Πολιτικό πλιάτσικο σε βάρος του κόσμου της εργασίας από τα κόμματα, χαρακτήρισε τη συζήτηση για το 7ήμερο που άνοιξε εσχάτως ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος, κατά την παρουσίαση της ετήσιας έκθεσης για την ελληνική οικονομία.
Επεσήμανε ότι το πρόβλημα βρίσκεται στις δυσμενείς αλλαγές που συντελέστηκαν τα τελευταία χρόνια στη διευθέτηση του χρόνου εργασίας και επιδιώκοντας να θέσει τη συζήτηση σε πραγματική βάση, αναφέρθηκε στην αύξηση των εργάσιμων ωρών ανά ημέρα σε 13 από 11, της ημερήσιας ανάπαυσης από 12 σε 11, στη θεσμοθέτηση φθηνότερων υπερωριών, στην κατάργηση της κυριακάτικης αργίας και της εξαήμερης εργασίας στο εμπόριο, στις «ψευτοσυμβάσεις» μερικής απασχόλησης που υποκρύπτουν πλήρη απασχόληση και «μαύρες» υπερωρίες και τη λειτουργία βιομηχανιών σε 7ήμερη βάση με την επίκληση χρόνου συντήρησης.
Ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ ΓΣΕΕ Γ. Αργείτης, παρουσιάζοντας την έκθεση, αφού ανέλυσε τις μακροοικονομικές παραμέτρους και επεσήμανε ότι δεν φαίνεται ανατροπή στη σταθερή πορεία της οικονομίας και στον θετικό ρυθμό μεγέθυνσης, ξεκαθάρισε ότι αυτό δεν φαίνεται ακόμα ικανό να βελτιώσει τη θέση του κόσμου της εργασίας.
Όπως φάνηκε από τα στοιχεία που παρουσίασε, η μείωση της ανεργίας στο 18% οφείλεται στη διαρροή νέων στο εξωτερικό, στην υλοποίηση προγραμμάτων απασχόλησης από τον ΟΑΕΔ και στη δημιουργία θέσεων εργασίας από τον ιδιωτικό τομέα, με επισφαλείς όμως σχέσεις απασχόλησης και χαμηλούς μισθούς. Είναι χαρακτηριστικό πως ένας στους τέσσερις μισθωτούς εισπράττει έως 500 ευρώ.
Εντύπωση προκαλεί το στοιχείο ότι από το 2010 έως το τέλος του 2018 σχεδόν τετραπλασιάστηκε ο αριθμός όσων αμείβονται με έως 250 ευρώ (64.000 το 2010, 190.927 το 2015 και 251.020 το 2018).
Τριπλασιάστηκε δε την περίοδο της κρίσης ο αριθμός όσων λαμβάνουν μεταξύ 500-600 ευρώ.
Η οικονομική επιδείνωση των μισθωτών αποδεικνύεται και από τους δείκτες φτώχειας, παρότι αυτοί βελτιώνονται στο σύνολο της κοινωνίας. Ειδικά για τους μισθωτούς, ο δείκτης υλικής υστέρησης από 14,2% το 2016 αυξήθηκε στο 15,6% το 2017.