Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Οι ευρωεκλογές ξαναγράφουν το story της πράσινης μετάβασης

Η βιασύνη της προηγούμενης Κομισιόν για την πράσινη μετάβαση και πώς «πληρώθηκε» με άνοδο των ακραίων στην Ευρωβουλή. Το φάντασμα της αποβιομηχάνισης και η ανάγκη για διορθωτικές κινήσεις.

Οι ευρωεκλογές ξαναγράφουν το story της πράσινης μετάβασης

Αν και ο παραδοσιακός άτυπος συνασπισμός του ΕΛΚ, των Σοσιαλιστών και των Φιλελευθέρων διατηρεί άνετη πλειοψηφία στη νέα Ευρωβουλή και παρ’ ότι το ECR υπό την ηγεσία της Τζόρτζια Μελόνι και το ID υπό την πρωτοκαθεδρία της Μαρίν Λεπέν, που εκφράζει αμιγώς το χώρο της λαϊκίστικης ριζοσπαστικής δεξιάς, δύσκολα θα συντονιστούν ως ενιαία ομάδα στο νέο Ευρωκοινοβούλιο, η υπερ-δεξιά στροφή θεωρείται ότι θα επηρεάσει αναπόδραστα τις πράσινες πολιτικές.

Εχει μάλιστα τη σημασία του ότι οι σημαντικότερες απώλειες των «Πρασίνων» (απέσπασαν 53 έδρες, χάνοντας 18) προήλθαν από τα αντίστοιχα κόμματα της Γαλλίας και της Γερμανίας, δύο χώρες οι οποίες διόλου τυχαία παλεύουν καιρό τώρα με την αποβιομηχάνιση.

Η φυγή των βιομηχανιών προς ΗΠΑ

Τέτοιου είδους γραμμάτια εξοφλήθηκαν την Κυριακή στις κάλπες. Στη Γερμανία, η Ακροδεξιά οικειοποιήθηκε τη γκρίνια του μέσου Γερμανού, ο οποίος βλέπει εδώ και χρόνια μεγάλες μεταλλουργίες, αυτοκινητοβιομηχανίες και εταιρείες χημικών, (π.χ. Aurubis, Volkswagen, BASF) να επιλέγουν τη Β. Αμερική, με τις εκροές επενδύσεων το 2023 να φτάνουν στο θηριώδες ποσό των 93 δισ ευρώ. Το ίδιο συμβαίνει και με τη περίπτωση του μέσου Γάλλου, στη χώρα του οποίου τις τρεις τελευταίες δεκαετίες έχουν χαθεί 2,5 εκατομμύρια βιομηχανικές θέσεις εργασίας και τα 300 εργοστάσια που έχουν δημιουργηθεί από το 2017 μέχρι σήμερα, απέχουν πολύ από το να ισοφαρίσουν τις απώλειες.

Εθισμένη στην αποβιομηχάνιση τόσων δεκαετιών, στο υψηλό ενεργειακό κόστος και σε ένα ρυθμιστικό πλαίσιο 5.500 σελίδων και 850 νομοσχεδίων που έχει φέρει τα τελευταία χρόνια για τις επιχειρήσεις, όπως είχε πει πρόσφατα ο απερχόμενος πρόεδρος του ΣΕΒ, Δημήτρης Παπαλεξόπουλος, η Ευρωπαϊκή Ενωση όχι μόνο έχει ξεχάσει πώς να προσελκύει επενδύσεις, αλλά και επιμένει να ανεμίζει τη σημαία της πράσινης μετάβασης, η οποία εξαρτάται σε τεράστιο βαθμό από τη Κίνα.

Και μόνο όταν η Κίνα «φταρνίζεται», τότε η ΕΕ τρέχει πίσω από τις εξελίξεις, όπως είχε κάνει το 2023, στο πλαίσιο του εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ, όπου το Πεκίνο είχε απειλήσει με διακοπή εξαγωγών σε γάλλιο και γερμάνιο, δύο ζωτικής σημασίας μέταλλα για τους ημιαγωγούς.

Τότε η Κομισιόν είχε ζητήσει κατεπειγόντως από τις εναπομείνασες βιομηχανίες αλουμινίου να τα παράξουν. Τα μισά όμως αλουμινάδικα έχουν κλείσει τη τελευταία τριετία ή έχουν μειώσει την παραγωγή λόγω του ενεργειακού κόστους και άλλα εξετάζουν επενδύσεις σε ΗΠΑ ή Καναδά. Από τα περίπου 16 προ κρίσης smelters, σήμερα τα εν λειτουργία μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού.

Εξαρτημένη Ευρώπη από την Κίνα;

Το ζήτημα φυσικά είναι ευρύτερο, αύριο μπορεί να αφορά το πυρίτιο, το μαγνήσιο ή κάποιο άλλο ορυκτό που ελέγχεται από τη Κίνα. Εγκειται στην απόσταση μεταξύ λόγων και έργων, όπως αυτό που συμβαίνει με την πολιτική για την αυτάρκεια σε μέταλλα και τη «Πράξη για τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες» (Critical Raw Materials Act). Ενώ για παράδειγμα στο λίθιο, βασικό συστατικό για τις επαναφορτιζόμενες μπαταρίες των ηλεκτροκίνητων αυτοκινήτων, βρίσκονται στα σκαριά 20 μεγάλα έργα εξόρυξης στην ΕΕ, έχει επιβεβαιωθεί η ημερομηνία έναρξης μόνο για δύο εξ αυτών.

«Κατά την ίδια περίοδο, άλλες περιοχές τρέχουν τα δικά τους προγράμματα στήριξης κρίσιμων ορυκτών, από τις ΗΠΑ με τον νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού, μέχρι τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία που προσελκύουν νέα κεφάλαια. Επειτα από 45 χρόνια, οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν τη δημιουργία του πρώτου νέου smelter, ενώ στην Ευρώπη για ένα εργοστάσιο διύλισης υλικών μπαταρίας, ο επενδυτής καλείται να καταβάλει 2-3 φορές υψηλότερο κόστος κεφαλαίου και 20-50% υψηλότερο λειτουργικό κόστος από ό,τι στην Αμερική ή την Ασία», έγραφε σε άρθρο του στο Euractiv τον Απρίλιο, με την ιδιότητα του προέδρου της Eurometaux, ο Ευάγγελος Μυτιληναίος.

Η υπερρύθμιση

Τα ορυκτά είναι η μια πτυχή του προβλήματος, η άλλη είναι η υπερύθμιση. Στην Ιταλία για να βγάλεις μια άδεια φωτοβολταϊκού χρειάζεσαι, αν είσαι τυχερός, πέντε χρόνια και εάν όχι, δέκα χρόνια, είχε πει ο επικεφαλής της Metlen σε πρόσφατη εκδήλωση του ΣΕΒ, όταν η ίδια άδεια στον Καναδά εκδίδεται σε λίγους μήνες, καθώς εκεί είναι όλα προσανατολισμένα στην επιχειρηματικότητα και όχι στην πολιτική όπως συμβαίνει στην Ευρώπη.

Τα παραπάνω αποτυπώθηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στις κάλπες της Κυριακής. Ο Ευρωπαίος που από τη μια πλήττεται από την ακρίβεια και από την άλλη βλέπει μια Ευρώπη να ψάχνει να βρει τον δρόμο της σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, που χάνει συνεχώς ανταγωνιστικότητα, που δεν υπερτερεί τεχνολογικά και αδυνατίζει γεωπολιτικά, έστειλε το μήνυμά του.

Αυτά όλα δεν σημαίνουν ότι θα αναιρεθεί η βασική κατεύθυνση για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ότι θα καταργηθούν οι υπάρχοντες νόμοι ή ότι η ΕΕ θα επιστρέψει άρδην στην εποχή των ορυκτών καυσίμων, ωστόσο θα είναι πιο δύσκολο να περάσουν νέες πιο φιλόδοξες πολιτικές, ενώ σε κάποιες από τις υπάρχουσες θα δούμε τροποποιήσεις που πιθανότατα θα έχουν ως στόχο να μετριαστεί το βάρος που σηκώνουν οι επιχειρήσεις της Γηραιάς Ηπείρου.

Στο καλό σενάριο, μπορεί το μήνυμα των εκλογών της Κυριακής να έχει μια θετική πτυχή, να λειτουργήσει προς τις ευρωπαϊκές ελίτ ως αφύπνιση, για πολιτικές συγκράτησης της αποβιομηχάνισης και υιοθέτηση μιας πιο πραγματιστικής βάσης στην πράσινη ατζέντα. Θα μπορούσαμε να δούμε την ΕΕ να τραβά το πόδι από το πράσινο γκάζι, να λαμβάνει υπόψιν το κοινωνικό κόστος που δημιουργεί σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, να κάνει πιο εφικτή τη μετάβαση, κερδίζοντας πόντους στη μάχη της συναίνεσης.

Η καταστροφή των αγροτών

Στην ίδια λογική, θα μπορούσε να ανοίξει μια κουβέντα που ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, για τον ανταγωνισμό που υφίστανται οι Ευρωπαίοι αγρότες από φθηνά και συχνά αγνώστου ποιότητας, προϊόντα τρίτων χωρών. Για το γεγονός ότι οι ίδιοι καλούνται να λειτουργούν με πολλαπλάσια κόστη, όταν πρέπει να τηρούν κοινοτικούς κανονισμούς για φυτοφάρμακα, χημικά, λιπάσματα και άλλες Οδηγίες, που τους καθιστούν όλο και πιο αδύναμους στο παγκόσμιο παιχνίδι.

Αρκετοί πάλι θεωρούν ότι οι εξελίξεις ναι μεν θα κάνουν πιο δύσκολη την ψήφιση νέων πράσινων πολιτικών, ωστόσο η πλειονότητα των σημερινών θα μείνει ως έχει. Και αυτό, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της νομοθεσίας έχει ψηφιστεί και τώρα εναπόκειται στις χώρες της ΕΕ να την εφαρμόσουν.

Εδώ και καιρό όμως αρκετές κυβερνήσεις δείχνουν πρόθεση να ανακρούσουν πρύμναν. Τον Μάιο η Ιταλίδα πρωθυπουργός, Τζιόρτζια Μελόνι, έβαλε φρένο στις εγκαταστάσεις φωτοβολταϊκών σε αγροτικές εκτάσεις αποκαλώντας τα απειλή για την αυτάρκεια της χώρας σε τρόφιμα.

Την περασμένη εβδομάδα, το Βερολίνο πήρε ένα πρώτο «πράσινο φως» από την Κομισιόν για να συνεχίσει να στηρίζει τις μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με φυσικό αέριο, ώστε να εξισορροπεί το δίκτυο, όταν υπάρχει κενό στην προσφορά των ΑΠΕ. Σε μια κίνηση που δείχνει ότι η Κομισιόν επιχειρεί να φανεί ευέλικτη, το γερμανικό αίτημα έλαβε την καταρχήν έγκριση, γεγονός ωστόσο που ίσως επηρεάσει τους πράσινους στόχους της χώρας.

Στα καθ' ημάς, τον Απρίλιο, η ελληνική κυβέρνηση, από τους πιο πιστούς μέχρι πρότινος οπαδούς των πράσινων ευρωπαϊκών πολιτικών, εξέφρασε την αντίρρησή της στην κοινοτική πρόταση, η ΕΕ να παράγει το 2040 λιγότερες κατά 90% εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Ήταν μια πρόγευση της νέας προσέγγισης που ακολουθεί πλέον και η Ελλάδα, η οποία δείχνει να προκρίνει μια πιο συντηρητική πολιτική απέναντι στα δυσθεώρητα κόστη, και ενώ γίνεται όλο και πιο σαφές ότι προτεραιότητα έχουν οι επενδύσεις για τη προσαρμογή στη κλιματική αλλαγή, όπως λέει ο υπ. ΠΕΝ, Θόδωρος Σκυλακάκης.

«Πράσινη μετάβαση, αλλά με σύνεση και ευελιξία», είχε πει και ο Πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης, το Μάιο στο συνέδριο της Eurelectric στην Αθήνα με οικοδεσπότη τη ΔΕΗ.

Στο καλό, επομένως, σενάριο, η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα μπορούσε να επιβάλει πιο ρεαλιστικούς στόχους στην πράσινη μετάβαση που να μπορούν να αντέξουν οι τσέπες των πολιτών και λιγότερες Οδηγίες, οι οποίες το μόνο που κάνουν είναι να θέτουν σε κίνδυνο την ίδια τη λαϊκή αποδοχή της "ατζέντας για το κλίμα".

Στο κακό σενάριο, αν τα μηνύματα δεν ερμηνευτούν σωστά από τη νέα ευρωπαϊκή ηγεσία, την επόμενη φορά δεν θα μιλάμε για μηνύματα, αλλά για μια πραγματικότητα ίσως μη αναστρέψιμη.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v