Την πρόοδο που έγινε στην περαιτέρω εξυγίανση του δανειακού χαρτοφυλακίου επισημαίνει στην έκθεσή της για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα η Τράπεζα της Ελλάδος, ωστόσο επισημαίνει ότι το 2023 δημιουργήθηκαν νέα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ενώ η μείωση των NPL από ρευστοποιήσεις ενεχύρων παρέμεινε αμελητέα. Σημειώνει επίσης ότι για κάποιες από τις συναλλαγές τιτλοποίησης εκκρεμεί η χορήγηση εγγυήσεων από το Ελληνικό Δημόσιο στους τίτλους υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας (senior tranche), στο πλαίσιο του προγράμματος παροχής κρατικών εγγυήσεων «Ηρακλής».
Τα εν λόγω δανειακά υπόλοιπα έχουν ήδη μεταφερθεί στα στοιχεία ενεργητικού που είναι διαθέσιμα προς πώληση. «Ωστόσο, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η μεταφορά των μη εξυπηρετούμενων δανείων εκτός τραπεζικού τομέα δεν σημαίνει αυτόματα και την οριστική εξάλειψη του χρέους από την οικονομία. Το χρέος παραμένει, με τη διαχείρισή του πλέον να πραγματοποιείται από τις Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ)», αναφέρεται στην Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική.
Χάσμα με την Ευρώπη
Ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς το σύνολο των δανείων στο τέλος του 2023 διαμορφώθηκε σε 6,6%, έναντι 8,7% στο τέλος του 2022. Επισημαίνεται ότι και οι τέσσερις σημαντικές τράπεζες έχουν πετύχει τον επιχειρησιακό στόχο για μονοψήφιο ποσοστό NPE, με τις τρεις εκ των τεσσάρων να βρίσκονται κάτω από το 5%. Εντούτοις, στις λιγότερο σημαντικές τράπεζες ο δείκτης ως προς το σύνολο των δανείων παραμένει ιδιαίτερα υψηλός και διαμορφώνεται σε 37,6% το 2023, μειωμένος κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2022, κυρίως λόγω της πιστωτικής επέκτασης ορισμένων εξ αυτών.
Επιπρόσθετα, ο δείκτης NPE σε επίπεδο τραπεζικού τομέα εξακολουθεί να παραμένει υψηλός και πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ο οποίος διαμορφώθηκε στο 1,9% τον Δεκέμβριο του 2023. «Κατά συνέπεια, οι προσπάθειες αποκλιμάκωσης του υφιστάμενου αποθέματος χρειάζεται να συνεχιστούν και να εντατικοποιηθούν περαιτέρω, ιδίως υπό το πρίσμα των προκλήσεων που αναδεικνύονται», αναφέρεται στην Έκθεση.
Οι «κόκκινοι» κλάδοι
Ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο των τραπεζών διαμορφώθηκε, σύμφωνα με την Έκθεση, σε 6% και οφείλεται κυρίως στο υψηλό ποσοστό NPE των μικρομεσαίων (9,6%) και των πολύ μικρών επιχειρήσεων (23,6%). Τα υψηλότερα ποσοστά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων καταγράφονται στους κλάδους της εστίασης (23,1%), της αγροτικής δραστηριότητας (18,8), των κατασκευών (15,7%), του εμπορίου (11,1%), της υγείας (9,2%) και της μεταποίησης (8,8%).
Υψηλά ποσοστά καταγράφονται και σε επιμέρους κλάδους της μεταποίησης, όπως ο κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας (27,8%), της βιομηχανίας χάρτου, ξύλου και επίπλων (19,7%) και των λοιπών μεταποιητικών δραστηριοτήτων (18,2%), τα οποία όμως αφορούν μικρότερα υπόλοιπα χορηγήσεων και συνεπώς έχουν μικρή επίδραση στη διαμόρφωση του συνολικού δείκτη NPE του κλάδου της μεταποίησης.
Τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται στους κλάδους της ενέργειας (0,6%) και των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων 0,7%.