Η μείωση της φορολογίας στην ακίνητη περιουσία θεωρείται μονόδρομος, σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ, να αναστηθεί η αγορά της οικοδομής και η κατασκευαστική βιομηχανία γενικότερα.
Η μελέτη, που παρουσιάστηκε σε εκδήλωση την Δευτέρα, χρηματοδοτήθηκε από τον ΣΕΠΑΚ (Σύνδεσμος Επιχειρήσεων για Ποιότητα και Ανάπτυξη των Κατασκευών) και συνδέει την υπερφορολόγηση της ακίνητης περιουσίας με τη μεγάλη κάμψη των τιμών, αν και τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ) δείχνουν θετικά πρόσημα στις τιμές των διαμερισμάτων.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ όχι μόνο θα οδηγούσε σε θετικό πρόσημο την καθαρή απόδοση μιας επένδυσης σε ακίνητο, που σήμερα είναι αρνητική, αλλά θα στήριζε και το ΑΕΠ. Σήμερα, εκτός από τον ΕΝΦΙΑ, επιβάλλεται συμπληρωματικός φόρος επί συνόλου αστικής περιουσίας με αφορολόγητο ποσό 200.000 ευρώ για τα φυσικά πρόσωπα με συντελεστή ένα τοις χιλίοις έως ένα τοις εκατό.
Οι αναλυτές του ΙΟΒΕ προβλέπουν πως με την κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ «αυξάνεται το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και ενισχύει την κατανάλωση» καθώς θα τονωθεί το ΑΕΠ με περίπου 1,35 δισ. ευρώ ετησίως για την περίοδο 2018 - 2022, με δημιουργία περίπου 32.000 θέσεων εργασίας ετησίως για το ίδιο χρονικό διάστημα.
Προτείνεται, παράλληλα, να εξεταστεί η μείωση του ΦΠΑ στις νεόδμητες οικοδομές (με άδεια οικοδομής από 1/1/2006) από 24% σε 13% (με διατήρηση του φόρου μεταβίβασης) με στόχο να τονωθούν οι νέες επενδύσεις. Σήμερα οι νέες κατασκευές επιβαρύνονται με ΦΠΑ 24% με αποτέλεσμα οι αγοραστές να στρέφονται προς παλαιότερες οικοδομές.
Στην μελέτη επισημαίνεται πως η φορολογία των ακινήτων (φόρος ιδιοκτησίας) στην Ελλάδα δημιουργεί σημαντικά προβλήματα στην οικονομία και στον κλάδο των κατασκευών. Γι’ αυτό η κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ δικαιολογείται από την υπερβολική φορολόγηση και τις στρεβλώσεις που προκαλεί στις επενδυτικές αποδόσεις σε σύγκριση με εναλλακτικές επενδύσεις. Επιπλέον, η μείωση του ΦΠΑ στις νέες κατοικίες θα άρει μια σημαντική στρέβλωση και θα αυξήσει τις επενδύσεις σε κατοικίες. Τα αποτελέσματα «είναι θετικά για την ανάπτυξη, την απασχόληση και τον κλάδο των Κατασκευών, ενώ εκτιμάται ότι θα είναι δημοσιονομικά ουδέτερα».
Προτείνεται, επίσης, η ανάπτυξη συστήματος αποτίμησης αξίας ακινήτων που θα ανταποκρίνεται στις εξελίξεις στις αγορές ακινήτων καθώς και μείωση του ύψους του κύριου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων.
Οπως επισημαίνουν στο ΙΟΒΕ, η συνολική επενδυτική δαπάνη για κατασκευαστικά έργα μειώθηκε από 33,6 δισ. ευρώ το 2007 σε 9 δισ. το 2017 – βρίσκεται δηλαδή στο 1⁄4 του επιπέδου του 2007. Ταυτόχρονα, οι ετήσιες επενδύσεις σε κατοικίες υποχώρησαν κατά 95,4% και διαμορφώθηκαν το 2017 σε 1,1 δισ., έναντι 24,8 δισ. ευρώ το 2007. Επομένως, σχεδόν το σύνολο της πτώσης των συνολικών επενδύσεων για κατασκευαστικά έργα οφείλεται στη συρρίκνωση των επενδύσεων σε κατοικίες καθώς το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) βρίσκεται σχεδόν στα ίδια επίπεδα.
Οι επενδύσεις σε κατοικίες αντιστοιχούσαν το 2017 στο 0,6% του ΑΕΠ, έναντι 10,8% το 2007, ενώ οι επενδύσεις σε λοιπές κατασκευές διαμορφώθηκαν κοντά στο 2,0% το 2017, όπως και το ΠΔΕ. Η αξία των ακινήτων αποτελεί το 82% της αξίας του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων του διάμεσου νοικοκυριού στην Ελλάδα και είναι η υψηλότερη τιμή στην Ευρωζώνη.