Προσχέδιο προϋπολογισμού με διαφορετικά σενάρια επί του δημοσιονομικού αποτελέσματος που θα προκύπτει εάν εφαρμοστούν ή όχι -όπως είναι η πρόθεση της κυβέρνησης- οι νομοθετημένες περικοπές στις συντάξεις από την 1η Ιανουαρίου 2019, καταθέτει σήμερα στη Βουλή το υπουργείο Οικονομικών.
Λίγες ώρες αργότερα και με φόντο την αναταραχή στις αγορές, η οποία πυροδοτήθηκε από το προσχέδιο του ιταλικού προϋπολογισμού, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος αναμένεται στο περιθώριο του Eurogroup να ενημερώσει σχετικά τους ομολόγους του. Στην ατζέντα του σημερινού συμβουλίου υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης, πάντως, δεν περιλαμβάνεται η Ελλάδα.
Το σκηνικό του προσχεδίου περιέγραψε χθες -με δηλώσεις του στον 9,84- ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος. Όπως είπε, «το πιθανότερο είναι ότι θα περιλαμβάνει διαφορετικά σενάρια».
Ο κ. Τζανακόπουλος αφού θύμισε πως από τη δεύτερη αξιολόγηση «υπάρχει ένα ψηφισμένο μέτρο για την 1/1/2019, το οποίο ακόμη από την ελληνική Βουλή δεν έχε ακυρωθεί ως τέτοιο, καθώς γίνονται διαβουλεύσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να δούμε ποιες είναι οι δικές τους θέσεις και εκτιμήσεις και προβλέψεις για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2019», πρόσθεσε πως στο προσχέδιο «θα αποτυπώνεται με μεγάλη σαφήνεια και καθαρότητα η πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης να μην εφαρμόσει το μέτρο, καθώς -όπως έχουμε πει δεκάδες φορές- από τη δική μας μεριά θεωρούμε ότι δεν υπάρχει αναγκαιότητα».
Οι πληροφορίες αναφέρουν πως στους πίνακες του προσχεδίου θα περιλαμβάνονται -όπως ακόμα ισχύουν- τα προνομοθετημένα μέτρα περικοπών στις συντάξεις και εφαρμογής αντιμέτρων, τα οποία οδηγούν το πρωτογενές πλεόνασμα σε επίπεδα πάνω από το 3,5% του ΑΕΠ, που αποτελεί κεντρικό σημείο αναφοράς στη μεταμνημονιακή συμφωνία. Στη συνέχεια, το υπουργείο Οικονομικών θα αναλύει δημοσιονομικά τους λόγους για τους οποίους η περικοπή των συντάξεων είναι «αχρείαστη».
Στο σενάριο αυτό, σύμφωνα με πληροφορίες, μαζί με την «ακύρωση» των περικοπών στις συντάξεις ακυρώνονται και τα αντίμετρα όπως περιγράφονται στο Μεσοπρόθεσμο και υποκαθίστανται από το «πακέτο» Τσίπρα στη ΔΕΘ, με θετικά μέτρα ύψους 900 εκατ. ευρώ το 2019. Τα βασικότερα από αυτά αφορούν στη μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 10%, σε μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για ελεύθερους επαγγελματίες με δηλωθέντα εισοδήματα άνω των 7.000 ευρώ και στη «μισή» σε σχέση με το Μεσοπρόθεσμο επιδότηση ενοικίου συνολικού κόστους 300 εκατ. ευρώ (έναντι 600 εκατ. ευρώ στο Μεσοπρόθεσμο).
Μικρότερες παρεμβάσεις, κόστους 10-20 εκατ. ευρώ , σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, θα συμπληρώνουν το παζλ των θετικών μέτρων. Αφορούν σε 3.000 προσλήψεις εξειδικευμένου προσωπικού για το πρόγραμμα «Βοήθεια στο σπίτι» και 4.500 εκπαιδευτικών για την ενίσχυση της Ειδικής Αγωγής στα δημόσια σχολεία.
Με τον τρόπο, αυτό η κυβέρνηση επιχειρεί να στείλει ένα μήνυμα στο εσωτερικό ότι στο τέλος της ημέρας δεν θα κοπούν οι συντάξεις, αποφεύγοντας, όμως, παράλληλα το ενδεχόμενο η κατάθεση του προσχεδίου να δώσει αφορμές όξυνσης του κλίματος με τους δανειστές, με ενέργειες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μονομερείς.
Σε κάθε περίπτωση, από δηλώσεις ανώτατου κυβερνητικού αξιωματούχου το βράδυ της Παρασκευής από τη Νέα Υόρκη, προκύπτει ότι η κυβέρνηση δεν προτίθεται να ενσωματώσει τις περικοπές στο προσχέδιο προϋπολογισμού το οποίο θα αποστείλει στις 15 Οκτωβρίου στην Κομισιόν, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, και πολύ περισσότερο στο τελικό κείμενο του προϋπολογισμού στις 21 Νοεμβρίου.
Προκειμένου να μην υπάρξουν εντάσεις, στο μεσοδιάστημα θα πρέπει κυβέρνηση και θεσμοί να καταλήξουν σε κοινές εκτιμήσεις για τον δημοσιονομικό χώρο του 2019. Επί του παρόντος, οι αποκλίσεις παραμένουν.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι θεσμοί εκτιμούσαν αρχικά τον δημοσιονομικό χώρο του επόμενου έτους σε 600 εκατ. ευρώ και η ελληνική πλευρά σε 750 εκατ. ευρώ. Μέχρι την κατάθεση του προσχεδίου, η διαφορά είχε διευρυνθεί σε υψηλότερα, όμως, επίπεδα, με τους θεσμούς να βάζουν τον πήχη στην περιοχή άνω των 600 εκατ. ευρώ και την ελληνική πλευρά στα 900 εκατ. ευρώ.
Με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα, την τελική σφραγίδα στις αποφάσεις για τις συντάξεις θα βάλει το Eurogroup στη συνεδρίαση της 3ης Δεκεμβρίου -αν όχι αργότερα-, αλλά η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει το τοπίο να έχει ξεκαθαρίσει πολύ νωρίτερα.