Σημαντική υστέρηση στη δημιουργία υψηλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας καθώς και θέσεων υψηλών προσόντων εμφανίζει η χώρα μας, με τα μηνύματα για το μέλλον να είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά. Και αυτό γιατί μπορεί στο πρόσφατο παρελθόν, όπως φαίνεται από τα στοιχεία του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, η αύξηση της απασχόλησης να έχει προέλθει κυρίως από κλάδους που χαρακτηρίζονται από εποχικότητα, χαμηλή παραγωγικότητα, υψηλό αριθμό εργάσιμων ωρών και χαμηλές απολαβές, αλλά και στο άμεσο μέλλον, δεν αναμένεται δραματική αλλαγή.
Έως το 2035 εκτιμάται ότι θα δημιουργηθούν, κατά κύριο λόγο, ανάγκες για θέσεις όχι ιδιαίτερα υψηλών προσόντων, όπως υπαλλήλους γραφείου, πωλητές, γεωργούς και τεχνίτες. Η αδυναμία δημιουργίας θέσεων εργασίας υψηλού επιπέδου γνώσεων και δεξιοτήτων, σε συνδυασμό με την τεχνολογική υστέρηση των ελληνικών επιχειρήσεων καταγράφεται επίσης, από το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, στην ετήσια έκθεσή του για την Ελληνική Οικονομία.
Αναλυτικά, σύμφωνα με την έκθεση, η ελληνική οικονομία υστερεί σημαντικά στη δημιουργία υψηλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας, με αυτές να περιορίζονται κατά κύριο λόγο στον κλάδο της βιομηχανίας. Η πλειονότητα των νέων θέσεων εργασίας χαρακτηρίζεται από χαμηλούς μισθούς, σε κλάδους οι οποίοι σε όρους απασχόλησης έχουν ανακάμψει, αλλά σε όρους προστιθέμενης αξίας υστερούν.
Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για εργασία χαμηλής παραγωγικότητας ανά εργαζόμενο, καθώς απασχολούνται περισσότεροι εργαζόμενοι σε σχέση με το 2009 για να παραγάγουν χαμηλότερη συγκριτικά προστιθέμενη αξία.
Είναι δε ενδεικτικό ότι οι κλάδοι που ο μέσος ονομαστικός μισθός βρίσκεται υψηλότερα από τα επίπεδα του 2009 είναι η «Βιομηχανία εκτός κατασκευών» και οι «Επαγγελματικές, τεχνικές και επιστημονικές δραστηριότητες», παρότι αύξηση απασχόλησης παρατηρείται σε κλάδους όπως εμπόριο, μεταφορές, καταλύματα και εστίαση, στους οποίους εμφανίζονται επίσης τα υψηλότερα ποσοστά προσωρινής απασχόλησης, αλλά και εργάσιμης εβδομάδας άνω των 48 ωρών. Αντίθετα, οι κλάδοι υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως η «Μεταποίηση» και οι «Επαγγελματικές, τεχνικές και επιστημονικές δραστηριότητες», όπου παρατηρείται μόνιμη απασχόληση, παρουσιάζουν συγκριτικά λιγότερες ώρες εβδομαδιαίας απασχόλησης.
Αλλά και όσον αφορά το μέλλον, η ευρεία πλειονότητα των μελλοντικών θέσεων εργασίας στην Ελλάδα αφορά επαγγέλματα μεσαίου επιπέδου δεξιοτήτων, όπως οι «Υπάλληλοι γραφείου», οι «Απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές», οι «Ειδικευμένοι γεωργοί, κτηνοτρόφοι, δασοκόμοι και αλιείς» και οι «Ειδικευμένοι τεχνίτες και ασκούντες συναφή επαγγέλματα», με το ποσοστό να εκτιμάται στο 62,4% έναντι 40,8% στην ΕΕ.
Στον αντίποδα, η Ελλάδα βρίσκεται σε σαφώς υποδεέστερη θέση ως προς τη δημιουργία θέσεων εργασίας με υψηλές δεξιότητες, όπως αυτές που αφορούν τα «Ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη», τους «Επαγγελματίες» και τους «Τεχνικούς και ασκούντες συναφή επαγγέλματα», με ποσοστό 29,8% έναντι 49,9% στην ΕΕ.
Μάλιστα, από τις μελλοντικές θέσεις εργασίας υψηλών δεξιοτήτων, μόλις το 4,2% συνιστά πραγματικές νέες θέσεις εργασίας καθώς οι υπόλοιπες αφορούν στην πράξη, όπως επισημαίνουν οι μελετητές της ΓΣΕΕ, θέσεις αντικατάστασης λόγω συνταξιοδότησης. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το ίδιο ποσοστό είναι 18%.
Σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, αυτό αναδεικνύει ακόμα περισσότερο τη δυστοκία του εγχώριου παραγωγικού συστήματος στην τρέχουσα μορφή του να δημιουργήσει θέσεις εργασίας υψηλών δεξιοτήτων, παρότι η εγχώρια προσφορά εργασίας χαρακτηρίζεται από ικανοποιητικό επίπεδο τυπικών προσόντων. Τα οποία βέβαια, δεν αξιοποιούνται περαιτέρω είτε μέσω της ταυτόχρονης μαθητείας στον χώρο εργασίας είτε μέσω της συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης, μετά την ένταξη των αποφοίτων στην αγορά εργασίας.
Η Συνομοσπονδία διερευνά σε ποιο βαθμό το εγχώριο παραγωγικό υπόδειγμα χαρακτηρίζεται από τη δυνατότητα απορρόφησης εργατικού δυναμικού με υψηλές γνώσεις, ικανότητες και δεξιότητες, όπως «Ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη», «Επαγγελματίες» και «Τεχνικοί και ασκούντες συναφή επαγγέλματα». Και διαπιστώνει ότι δεν μπορεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα το 2022 βρισκόταν στην προτελευταία θέση ως προς τη συνολική απασχόληση σε θέσεις υψηλών και σχετικά υψηλών δεξιοτήτων (32% της συνολικής απασχόλησης), σημειώνοντας μάλιστα οριακή μείωση συγκριτικά με το 2013, με αποτέλεσμα την υποχώρηση κατά δύο θέσεις στη σχετική κατάταξη.
Όπως επισημαίνουν οι μελετητές, τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνουν ότι κατά την περίοδο που ακολούθησε την κρίση στην Ελλάδα δεν πραγματοποιήθηκε αξιοσημείωτος τεχνολογικός μετασχηματισμός, που θα συνέβαλλε με τη σειρά του στη δημιουργία ποιοτικότερων θέσεων εργασίας.
Μια συναφή εικόνα, αλλά από την πλευρά της παραγωγικής διάρθρωσης, φαίνεται και όσον αφορά την κατανομή της απασχόλησης σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας και έντασης γνώσης. Και σε αυτή την περίπτωση η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση μαζί με τη Ρουμανία, όπου μόλις το 3,4% έναντι 4,9% στην Ευρωζώνη απασχολείται σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας και έντασης γνώσης, έχοντας υποχωρήσει από την 25η θέση σε σχέση με το 2013.
Η περιορισμένη ζήτηση για εργαζόμενους με υψηλά τυπικά προσόντα υποδεικνύει, σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, την τεχνολογική υστέρηση της ελληνικής οικονομίας και την αδυναμία της να ακολουθήσει τις εν εξελίξει τεχνοοικονομικές μεταβολές, όπως η ψηφιακή μετάβαση. Ενδεικτικό αυτού είναι η ιδιαίτερα χαμηλή ζήτηση για ειδικούς στις Τεχνολογίες Πληροφορίας και Τεχνολογίας (ΤΠΕ), καθώς και σε αυτή την περίπτωση η Ελλάδα εμφανίζεται ουραγός μεταξύ των υπόλοιπων χωρών-μελών της ΕΕ. Ειδικότερα, το 2022 μόλις το 2,5% των εργαζομένων απασχολείται σε επαγγέλματα συναφή με τις ΤΠΕ έναντι 4,6% στην ΕΕ, ενώ συγκριτικά με το 2013 υποχωρεί κατά δύο θέσεις.
Και μάλιστα, αυτό δεν μπορεί να αποδοθεί στην έλλειψη εργαζόμενων με σχετικές γνώσεις και δεξιότητες, καθώς παρατηρώντας την εξέλιξη του ποσοστού ανεργίας μεταξύ των εργαζομένων με σπουδές σε ΤΠΕ και του συνόλου των εργαζομένων κατά την ίδια περίοδο (2013-2021), διαπιστώνεται ότι είναι υψηλότερο συγκριτικά με το γενικό ποσοστό ανεργίας. Συνεπώς, δεν υπάρχει έλλειψη προσωπικού, αλλά αδυναμία του παραγωγικού συστήματος να ενσωματώσει τη συγκεκριμένη ομάδα εργαζομένων, γεγονός το οποίο, μεταξύ άλλων, οδηγεί τελικά και στη μείωση των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις σχετικές ειδικότητες.
Την αδυναμία του εγχώριου παραγωγικού υποδείγματος να ενσωματώσει περισσότερους εργαζόμενους με σπουδές ΤΠΕ στην εγχώρια αγορά εργασίας αποτυπώνει, τέλος, και η κατανομή των επιχειρήσεων ως προς το επίπεδο ψηφιακής έντασης. Περίπου έξι στις δέκα επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλής ψηφιακής έντασης, με τη χώρα να σημειώνει ποσοστό 57,8%, ακολουθούμενη από τη Βουλγαρία (51,8%) και την Ουγγαρία (47,0%), όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος στην ΕΕ είναι 30%.