Πέντε προτάσεις για την «βιώσιμη ανάπτυξη και την ευημερία σε προοδευτική κατεύθυνση» διατυπώνει το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, εγκαινιάζοντας το σχετικό με το αντικείμενο Παρατηρητήριο.
Όπως επισημαίνει ο Συντονιστής Κύκλου Βιώσιμης Ανάπτυξης & Ευημερίας του ΕΝΑ, Γιάννης Ευσταθόπουλος “σε μια εποχή μεγάλων προκλήσεων σε διεθνές και εθνικό επίπεδο η βιωσιμότητα ανάγεται σε έννοια-κλειδί για την προετοιμασία του μέλλοντος”.
Στην κατεύθυνση αυτή, το Ινστιτούτο παρεμβαίνει στη δημόσια συζήτηση, με το κείμενο εργασίας «Aπό την οικονομική μεγέθυνση στη βιωσιμότητα & την ευημερία» και παρουσιάζει τις πέντε προτάσεις, με στόχο η Ελλάδα να μπορέσει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις αυτές, το ΕΝΑ διατυπώνει τις κάτωθι πέντε θέσεις-προτάσεις:
• H διεθνής εμπειρία της τελευταίας εικοσαετίας επιβεβαιώνει ότι η χρήση του ΑΕΠ ως αποκλειστικού δείκτη μέτρησης του πλούτου και ως απόλυτης προτεραιότητας στην άσκηση πολιτικής ενέχει κινδύνους για την ευημερία του πληθυσμού. Η σημερινή παγκόσμια οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική συγκυρία έχει αναδείξει εκ νέου σε κεντρικό θέμα τις θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ της οικονομικής μεγέθυνσης (growth) και της ανάπτυξης (development). Σε αντίθεση με τη μεγέθυνση, η ανάπτυξη επικεντρώνεται σε ποιοτικές διαστάσεις, εστιάζοντας στους ευρύτερους οικονομικούς, παραγωγικούς, κοινωνικούς, θεσμικούς και πολιτισμικούς μετασχηματισμούς που καθορίζουν τη βιωσιμότητα της οικονομικής μεγέθυνσης. Η καλύτερη αξιοποίηση του ΑΕΠ επιτάσσει την ένταξή του σε ένα συνολικό πλαίσιο δεικτών, ικανών να καταγράψουν τις σύνθετες σχέσεις και αλληλεπιδράσεις μεταξύ ΑΕΠ και κοινωνικής προόδου.
• Η προσέγγιση της βιωσιμότητας με ουδέτερους πολιτικά, υπολειμματικούς –ως προς το κυρίαρχο μοντέλο ανάπτυξης– και επιφανειακούς όρους αποδεικνύεται αναποτελεσματική και απολύτως ανεπαρκής απέναντι στο μέγεθος και την κρισιμότητα των σημερινών ανισορροπιών και προκλήσεων, που λαμβάνουν μορφή «συστημικών αδικιών».
• Συνολικά, ελάχιστες χώρες έχουν προχωρήσει σε μια πραγματική ενσωμάτωση (mainstreaming) των πολιτικών υπέρ της βιωσιμότητας και της ευημερίας στις κεντρικές αναπτυξιακές και άλλες δημόσιες πολιτικές τους. Καταγράφονται εντούτοις αξιόλογες προσπάθειες για την ενσωμάτωση νέων δεικτών στις διαδικασίες κατάρτισης του κρατικού προϋπολογισμού και για την αξιοποίησή τους στο κοινοβουλευτικό έργο και στη χάραξη πολιτικών.
• Παρά την άνθηση των ερευνών και νέων μετρήσεων της βιωσιμότητας, καταγράφονται σημαντικές αδυναμίες –πολιτικής ή τεχνικής φύσης– που αναστέλλουν την αξιοποίησή τους σε επίπεδο άσκησης πολιτικής από τις αρμόδιες εθνικές και ευρωπαϊκές αρχές.
Η συσσωρευμένη επιστημονική γνώση οφείλει να αξιοποιηθεί ως υπόβαθρο για την πραγματοποίηση των αναγκαίων σήμερα δημόσιων συζητήσεων και διαβουλεύσεων, για την ανάδειξη των προοπτικών, διλημμάτων και αντιθέσεων και τη διαμόρφωση πολιτικών με τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση, με στόχο την έγκαιρη μετάβαση σε ένα μοντέλο δίκαιης και βιώσιμης ανάπτυξης.
• Ο πολλαπλασιασμός κορυφαίων διακηρυκτικών πρωτοβουλιών, συχνά χωρίς αντίκρισμα σε επίπεδο εφαρμοσμένων πολιτικών και αποτελεσμάτων, και το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ επιστημονικής γνώσης και χάραξης πολιτικής ενέχουν, συνδυαστικά, σημαντικούς πολιτικούς, θεσμικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους:
- Κίνδυνο απρόβλεπτης επιδείνωσης της κλιματικής κρίσης, περαιτέρω διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων και όξυνσης των «συστημικών αδικιών».
- Ακύρωση αξιοσημείωτων πρωτοβουλιών της κοινωνίας των πολιτών και των φορέων παραγωγής γνώσης για τη μετάβαση σε ένα νέο βιώσιμο αναπτυξιακό υπόδειγμα.
- Διεύρυνση της αναξιοπιστίας θεσμών, οργανισμών και κυβερνήσεων σε ένα ευρύτερο περιβάλλον απαξίωσης της πολιτικής και αποδυνάμωσης των πλαισίων διεθνούς διακυβέρνησης. Ο συνδυασμός των τριών αυτών απειλών διαμορφώνει ένα δυσοίωνο τοπίο με απρόβλεπτες συνέπειες.
• H Ανάδειξη του τρίπτυχου «βιωσιμότητα, ανθεκτικότητα και ευημερία» σε κορυφαία εθνική στρατηγική πρόκληση για τον 21ο αιώνα.
• Οργάνωση εθνικού κοινωνικού διαλόγου και αξιοποίηση της πλούσιας επιστημονικής γνώσης με στόχο την επίτευξη διευρυμένης συναίνεσης για την έγκαιρη, αποτελεσματική και δίκαιη κλιματική μετάβαση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, καθώς και για τη διαχρονική υποστήριξη και συνέχεια των αναγκαίων ριζικών αλλαγών και παρεμβάσεων στην οικονομία, το κράτος, τους θεσμούς, τις επιχειρήσεις και την κοινωνία.
• Διασφάλιση στοιχειώδους θεσμικής συνέχειας με την αξιοποίηση και τον εμπλουτισμό της συμφωνημένης με τους ευρωπαϊκούς εταίρους και κοινωνικούς φορείς Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής Βιώσιμης και Δίκαιης Ανάπτυξης 2030 με στόχο την ενίσχυση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας, ανθεκτικότητας και ευημερίας της χώρας.
• Πλήρης ενσωμάτωση της βιωσιμότητας και της ευημερίας –στο πλαίσιο μιας αναβαθμισμένης και διευρυμένης προσέγγισης της καλής νομοθέτησης– στις κεντρικές αναπτυξιακές πολιτικές, στον Κρατικό Προϋπολογισμό και στον κύκλο της δημόσιας πολιτικής. Ανεξάρτητη αξιολόγηση νομοθεσιών/δημόσιων πολιτικών ως προς τη συμβατότητά τους με τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης πριν τη ψήφιση/εφαρμογή τους («SDG check-list») με αξιολόγηση του αντικτύπου τους στη συνέχεια. Στόχος είναι η αναβάθμιση των ΣΒΑ, από παθητικό πλαίσιο στατιστικής και ετεροχρονισμένης παρακολούθησης –αποσυνδεδεμένο από τη διαδικασία χάραξης πολιτικής– σε ένα ενεργητικό εργαλείο ενσωμάτωσης της βιωσιμότητας στον πυρήνα των δημόσιων πολιτικών κατά τη διαμόρφωσή τους.
• Εκπόνηση ετήσιας έκθεσης με ποιοτικά στοιχεία που θα συμπληρώνει τη στατιστική παρακολούθηση της Eurostat/ΕΛΣΤΑΤ. Στόχος είναι να ερμηνεύονται οι δείκτες βάσει των τομεακών, περιφερειακών και τοπικών πραγματικοτήτων και αναγκών, ενισχύοντας ταυτόχρονα την «κοινωνική ιδιοκτησία» των ΣΒΑ, τη συμμετοχική διακυβέρνηση και αξιολόγησή και την ενσωμάτωσή τους σε κεντρικές θεσμικές διεργασίες (υποβολή έκθεσης και συζήτηση στη Βουλή των Ελλήνων).