Ένα πολύπλοκο σχήμα, στο οποίο δαπάνες οι οποίες είχαν εγγραφεί αρχικά ως επενδύσεις μετασχηματίζονται σε επιχορηγήσεις δημοσίων επιχειρήσεων, αλλά τελικά δεν χρησιμοποιούνται από τους αποδέκτες τους, περιγράφει η έκθεση των δανειστών, καταγράφοντας παράλληλα φαινόμενα συστηματικής υπερεκτίμησης των ανώτατων ορίων δαπανών τα τελευταία χρόνια, τα οποία είναι αδύνατο στη συνέχεια να υλοποιηθούν.
Η πρώτη σχετική αναφορά γίνεται στη σελίδα 4 της έκθεσης ενισχυμένης εποπτείας, όπου μάλιστα αναφέρεται πως εξαιτίας αυτών των πρακτικών προκύπτει κατά τους υπολογισμούς των ελληνικών αρχών πρωτογενές πλεόνασμα 0,3% του ΑΕΠ το 2019 και 0,2% του ΑΕΠ το 2020, μεγέθη τα οποία κατά τους δικούς της υπολογισμούς δεν λαμβάνει υπόψη.
«Στις εαρινές προβλέψεις που δημοσιοποιήθηκαν πριν την υιοθέτηση των νέων δημοσιονομικών μέτρων στις 15 Μαΐου, προβλεπόταν πως το πρωτογενές πλεόνασμα θα άγγιζε το 3,6% του ΑΕΠ το 2019, σημαντικά χαμηλότερο (κατά 0,5% του ΑΕΠ) σε σχέση με την πρόβλεψη των ελληνικών αρχών στο Πρόγραμμα Σταθερότητάς τους», αναφέρει η έκθεση και εξηγεί πως η διαφορά στην πρόβλεψη προκύπτει κυρίως λόγω του πιο ευνοϊκού μακροοικονομικού σεναρίου των αρχών, καθώς και από την προσέγγισή τους ως προς την κατανομή του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων μεταξύ οντοτήτων εκτός και εντός της γενικής κυβέρνησης.
Συγκεκριμένα, αυτό περιλαμβάνει την επαν-ανάθεση μέρους των δαπανών που προβλέπονταν προηγουμένως για επενδύσεις σε επιχορηγήσεις προς κρατικές επιχειρήσεις, χωρίς οι επιχορηγήσεις να χρησιμοποιούνται για επιπλέον δαπάνες από τους αποδέκτες τους. Αυτό έχει μια επίπτωση βελτίωσης του ισολογισμού στην πρόβλεψη των αρχών (0,3% του ΑΕΠ το 2019 και 0,2% του ΑΕΠ το 2020). Απουσία επαρκούς πληροφόρησης για τη φύση ή τους συγκεκριμένους αποδέκτες των επιπλέον χορηγήσεων, αυτή η επαν-ανάθεση δαπανών δεν αντανακλάται στις προβλέψεις των ευρωπαϊκών θεσμών. Αντιθέτως, οι δημοσιονομικές προβλέψεις που έχουν προετοιμάσει οι ευρωπαϊκοί θεσμοί υποθέτουν την πλήρη εκτέλεση των ανώτατων ορίων, σύμφωνα με την πάγια πρακτική».
Στη συνέχεια, στη σελίδα 26, γίνεται ειδική ανάλυση της υποεκτέλεσης επί των ανωτάτων ορίων δαπανών στον προϋπολογισμό του 2018.
Η υπέρβαση του πρωτογενούς πλεονάσματος το 2018 ήταν σημαντικά υψηλότερη από την προβλεπόμενη στον προϋπολογισμό, σημειώνει η έκθεση, εξηγώντας πως έναντι πρόβλεψης για πρωτογενές πλεόνασμα 3,8% του ΑΕΠ, τελικά προέκυψε πλεόνασμα 4,3% του ΑΕΠ κι αυτό μετά τη διανομή κοινωνικού μερίσματος και την καταβολή αναδρομικών στα ειδικά μισθολόγια. Αν αυτές οι δύο τελευταίες παράμετροι είχαν εκλείψει, τότε, κατά τους υπολογισμούς των τεχνοκρατών των Βρυξελλών, το πρωτογενές πλεόνασμα θα έφτανε το 5,2% του ΑΕΠ ή 2,5 δισ. ευρώ πάνω από τον στόχο (το 3,8% του ΑΕΠ αντιστοιχούσε σε 7,035 δισ. ευρώ και το 5,2% σε 9,519 δισ. ευρώ ή για την ακρίβεια, 2,484 δισ. ευρώ παραπάνω).
Από πίνακα ο οποίος ενσωματώνεται στην ανάλυση προκύπτει ότι το μεγαλύτερο μέρος της υπεραπόδοσης οφείλεται στην υποεκτέλεση των δημοσίων δαπανών τόσο στο μέτωπο των επενδύσεων όσο και για συνήθεις δαπάνες ενώ από την πλευρά των εσόδων, η συμβολή στο υπερπλεόνασμα είναι μόλις 0,1% του ΑΕΠ ή 213 εκατ. ευρώ.
Ο μεγαλύτερος τροφοδότης υπερπλεονασμάτων είναι οι επενδυτικές δαπάνες, οι οποίες επρόκειτο να γίνουν απευθείας από υπουργεία (σε αντιδιαστολή με άλλους υποτομείς της γενικής κυβέρνησης), όπου η καθαρή υποεκτέλεση έφτασε τα 800 εκατ. ευρώ, με προσαρμογή των αναμενόμενων κοινοτικών κονδυλίων για συγχρηματοδοτούμενα έργα. Χωρίς τις προσαρμογές, η υποεκτέλεση αγγίζει τα 2 δισ. ευρώ ενώ τα έσοδα τα οποία αντλήθηκαν τελικά από κοινοτικά κονδύλια ήταν 1,2 δισ. ευρώ χαμηλότερα. Άλλοι βασικοί τροφοδότες υποεκτέλεσης ήταν δημόσιες δαπάνες κυρίως για εφάπαξ ποσά συνταξιοδότησης.
Η έκθεση καλεί τις ελληνικές αρχές να αναπροσαρμόσουν την πρακτική του «διπλού προϋπολογισμού» επενδύσεων, πρακτική την οποία ακολουθούσαν στο παρελθόν και άλλες χώρες της ευρωζώνης.
Επιπρόσθετα καλεί τις ελληνικές αρχές να κάνουν καλύτερους υπολογισμούς στο κόστος των νέων μέτρων, αναφέροντας ενδεικτικά ότι δαπάνες για τη χορήγηση επιδόματος στέγασης εγγράφονταν στους προϋπολογισμούς των προηγούμενων ετών χωρίς να χρησιμοποιούνται, ενώ το μεταφορικό ισοδύναμο αλλά και πολιτικές στον χώρο της αγοράς εργασίας, όπου υπάρχει συστηματική υπερεκτίμηση.