Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Αναλυση της Εθνικής για ελληνική οικονομία- αγορές

Με τις επιδόσεις και τις προοπτικές ενίσχυσης των ελληνικών εξαγωγών, αλλά και με την πορεία του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου ασχολείται το μηνιαίο δελτίο ανάλυσης της ”Ελληνικής Οικονομίας και των Αγορών” της Εθνικής Τράπεζας.

Αναλυση της Εθνικής για ελληνική οικονομία- αγορές
Τις πρόσφατες εξελίξεις και τις τάσεις της ελληνικής οικονομίας και των χρηματοοικονομικών αγορών της παρουσιάζει το τεύχος Ιανουαρίου 2003 του δελτίου Aνάλυσης της Ελληνικής Οικονομίας και των Αγορών (Economic & Μarket Analysis), που κυκλοφόρησε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.

Στο δελτίο εξετάζονται: πρώτον, η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών μέσα από την ανάλυση των παραγόντων που προσδιορίζουν τη συνολική ζήτηση για τις ελληνικές εξαγωγές και, δεύτερον, διερευνώνται οι παράγοντες που συντέλεσαν στη σημαντική μείωση της διαφοράς των αποδόσεων μεταξύ ελληνικών και γερμανικών 10ετών ομολόγων, κατά 11 μονάδες βάσης μεταξύ Δεκεμβρίου 2001 και Ιανουαρίου 2003.

Η ελληνική οικονομία με βάση το ποσοστό, τόσο των εξαγωγών (24%), όσο και των εισαγωγών (30%) στο σύνολο του ΑΕΠ κατά το 2001, μπορεί να χαρακτηριστεί ως σχετικά κλειστή οικονομία συγκριτικά με το μέσο όρο της ευρωζώνης (38% και 35% αντίστοιχα).

Το γεγονός αυτό αποδίδεται, κατά κύριο λόγο, στην αρνητική επίδραση που ασκεί στην ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών το υψηλότερο μεταφορικό κόστος λόγω της μεγαλύτερης γεωγραφικής απόστασης που χωρίζει την Ελλάδα από τις κυριότερες αγορές των προϊόντων και των υπηρεσιών της.

Επισημαίνεται, ότι το μεταφορικό κόστος είναι ιδιαίτερα υψηλό για τα αγροτικά προϊόντα, τα εμπορεύματα με μεγάλο όγκο (όπως οι πρώτες ύλες), καθώς και για συγκεκριμένες υπηρεσίες, όπως ο τουρισμός.

Ωστόσο, οι εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ έχουν αυξηθεί κατά περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες τα τελευταία 15 χρόνια. Επιπλέον, το μερίδιο αγοράς των ελληνικών εξαγωγών έχει αυξηθεί, κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, από 5,3% το 1990 σε 6,5% το 2001, απόδειξη ότι η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγών έχει βελτιωθεί, παρά την ανατίμηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας κατά 7% την ίδια χρονική περίοδο.

Η αύξηση αυτή του μεριδίου των ελληνικών εξαγωγών αποδίδεται κυρίως στην ποιοτική τους αναβάθμιση κατά την τελευταία δεκαετία (αύξηση μεριδίου αγαθών με υψηλότερη ποιότητα και σχετική βελτίωση ποιότητας τουριστικών αφίξεων), καθώς και στη γεωγραφική τους αναδιάρθρωση (αυξανόμενο μερίδιο εξαγωγών προς Βαλκανικές χώρες και χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης).

Για την ποσοτικοποίηση των επιπτώσεων της ανταγωνιστικότητας κόστους και των διακυμάνσεων της διεθνούς οικονομικής δραστηριότητας στο επίπεδο των ελληνικών εξαγωγών, η Εθνική εκτιμά μια συνάρτηση μακροχρόνιας ζήτησης εξαγωγών, καθώς και ένα οικονομετρικό υπόδειγμα της δυναμικής προσαρμογής των εξαγωγών στο επίπεδο μακροχρόνιας ισορροπίας.

Τα βασικότερα συμπεράσματα που προκύπτουν από την ποσοτική αυτή ανάλυση είναι:

* Η εισοδηματική ελαστικότητα των ελληνικών εξαγωγών αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας (1,5 την περίοδο 1994-2001 σε σύγκριση με 0,8 κατά την περίοδο 1985-1993) σε επίπεδα ανάλογα με εκείνα της ευρωζώνης, αντανακλώντας την αυξανόμενη ποιότητα των ελληνικών εξαγωγών.

Αυτό σημαίνει, ανφέρεται, ότι ως αποτέλεσμα της διεθνοποίησης κατά την τελευταία δεκαετία, η ελληνική οικονομία έγινε πιο ευαίσθητη στις διακυμάνσεις της διεθνούς οικονομικής δραστηριότητας. Συγκεκριμένα, μια αύξηση του ΑΕΠ στις χώρες της ΕΕ κατά 1% οδηγεί μακροπρόθεσμα σε αύξηση των ελληνικών εξαγωγών κατά 1,5% και κατά συνέπεια σε αύξηση του ΑΕΠ της Ελλάδας κατά 0,4%. Το αντίθετο συμβαίνει στην περίπτωση μιας μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας στην ΕΕ.

Η ελαστικότητα τιμής των ελληνικών εξαγωγών είναι χαμηλότερη συγκριτικά με το μέσο όρο της ευρωζώνης, γεγονός το οποίο μπορεί εν μέρει να αποδοθεί στο σημαντικό μερίδιο των υπηρεσιών στο σύνολο των ελληνικών εξαγωγών, οι οποίες χαρακτηρίζονται από ένα σχετικά υψηλό βαθμό διαφοροποίησης.

Καταλήγοντας η Εθνική τονίζει ότι για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών εξαγωγών και την αύξηση του μεριδίου αγοράς τους, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας κόστους αποτελεί αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη.

Απαιτείται συνέχιση της προσπάθειας αναβάθμισης της ποιότητας των ελληνικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, προκειμένου να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά ο ανταγωνισμός από χώρες που απειλούν το συγκριτικό μας πλεονέκτημα σε τομείς όπως ο τουρισμός, καθώς και σε μεταποιητικούς κλάδους που βασίζονται σε παραγωγικές διαδικασίες έντασης εργασίας, στις οποίες πλεονεκτούν οι αναπτυσσόμενες χώρες με συγκριτικά χαμηλότερο κόστος εργασίας.

Στο δελτίο εξετάζονται, επίσης, οι παράγοντες που συνετέλεσαν στη σημαντική μείωση της διαφοράς των αποδόσεων μεταξύ ελληνικών και γερμανικών 10ετών ομολόγων κατά 11 μονάδες βάσης μεταξύ Δεκεμβρίου 2001 και Ιανουαρίου 2003.

H μείωση αυτή, σχολιάζεται, οφείλεται κυρίως στη σημαντική επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και στη χειροτέρευση του δημοσιονομικού ελλείμματος της Γερμανίας, που είχαν ως συνέπεια, την αύξηση των αποδόσεων των γερμανικών ομολόγων.

Αυτή η άποψη ενισχύεται περαιτέρω από την αύξηση της διαφοράς ανάμεσα στις αποδόσεις των γερμανικών ομολόγων και των επιτοκίων swap κατά 11 μονάδες βάσης, ενώ η αντίστοιχη διαφορά για τα ελληνικά ομόλογα παρέμεινε σταθερή. Επιπλέον, τα βελτιωμένα μακροοικονομικά στοιχεία της Ελλάδας σε συνδυασμό με την αυξημένη ζήτηση για ομόλογα του Δημοσίου, σε μια περίοδο που οι επενδυτές αναζητούν ασφαλείς επενδύσεις με σχετικά υψηλή απόδοση, υποστήριξαν αυτή τη μείωση.

Αναφορικά με τη μελλοντική πορεία της διαφοράς των αποδόσεων μεταξύ ελληνικών και γερμανικών ομολόγων, αυτή αναμένεται να παραμείνει στα τρέχοντα επίπεδα τους επόμενους μήνες – περίπου στις 25 μονάδες βάσης – και να αυξηθεί προς το τέλος του 2003, με την ανάκαμψη της διεθνούς οικονομίας και των χρηματιστηριακών αγορών.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v