Ένα νέο “whatever it takes” ετοιμάζεται να ενεργοποιήσει η ΕΚΤ το αργότερο έως τον Σεπτέμβριο, αξιοποιώντας στο μεσοδιάστημα με «ευελιξία» το εργαλείο της επανεπένδυσης ομολόγων που λήγουν στο πλαίσιο του PEPP, με μία δύναμη πυρός 200 δισ. ευρώ έως το τέλος του έτους.
Πηγές με γνώση των διεργασιών, αποκρυπτογραφώντας τις χθεσινές ανακοινώσεις της ΕΚΤ, κάνουν λόγο για ένα νέο «μπαζούκα» που θα τεθεί στη διάθεση της ΕΚΤ για να σβήνει φωτιές στην αγορά ομολόγων, οι οποίες δεν προκαλούνται στη βάση στοιχείων δημοσιονομικού εκτροχιασμού αλλά συνιστούν επί της ουσίας μια «επίθεση» των αγορών στο χρέος συγκεκριμένων κρατών.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι κατευθύνσεις για τον σχεδιασμό του νέου εργαλείου δεν θα κάνουν διαχωρισμό ανάμεσα στις χώρες, βάζοντας στο στόχαστρο τον ευρωπαϊκό Νότο, ενώ η ενεργοποίηση της παρέμβασης της ΕΚΤ δεν θα συνοδεύεται από conditionality. Θα είναι επί της ουσίας ένα ακόμα έκτακτο εργαλείο κατά το μοντέλο του PEPP, το οποίο θα είναι διαθέσιμο το αργότερο τον Σεπτέμβριο. Όλα αυτά βέβαια μένει να επιβεβαιωθούν στην πράξη, γεγονός το οποίο θα σηματοδοτούσε μια ουσιαστική νίκη των «περιστεριών» έναντι των «γερακιών».
Στους κόλπους της ΕΚΤ, η εκρηκτική αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων με έμφαση στην Ιταλία τις τελευταίες ημέρες σήμανε συναγερμό. Η παρέμβαση Ντράγκι πριν τη συνεδρίαση της ΕΚΤ την περασμένη εβδομάδα, με την επισήμανση πως στην ευρωζώνη ο πληθωρισμός είναι πληθωρισμός κόστους με φόντο την αύξηση των τιμών της ενέργειας, έδωσε ένα σήμα το οποίο τα «γεράκια» αγνόησαν, επιμένοντας σε αύξηση επιτοκίων ακόμα και μισή μονάδα «εδώ και τώρα» , όπως μετέφεραν πηγές με γνώση.
Ο συμβιβασμός με τις ανακοινώσεις για αύξηση επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης τον Ιούλιο και ακόμα και κατά μισή ποσοστιαία μονάδα τον Σεπτέμβριο αποτέλεσε το έναυσμα για την «επίθεση» στα ομόλογα του ευρωπαϊκού Νότου. Στην περίπτωση της Ιταλίας, η απόσταση ανάμεσα στο χαμηλό των 52 εβδομάδων κοντά στο 0,5% και στο υψηλό του 4,3% μεταφράζεται σε μια επιβάρυνση της τάξεως των 10 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, καθώς η Ιταλία καλείται να αναχρηματοδοτήσει φέτος χρέος 224 δισ. ευρώ και του χρόνου 254 δισ. ευρώ, τινάζοντας στον αέρα τις ασκήσεις βιωσιμότητας χρέους.
Ευτυχώς η Ελλάδα, σε αυτή τη φάση, παρότι δέχθηκε ισχυρές πιέσεις στις αποδόσεις των ομολόγων της, δεν βρέθηκε στα πρωτοσέλιδα του διεθνούς Τύπου ως «μαύρο πρόβατο». Η αιτία είναι ότι το ελληνικό χρέος, αν και το υψηλότερο στην Ευρώπη, είναι «ρυθμισμένο», με τη χώρα να έχει πληρώσει υψηλό τίμημα στα χρόνια του μνημονίου για να απολαμβάνει τώρα μια σχετική ασφάλεια, με τη δέσμευση μάλιστα επανεξέτασης των συνθηκών βιωσιμότητας του χρέους αν παραστεί ανάγκη το 2032.
Παράλληλα, η Ελλάδα έχει αυτή τη φορά την πολυτέλεια της αναμονής για την επόμενη έξοδο στις αγορές και το πλεονέκτημα της ουσιαστικής βελτίωσης τόσο του λόγου χρέους προς ΑΕΠ όσο και του πρωτογενούς αποτελέσματος προς ΑΕΠ. Με 39,5 δισ. ευρώ ταμειακών διαθεσίμων, τον προϋπολογισμό να εκτελείται -σε συνθήκες ακραίας αβεβαιότητας και κλυδωνισμών- με καλύτερα αποτελέσματα των εκτιμώμενων.
Οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων σαφώς ανέβηκαν τις τελευταίες ημέρες -έως το 4,7%- αλλά «ξεφούσκωσαν» κοντά στο 4,2%, με την προσδοκία και μετά τις ανακοινώσεις της ΕΚΤ, με τον ΟΔΔΗΧ να έχει τη δυνατότητα να περιμένει να καταλαγιάσει η αντάρα στις αγορές μέχρι την επόμενη έξοδο.