οικονομική ανάλυση.

Πρώτον, διότι με τη χρήση του προγράμματος ενισχύσεως της ρευστότητας της οικονομίας, οι τράπεζες συνέβαλαν στην αύξηση των δημοσίων εσόδων κατά € 500 εκατ. περίπου. Δεύτερον, διότι με τη μαζική συμμετοχή τους στα προγράμματα αναχρηματοδοτήσεως του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου, συνέβαλαν στη σημαντική μείωση του spread του Δημοσίου.

Το ελληνικό χρηματοοικονομικό σύστημα (ΕΧΣ) είναι σήμερα πλήρως απελευθερωμένο από τον κρατικό παρεμβατισμό και συνδεδεμένο με το χρηματοοικονομικό σύστημα (ΧΣ) της Ζώνης του Ευρώ (ΖτΕ) και κατά συνέπεια με το παγκόσμιο ΧΣ. Οι ελληνικές τράπεζες, λειτουργούν στην ενοποιημένη και άκρως ανταγωνιστική ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, υπό την επίδραση ενός αυστηρού θεσμικού και οργανωτικού πλαισίου λειτουργίας το οποίο ισχύει για όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (EE-27).

Οι ελληνικές τράπεζες αναπτύσσονται ταχύτατα στην εγχώρια αγορά συμβάλοντας ταυτοχρόνως και στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Έχουν επίσης συμβάλει ουσιαστικά και στην ανάπτυξη του ΧΣ και των οικονομιών των χωρών της ΝΑ Ευρώπης, όπου ανταγωνίζονται τράπεζες της Αυστρίας, της Ιταλίας, της Γερμανίας, κ.ά.

Στην ενοποιημένη ευρωπαϊκή αγορά χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και στην Ελλάδα ισχύει σήμερα πλήρης ελευθερία εγκαταστάσεως των ξένων τραπεζών και άλλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων (ΧΙ) και, επιπλέον, πλήρης ελευθερία προσφοράς χρηματοοικονομικών υπηρεσιών ακόμη και χωρίς άμεση εγκατάσταση, ενώ τις ίδιες δυνατότητες έχουν και τα ελληνικά ΧΙ για τη λειτουργία τους στο σύνολο των χωρών της ΕΕ-27.

Αυτές οι δυνατότητες, σε συνδυασμό με τη λειτουργία σύγχρονων συστημάτων επικοινωνιών και πληρωμών υψηλών δυνατοτήτων και παγκοσμίου εμβέλειας έχουν αλλάξει ριζικά το ανταγωνιστικό περιβάλλον για τα ελληνικά ΧΙ.

Οι Έλληνες συναλλασσόμενοι έχουν σήμερα τη δυνατότητα να αναζητούν και να επιλέγουν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες (καταθέσεις, δάνεια, ίδια κεφάλαια, διαχείριση διαθεσίμων, κεφαλαίων, απαιτήσεων και υποχρεώσεων, ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά συμβόλαια, υπηρεσίες ιδιωτικής τραπεζικής, κ.ά.) από πολύ μεγάλο αριθμό ΧΙ (τραπεζικών, ασφαλιστικών, χρηματομεσιτικών, διαχειρίσεως κεφαλαίων, κ.ά.), ελληνικών και ευρωπαϊκών και από οποιαδήποτε χώρα του κόσμου, και από τις ανά τον κόσμο θυγατρικές τους επιχειρήσεις, υποκαταστήματα, ανταποκριτές ή συνεργάτες τους.

Το ΕΧΣ αποτελεί τον μοναδικό σχεδόν αυτοδύναμα αναπτυγμένο (χωρίς κανενός είδους κρατική επιχορήγηση ή προστασία), σύγχρονα οργανωμένο (υπακούοντας στο θεσμικό και οργανωτικό πλαίσιο λειτουργίας της ΕΕ-27) και άκρως ανταγωνιστικό τομέα της ελληνικής οικονομίας. Η δημιουργία του σύγχρονου ΕΧΣ προέκυψε από μία εντυπωσιακή και επίπονη διαδικασία μετασχηματισμών, αποκρατικοποιήσεων, προσαρμογών, συγχωνεύσεων και επενδύσεων.

Στην παρούσα εργασία παρουσιάζεται:

α) Η διάρθρωση του ΕΧΣ και το ανταγωνιστικό πλαίσιο λειτουργίας των εγχώριων ΧΙ, από τα οποία προκύπτει ο έντονος, πραγματικός ή δυνητικός, ανταγωνισμός που αντιμετωπίζουν τα ΧΙ στην παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στην εγχώρια και τις ξένες αγορές. Υπάρχει έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των ίδιων των εγχώριων ΧΙ, τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στις αγορές των χωρών της ΝΑ Ευρώπης, ενώ τα εμπόδια εισόδου ξένων ΧΙ στην ελληνική αγορά, είτε με άμεση εγκατάσταση είτε με παροχή υπηρεσιών εξ αποστάσεως, είναι ουσιαστικά ανύπαρκτα. Ήδη, μερικές ελληνικές τράπεζες ευρίσκονται υπό τον έλεγχο ευρωπαϊκών τραπεζικών ομίλων, ενώ και άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες αναπτύσσουν έντονη δραστηριότητα στην Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, ορισμένες ξένες τράπεζες διακόπτουν τη λειτουργία τους στην Ελλάδα προφανώς λόγω του έντονου ανταγωνισμού που αντιμετώπισαν.

β) Το ρυθμιστικό πλαίσιο και η εποπτεία του ΕΧΣ. Τα ελληνικά ΧΙ λειτουργούν σε ένα ολοκληρωμένο και αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας που είναι ενιαίο για όλες τις χώρες της ΕΕ-27 και ευρίσκονται υπό την αυστηρή εποπτεία της Τραπέζης της Ελλάδος, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και άλλων εποπτικών Αρχών. Ωστόσο, δεν λείπουν και οι συχνές άμεσες κυβερνητικές παρεμβάσεις σε θέματα καθημερινής λειτουργίας των εγχώριων ΧΙ που δημιουργούν συνήθως θέματα ηθικής τάξεως (moral hazard).

γ) Η συμβολή του ΕΧΣ στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Η άμεση συμβολή του χρηματοοικονομικού τομέα στο ΑΕΠ εκτιμάται στο 4,24% το 2008, ενώ ο ρυθμός αυξήσεως της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας του τομέα στην περίοδο 2001-2008 ξεπέρασε το 10% σε τρέχουσες τιμές. Ωστόσο, η συμβολή του τομέα στην ανάπτυξη της οικονομίας είναι πολύ μεγαλύτερη, όπως προκύπτει από τη συμβολή των τραπεζών και των άλλων ΧΙ (1) στη συγκέντρωση της εγχώριας αποταμιεύσεως, όπου το σύνολο των ρευστών διαθεσίμων που είναι τοποθετημένα στις τράπεζες ανερχόταν στο 96,8% του ΑΕΠ στο τέλος του 2008 και (2) στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, με τα δάνεια προς τον ιδιωτικό τομέα να ανέρχονται στα € 250,4 δισ. (102,5% του ΑΕΠ) τον Ιούλιο 2009, από € 124 δισ. (66,9% του ΑΕΠ) το 2004.

Για την πραγματοποίηση αυτής της σημαντικής πιστωτικής επεκτάσεως οι τράπεζες ενίσχυσαν την κεφαλαιακή τους βάση μέσω του χρηματιστηρίου με άντληση κεφαλαίων από τους μετόχους τους (εγχώριους και ξένους θεσμικούς και ιδιώτες επενδυτές, συνταξιοδοτικά ταμεία, Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου και Ιδιωτικού Δικαίου, κ.ά.) που στο τέλος του 2008 ξεπερνούσαν το 1.000.000, καθώς και με άντληση κεφαλαίων από τις διεθνείς αγορές ομολόγων. Σε ένα εξαιρετικά δυσμενές περιβάλλον, όσον αφορά την αντιμετώπισή τους από τα μέσα μαζικής ενημερώσεως, οι τράπεζες στην Ελλάδα απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης των πελατών τους, τους οποίους αυξάνουν συνεχώς τόσο από την πλευρά του ενεργητικού τους όσο και από την πλευρά του παθητικού τους.

Όσο δε αυξάνονται οι συναλλασσόμενοι με τις τράπεζες, τόσο αυξάνεται και το ποσοστό της επίσημης-διαφανούς οικονομίας, έναντι της παράλληλης-αδιαφανούς οικονομίας που ακόμη χαρακτηρίζει τη χώρα μας.

Αυτό αποτελεί πολύ σημαντική συμβολή στον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη της οικονομίας και θα πρέπει να αποτελεί βασικό κριτήριο κατά τον σχεδιασμό της κρατικής πολιτικής έναντι των τραπεζών, ιδιαιτέρως σήμερα όπου τα δημόσια οικονομικά της χώρας ευρίσκονται και πάλι σε κρίση, κυρίως λόγω της νέας εξάρσεως της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής. Όσον αφορά τη φορολόγηση των τραπεζών, το Ελληνικό Δημόσιο εισπράττει από τη λειτουργία των τραπεζών τα ακόλουθα: α) € 950 εκατ. περίπου από την εισφορά του ν. 128/1975 (0,6% σε επιχειρηματικά και καταναλωτικά δάνεια και 0,12% στα στεγαστικά δάνεια). β) € 635 εκατ. από το φόρο 10% στους τόκους των καταθέσεων. γ) € 300 εκατ. περίπου από τον φόρο στα κέρδη των ΧΙ με συντελεστή 25%, όπως σε όλες τις άλλες επιχειρήσεις. δ) € 350 εκατ. περίπου από τον φόρο εισοδήματος των εργαζομένων στις τράπεζες και στα άλλα ΧΙ. Συνολικά € 2,2 δισ. ετησίως.

δ) Η πολιτική επιτοκίων των ελληνικών τραπεζών και ο βαθμός χρεώσεως των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Οι ελληνικές τράπεζες μερικές φορές γίνονται αντικείμενο κριτικής: πρώτον, διότι, όπως υποστηρίζεται, έχουν συμβάλει στην υπερχρέωση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, και, δεύτερον, διότι προσφέρουν χαμηλά επιτόκια καταθέσεων και υψηλά επιτόκια χορηγήσεων, με το περιθώριο μεταξύ του μέσου επιτοκίου καταθέσεων και του μέσου επιτοκίου χορηγήσεων να είναι μεγαλύτερο από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ζώνης του Ευρώ.

Η πραγματικότητα είναι ότι τα επιτόκια που συνήθως προσφέρονται από τις τράπεζες είναι αυτά με τα οποία καλύπτεται: (1) Tο κόστος χρηματοδοτήσεως των τραπεζών για ίδια και ξένα κεφάλαια (καταθέσεις, ομολογιακά δάνεια, κ.ά.).

Το κόστος χρηματοδοτήσεως των ελληνικών τραπεζών στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου είναι σημαντικά υψηλότερο από αυτό σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, λόγω της χαμηλής διαβαθμίσεως της χώρας μας ως προς την πιστοληπτική της ικανότητα και λόγω του εξαιρετικά υψηλού περιθωρίου κινδύνου που επιβάλλεται στα κρατικά ομόλογα. Επιπλέον, η άντληση κεφαλαίων από τις τράπεζες μέσω προθεσμιακών καταθέσεων μετά τον Ιούλιο του 2008 επιβαρύνθηκε δυσανάλογα και από τα πολύ υψηλά επιτόκια στα οποία προσφέρονταν στο ελληνικό κοινό τα έντοκα γραμμάτια και τα ομόλογα του Δημοσίου. (2) Το κόστος των συναλλαγών, το οποίο είναι σημαντικά υψηλότερο στην Ελλάδα από ό,τι στις άλλες χώρες της Ζώνης του Ευρώ λόγω και του ισχύοντος καθεστώτος εργασιακών σχέσεων. (3) Το κόστος του πιστωτικού και άλλων κινδύνων που συνεπάγεται η προσφορά των διαφόρων κατηγοριών χρηματοοικονομικών μέσων, όπως οι καταθέσεις και τα δάνεια (στεγαστικά, καταναλωτικά, πιστωτικών καρτών, επιχειρηματικά μικρομεσαίων επιχειρήσεων, επιχειρηματικά μεγάλων επιχειρήσεων, κ.ά.).

Ιδιαιτέρως σε περιόδους μεγάλων οικονομικών κρίσεων, όπως η τρέχουσα, το κόστος από επισφαλείς απαιτήσεις των τραπεζών αυξάνει. Πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, στην προσπάθειά τους να περιορίσουν αυτό το κόστους για τις τράπεζές τους, έχουν εγγυηθεί ένα μεγάλο μέρος του ενεργητικού των τραπεζών, πράγμα που δεν έχει γίνει στην Ελλάδα διότι οι ελληνικές τράπεζες δεν είχαν τέτοια ανάγκη. (4) Το αναγκαίο κέρδος για τους μετόχους της τραπέζης.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι κάποιες διαφορές στα επιτόκια μεταξύ της Ελλάδος και των άλλων χωρών της Ζώνης του Ευρώ είναι αυτονόητες. Όσον αφορά τη χρέωση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στην Ελλάδα, τα στοιχεία δείχνουν ότι διαμορφώνεται σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο από ό,τι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό, άλλωστε, συνέβαλε στο να ανταπεξέλθουν τα ελληνικά ΧΙ με αξιοσημείωτη επιτυχία στις δυσκολίες που προέκυψαν από τη μεγαλύτερη παγκόσμια χρηματοοικονομική και οικονομική κρίση των τελευταίων 80 ετών.

ε) Οι ελληνικές τράπεζες και η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση. Η εξαιρετικά θετική συμβολή των ελληνικών τραπεζών στην ανάπτυξη της οικονομίας στις προηγούμενες δεκαετίες δεν αντισταθμίσθηκε από τις αρνητικές επιπτώσεις της πρόσφατης κρίσεως, όπως έγινε στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, αφού οι ελληνικές τράπεζες εξήλθαν αλώβητες από αυτή την κρίση και μάλιστα χωρίς επιβάρυνση των φορολογουμένων. Όπως σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, η ελληνική κυβέρνηση έλαβε μέτρα για τη διατήρηση της ομαλής λειτουργίας του ΕΧΣ και τη διαμόρφωση ικανοποιητικών συνθηκών ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας στην οικονομία εν μέσω της κρίσεως.

Αφού προχώρησε σε πενταπλασιασμό του ποσού των καταθέσεων τις οποίες εγγυάται το σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων, με ανάλογη αύξηση του κόστους των ασφαλίστρων που πληρώνουν οι τράπεζες, έδωσε επίσης στις τράπεζες τη δυνατότητα: (1) να ενισχύσουν περαιτέρω τους συντελεστές της κεφαλαιακής τους επάρκειας με παραχώρηση για τρία έτη προνομιούχων μετοχών τους στο κράτος έναντι τόκου 10%, (2) να χρησιμοποιήσουν την εγγύηση του Δημοσίου για συνέχιση του δανεισμού τους στις αγορές ομολόγων, στις οποίες η πρόσβαση έως τον Μάϊο 2009 ήταν δυνατή μόνο με την εγγύηση του Δημοσίου, και (3) να δανεισθούν ομόλογα του Δημοσίου για συνέχιση του δανεισμού τους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, από την οποία ο δανεισμός ήταν δυνατός με ενέχυρο ομόλογα του Δημοσίου και άλλα τιτλοποιημένα στοιχεία του ενεργητικού των τραπεζών.

Από αυτή τη διαδικασία κύρια αποτελέσματα ήταν: α) Η διατήρηση της πιστωτικής επεκτάσεως στην Ελλάδα σε ικανοποιητικά θετικά επίπεδα, έναντι αρνητικής πιστωτικής επεκτάσεως σε πολλές άλλες χώρες. β) Η συμβολή των τραπεζών στην ικανοποίηση των διογκωμένων αναγκών αναχρηματοδοτήσεως του δημοσίου χρέους (περίπου € 60 δισ. το 2009) και, κατά συνέπεια, στην πτώση του περιθωρίου κινδύνου στα κρατικά ομόλογα στις 1,3 ποσοστιαίες μονάδες από τον Ιούλιο 2009, από 2,8 ποσοστιαίες μονάδες στο πρώτο τρίμηνο του 2009. γ) Η άμεση ενίσχυση του προϋπολογισμού με € 500 εκατ. Στη συνέχεια του άρθρου παρουσιάζονται αναλυτικότερα τα ανωτέρω θέματα.

Διάρθρωση του ΕΧΣ και ανταγωνιστικό πλαίσιο λειτουργίας των ΧΙ

Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, χρηματοοικονομικά προϊόντα και υπηρεσίες προσφέρονταν το 2008 στην Ελλάδα από 517 ΧΙ, ως ακολούθως: α) Από 66 πιστωτικά ιδρύματα με έδρα ή με υποκατάστημα στην Ελλάδα. β) Από 359 θεσμικούς επενδυτές (Ασφαλιστικές εταιρίες, Οργανισμοί Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Οργανισμοί Συλλογικών Επενδύσεων). γ) Από 92 λοιπά μη-τραπεζικά ΧΙ. δ) Από 319 πιστωτικά ιδρύματα με έδρα σε άλλο κράτος μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕOΧ), που παρέχουν (ή έχουν αδειοδοτηθεί για να παρέχουν) χρηματοοικονομικές υπηρεσίες στην Ελλάδα χωρίς άμεση εγκατάσταση στη χώρα.

Το 2008 από τα πιστωτικά (ΠΙ) ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα τα 36 είναι άμεσα εγκατεστημένα στη χώρα μας. Τα 19 είναι εμπορικές τράπεζες, στις οποίες από το 2005 συμπεριλαμβάνεται και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και τα 16 συνεταιριστικές τράπεζες. Οι εμπορικές τράπεζες διαχειρίζονται το 77,6% του συνολικού ενεργητικού του ΕΧΣ. Οι συνεταιριστικές τράπεζες μαζί με το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων διαχειρίζονται μόνο το 2,0%. Αυτά τα ΠΙ έχουν αδειοδοτηθεί και εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος.

Το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων δεν θεωρείται ακόμη ΠΙ (με βάση τον ν. 3601/2007), παρότι σε μεγάλο βαθμό ανταγωνίζεται τις εγχώριες τράπεζες παρέχοντας καταθέσεις, δάνεια κ.ά. Επίσης, στην Ελλάδα στο τέλος του 2008 λειτουργούσαν 24 υποκαταστήματα ΠΙ που έχουν έδρα σε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ-27, τα οποία υπάγονται στο καθεστώς της αμοιβαίας αναγνωρίσεως (ν. 3601/2007) και εποπτεύονται από τις εποπτικές Αρχές της χώρας καταγωγής τους, καθώς και 6 υποκαταστήματα ΠΙ που έχουν έδρα σε χώρες εκτός της ΕΕ-27, η εποπτεία των οποίων ανήκει στην Τράπεζα της Ελλάδος. Τα 30 υποκαταστήματα ξένων ΠΙ διαχειρίζονται το 7,4% του συνολικού ενεργητικού του ΕΧΣ.

Επιπλέον, τραπεζικές υπηρεσίες προς ελληνικά νοικοκυριά και επιχειρήσεις παρέχουν, ή δύνανται να παρέχουν, τα 319 ΠΙ που είναι εγκατεστημένα σε άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ-27 και έχουν γνωστοποιήσει στην Τράπεζα της Ελλάδος το ενδιαφέρον τους για παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στην Ελλάδα χωρίς άμεση εγκατάσταση. Ο αριθμός των ΠΙ που επιδιώκουν να παρέχουν υπηρεσίες από μακριά στην Ελλάδα αυξάνει με γρήγορους ρυθμούς, καθώς και οι υπηρεσίες που παρέχονται.

Εκτός από τα ΠΙ, στο ΕΧΣ λειτουργούν και 359 θεσμικοί επενδυτές, που διαχειρίζονται το 10,5% του συνολικού ενεργητικού του ΕΧΣ. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται 81 ασφαλιστικές εταιρίες που διαχειρίζονται το 2,8% του ενεργητικού του ΕΧΣ και 278 Οργανισμοί Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ) με μερίδιο στο συνολικό ενεργητικό 1,8%. Στην κατηγορία αυτή συμπεριλαμβάνονται και οι φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως στην Ελλάδα με συμμετοχή κατά 5,9% στο συνολικό ενεργητικό του ΕΧΣ.

* Το οικονομικό δελτίο της Alpha Bank δημοσιεύεται στη δεξιά στήλη: "Συνοδευτικό Υλικό".

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v