Χωρίς αμφιβολία, η έγκαιρη απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης και των αρμόδιων επιστημόνων να επιβάλουν μέτρα απομόνωσης του πληθυσμού προκειμένου να ελεγχθεί η ταχύτητα εξέλιξης της επιδημίας του κορωνοϊού ήταν απολύτως ορθή και έως στιγμής τουλάχιστον εμφανώς αποδίδει.
Αυτό δείχνουν όλες οι καμπύλες (θανάτων, διασωληνωμένων, κρουσμάτων κ.λπ.), την ίδια ώρα που σε άλλες χώρες η κατάσταση έχει εξελιχθεί ή τείνει να εξελιχθεί σε υγειονομική και ανθρωπιστική τραγωδία.
Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι ήρθε η ώρα να χαλαρώσουν τα μέτρα ή ότι έχουμε ξεπεράσει τον κίνδυνο. Το «Μένουμε Σπίτι» πρέπει να συνεχίσει να εφαρμόζεται πιστά, για να δουλέψει αυτή η στρατηγική μέχρι το τέλος.
Εντούτοις, με βάση τα τεκταινόμενα σε άλλες χώρες, και δεν μιλάμε μόνο για ασιατικές χώρες όπως η Νότια Κορέα, υπάρχει ένα σημείο για το οποίο οι δηλώσεις των κυβερνητικών στελεχών, περιλαμβανομένου και του καθηγητή κ. Τσιόδρα, που κατά τα λοιπά μάς έχει συνηθίσει σε καθαρές απαντήσεις, καλύπτονται από ένα πέπλο αοριστίας που αγγίζει τα όρια του μυστηρίου.
Κι αυτό το θέμα αφορά τα διαγνωστικά τεστ για τον κορωνοϊό.
Τα οποία, σύμφωνα τουλάχιστον με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, που έχει επιμείνει να γίνονται όσο το δυνατόν περισσότερα, βγαίνοντας στην τηλεόραση και λέγοντας το περίφημο “test, test, test”, αλλά και την πρακτική πολλών χωρών στην Ευρώπη, τελευταία και στις ΗΠΑ, αποτελούν έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της ολιστικής στρατηγικής αντιμετώπισης της πανδημίας.
Οι αόριστες απαντήσεις
Παρ' όλα αυτά, ο αριθμός των τεστ που γίνεται στην Ελλάδα εμφανίζεται περιορισμένος σε σχέση με άλλες χώρες, ενώ οι ερωτήσεις εκ μέρους των δημοσιογράφων, για τον προσεχή σχεδιασμό, το υπάρχον απόθεμα και τις νέες παραγγελίες τέτοιων τεστ, αλλά και για τη στρατηγική απεγκλωβισμού -σταδιακά- από τη φάση του «Μένουμε Σπίτι», που όπως θα δούμε συνδέεται με τη δυνατότητα μαζικής διεξαγωγής τεστ, είτε παραμένουν αναπάντητες είτε απαντώνται αόριστα.
«Υπάρχει επάρκεια» λέει κάποιο στέλεχος, «δεν είμαστε σε αυτή τη φάση τώρα», απαντά κάποιο άλλο, ενώ χθες ο αρμόδιος υφυπουργός Υγείας Βασίλης Κοντοζαμάνης (ο οποίος ομολογουμένως δεν δίνει συχνά συγκεκριμένες απαντήσεις), όταν ρωτήθηκε πότε θα λειτουργήσουν τα συνεργεία που θα κάνουν δειγματοληπτικούς ελέγχους, περιορίστηκε να απαντήσει «πολύ σύντομα».
Ο ίδιος ο κ. Τσιόδρας, άλλοτε σημειώνει ότι κάποια τεστ είναι έτσι κι αλλιώς αναξιόπιστα, άλλοτε ότι δεν είμαστε στη φάση που πρέπει να γίνονται τεστ σε πολλούς (διότι σε κάποιους ο ιός μπορεί να είναι σε φάση επώασης, οπότε δεν θα ανιχνευθεί ή μπορεί να κολλήσουν αργότερα) παρά μόνο σε εκείνους που έχουν βαριά συμπτώματα.
Πρόσθεσε δε χθες ότι χώρες όπως η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν που κάνουν πολλές χιλιάδες τεστ την ημέρα, έχουν διαφορετική στρατηγική, αλλά και καλύτερη προετοιμασία λόγω προηγούμενων επιδημιών, όπως ο SARS.
Τι δείχνει η σύγκριση με άλλες χώρες της Δύσης
Ο υπογράφων δεν είναι ούτε καμώνεται πως είναι ειδικευμένος επιστήμονας, γι' αυτό και θα περιοριστεί σε στοιχεία που συλλέχθηκαν από διάφορες χώρες και περιοχές, οι οποίες δεν είναι ασιατικές, εφαρμόζουν πολιτική απομόνωσης και παραμονής κατ' οίκον, όπως εμείς ή περίπου όπως εμείς, βρίσκονται σε διαφορετικά μεταξύ τους στάδια της επιδημίας και της στρατηγικής απομόνωσης, πλην όμως εμφανίζονται να κάνουν πολύ μεγαλύτερο αριθμό τεστ καθημερινά.
Για λόγους ευχέρειας στην κατανόηση, όπου χρειάζεται θα επισημαίνεται η πληθυσμιακή σύγκριση, ώστε να είναι εύκολη η αντιπαραβολή με τα ελληνικά δεδομένα.
Στην Ελλάδα από τις 20 Μαρτίου και μετά γίνονται κατά μέσο όρο μόλις 890 τεστ την ημέρα, χωρίς να υπάρχει αυξητική τάση από μέρα σε μέρα. Στη πολιτεία της Νέας Υόρκης, σύμφωνα με δήλωση του κυβερνήτη της, γίνονται τις τελευταίες μέρες περίπου 18.000 τεστ την ημέρα, όταν η συγκεκριμένη πολιτεία έχει περίπου διπλάσιο ποσοστό από την Ελλάδα.
Στην περιοχή της Λομβαρδίας, στην Ιταλία, επίκεντρο της πανδημίας, που βρίσκεται σε απόλυτη καραντίνα, με πληθυσμό περίπου ίδιο με την Ελλάδα (10,3 εκατ. κάτοικοι) γίνονται περίπου 5.000 τεστ την ημέρα.
Στη Γερμανία, τη χώρα που έχει βεβαίως ένα από τα καλύτερα συστήματα υγείας στον κόσμο, που έχει καταγράψει δεκάδες χιλιάδες κρούσματα αλλά έχει και το χαμηλότερο ποσοστό θνησιμότητας στον κόσμο, γίνονται σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσαν οι Financial Times, πάνω από 160.000 χιλιάδες τεστ την εβδομάδα, με ορίζοντα να φτάσουν σύντομα τις 200.000. Που σημαίνει, μετά από αναγωγή πληθυσμού (η Γερμανία έχει περίπου 83 εκατ. κατοίκους), ότι κάνει περίπου 3.000 τεστ την ημέρα, ανά 10,7 εκατ. κατοίκους που έχει η χώρα μας -και θέλει να τα ανεβάσει σε 3.500 την ημέρα!
Αλλά και στη Μεγάλη Βρετανία, που άργησε να προχωρήσει σε περιορισμούς κατ' οίκον (και δεν αποκλείεται να το πληρώσει ακριβά), κι όπου ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον μάλλον δεν κατάλαβε έγκαιρα τι συμβαίνει, τις τελευταίες ημέρες γίνονται 10.000 τεστ την ημέρα, έναντι 6.500 ημερησίως κατά την προηγούμενη εβδομάδα, με στόχο να φτάσουν τις 25.000 τεστ την ημέρα ως τα μέσα Απριλίου.
Που σημαίνει για τα ελληνικά πληθυσμιακά δεδομένα, ότι την προηγούμενη εβδομάδα έκανε περίπου 1.040 τεστ την ημέρα, ότι τώρα βρίσκεται στα 1.600 την ημέρα και στα μέσα Απριλίου έχει ως στόχο να βρίσκεται στα σχεδόν 4.000 τεστ την ημέρα.
Τα ερωτήματα και το τέλος του «Μένουμε Σπίτι»
Προ μίας εβδομάδας, στις 23 Μαρτίου, ο κ. Τσιόδρας ανέφερε ότι με βάση μαθηματικά μοντέλα, τα πραγματικά κρούσματα στη χώρα μας μπορεί να κινούνται μεταξύ 8.000 με 10.000 (όταν τα βεβαιωμένα/διαγνωσμένα κρούσματα ήταν 695, έναντι 1.156 χθες), έκτοτε όμως δεν προχώρησε σε περαιτέρω αναφορά εκτιμήσεων.
Θα θέλαμε να ξέρουμε καλύτερα τον ακριβή αριθμό; Θα μπορούσαμε;
Κανένας, υποθέτω, δεν αναμένει από το ελληνικό σύστημα Υγείας να έχει τις δυνατότητες του γερμανικού ή να αυξάνει με ευκολία τις δυνατότητές του, μέσα σε αυτή την περίοδο που υπάρχει παγκόσμιος ανταγωνισμός για την αγορά τεστ και προστατευτικού εξοπλισμού, ακόμη και αναπνευστήρων, όταν διαγκωνίζονται υπερδυνάμεις και δυνάμεις με πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες.
Το «δεν χρειάζεται», όμως, με το «δεν μπορούμε», δεν είναι το ίδιο πράγμα.
Σε κάθε περίπτωση, με βάση τα όσα παρουσιάστηκαν παραπάνω, το ερώτημα αν η χώρα μας κάνει επαρκή τεστ σε αυτή τη φάση κι αν έχει τις δυνατότητες να κάνει περισσότερα, είτε λόγω ελλείψεων σε τεστ είτε λόγω ελλείψεων σε άλλες υποδομές, αιωρείται. Και ίσως αυτό να μην έχει τόση σημασία, για όσο η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού μένει στο σπίτι, όπως υποστηρίζει ο κ. Τσιόδρας, θα έχει όμως σίγουρα μεγάλη σημασία στην επόμενη φάση, που ο πληθυσμός θα αρχίσει σταδιακά να απεγκλωβίζεται από το σπίτι.
Για την ακρίβεια, σύμφωνα με ειδικούς του εξωτερικού, ένας από τους παράγοντες που θα κρίνει το «πότε» μπορεί να ξεκινήσει σταδιακά πάντα αυτή η έξοδος, ένα ορόσημο με τεράστια σημασία, όχι μόνο κοινωνική αλλά καθαρά οικονομική, καθώς το «Μένουμε Σπίτι» βάζει ταφόπλακα στην οικονομική δραστηριότητα, είναι και η δυνατότητα να γίνουν μαζικά τεστ.
Διότι ο σταδιακός απεγκλωβισμός, που έτσι κι αλλιώς ενέχει στοιχεία κινδύνου αναζωπύρωσης της επιδημίας, δεν μπορεί να λάβει χώρα χωρίς εξονυχιστικό έλεγχο των «ύποπτων» συμπτωμάτων, καθορισμό των θετικών, ιχνηλάτηση των επαφών και απομόνωση.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Euro2day.gr, η κυβέρνηση προετοιμάζεται γι' αυτό το ενδεχόμενο έχοντας παραγγείλει 300.000 τεστ από μία πηγή και 50.000 από μια άλλη. Ελλείψει επίσημης πληροφόρησης, δεν μπορούμε να ξέρουμε αν αυτές οι πληροφορίες είναι απόλυτα ακριβείς, αν περιλαμβάνουν το σύνολο των παραγγελιών, πότε θα παραδοθούν κι αν επαρκούν για τη φάση του απεγκλωβισμού.
Αυτό που φαίνεται, όμως, είναι ότι έως ότου υπάρξει ικανός αριθμός τεστ, αλλά και η δυνατότητα πραγματοποίησής τους σε ευρεία κλίμακα, το «Μένουμε Σπίτι» δεν είναι καθόλου εύκολο να διακοπεί.
Τα τελικά ερωτήματα λοιπόν προς τους αρμοδίους είναι αν υπάρχει σχέδιο για αυτή τη φάση (υποθέτουμε ότι υπάρχει ή έστω καταρτίζεται) κι αν έχει διασφαλιστεί η επάρκεια μέσων για να υλοποιηθεί το σχέδιο.
Και αυτά, προς το παρόν, μένουν αναπάντητα.