Μια δύσκολη μάχη, αυτή των αριθμών, συντελείται παράλληλα με αυτές της πολιτικής, την επικοινωνιακή ή ακόμη και αυτή της προπαγάνδας. Το οικονομικό επιτελείο ανταλλάσσει στοιχεία με τους εκπροσώπους των δανειστών προκειμένου να αποδείξει «με νούμερα» ότι οι περικοπές των συντάξεων δεν είναι όχι μόνο δημοσιονομικά αλλά και διαρθρωτικά αναγκαίες για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού.
Τα δημοσιονομικά δεδομένα του συστήματος φαίνεται πως ευνοούν την επιχειρηματολογία της κυβέρνησης. Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας, το πλεόνασμα του ΕΦΚΑ και τα επόμενα χρόνια θα είναι σημαντικό, παρά τη μείωση των εσόδων κατά περίπου 188 εκατ. ευρώ εξαιτίας της μείωσης των εισφορών στους μη μισθωτούς.
Είναι ενδεικτικό ότι το πλεόνασμα του υπερ-φορέα εκτιμάται ότι θα αγγίξει το 1,4 δισ. ευρώ στο τέλος του 2018, έναντι πλεονάσματος της τάξης των 777 εκατ. ευρώ τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του. Ήδη, όπως δήλωσε η αρμόδια υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου, στο οκτάμηνο Ιανουάριος - Αύγουστος το πλεόνασμα άγγιξε τα 900 εκατ. ευρώ. Ακόμη και το ΕΤΕΑΕΠ, με την ισχυρή βοήθεια του κλάδου πρόνοιας, θα κλείσει το 2018 με πλεόνασμα 100 εκατ. ευρώ στον κλάδο επικουρικής ασφάλισης και 1,2 δισ. ευρώ στον κλάδο των εφάπαξ παροχών.
Σημαντικό ρόλο στην αύξηση των εσόδων του ΕΦΚΑ διαδραματίζει η βελτίωση των εισροών από ασφαλιστικές εισφορές μισθωτών. Το 1ο εξάμηνο του 2018 τα έσοδα από εισφορές μισθωτών (και της κεντρικής διοίκησης) ανήλθαν σε 3,2 δισ. ευρώ από 2,9 δισ. ευρώ το αντίστοιχο εξάμηνο του 2017. Είναι αυξημένα δηλαδή κατά 8,96%. Μάλιστα, εκτιμάται ότι η αύξηση θα διατηρηθεί για όλο το έτος και προβλέπεται ότι θα ξεπεράσουν τελικά τα 6,75 δισ. ευρώ, ήτοι αυξημένα κατά 504 εκατ. ευρώ σε σχέση με την αρχική πρόβλεψη που έχει εγγραφεί στο Μεσοπρόθεσμο (6,24 δισ. ευρώ).
Παράλληλα, αυξάνονται τα έσοδα του ΕΦΚΑ από τις ρυθμίσεις ληξιπρόθεσμων οφειλών, με το ΚΕΑΟ να αναμένει έσοδα της τάξης του 1,2 δισ. ευρώ στο τέλος του τρέχοντος έτους, ενώ μικρή μεν αλλά σημαντική θεωρείται η αύξηση των εσόδων από την αξιοποίηση της περιουσίας των ασφαλιστικών ταμείων μέσω κυρίως της μετεγκατάστασης υπηρεσιών του ΕΦΚΑ σε ιδιόκτητα ακίνητα και της μείωσης ενοικίων προς τρίτους.
Βιωσιμότητα ως το 2070
Τα στοιχεία που συλλέγουν και καταθέτουν στους δανειστές οι αρμόδιες υπηρεσίες των υπουργείων Εργασίας και Οικονομικών δείχνουν όμως ότι και η συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνεται μεν, όχι όμως τόσο ώστε να σπάσει το όριο του 16,2% που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Συγκεκριμένα, ως προς το επιχείρημα ότι δεν απειλείται η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, τα «όπλα» της κυβέρνησης είναι η αναλογιστική μελέτη που εγκρίθηκε από το Aging Group της Κομισιόν τον περασμένο Μάιο και δείχνει ότι το σύστημα παραμένει βιώσιμο έως το 2070, αλλά και τα νέα στοιχεία για το ύψος της συνταξιοδοτικής δαπάνης, ως ποσοστό του ΑΕΠ, που δεν εμφανίζεται να ξεπερνά το όριο του 16,2% σε καμία από τις επόμενες δεκαετίες.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία, στην πρώτη μελέτη, όπου είχαν εκτιμηθεί και οι συνέπειες των περικοπών, η συνταξιοδοτική δαπάνη από 17,3% του ΑΕΠ το 2016 έπεφτε στο 13,4% το 2020 και ακολουθούσε την εξής πτωτική πορεία: 13,5% το 2022, 12% το 2030 και μόλις 10,6% του ΑΕΠ το 2070.
Με τα νέα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στους δανειστές, σύμφωνα με πληροφορίες του Euro2day.gr, το 2020 η δαπάνη αυξάνεται μόλις κατά 0,5 της μονάδας, ήτοι φθάνει στο 13,9% του ΑΕΠ, και αγγίζει σχεδόν το 13,6% το 2022. Από το 2030 δε και μετά, δεν παρατηρείται καμία μεταβολή, γεγονός που σύμφωνα με κυβερνητικά στελέχη αποδεικνύει ότι το μέτρο της περικοπής δεν είναι ούτε διαρθρωτικά αναγκαίο.
Παράλληλα, φαίνεται πως η δαπάνη εξακολουθεί και με τα νέα δεδομένα να προσεγγίζει και στη συνέχεια να πέφτει κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με αποτέλεσμα το 2070, στην Ευρωπαϊκή Ένωση η μέση συνταξιοδοτική δαπάνη να εκτιμάται σε 11,4% και στη χώρα μας στο 10,6% του ΑΕΠ.
Μάλιστα, κυβερνητικά στελέχη επισημαίνουν ότι τα στοιχεία δείχνουν πως η αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης έως το 2030 ενδέχεται να απορροφηθεί πλήρως από την επίδραση που θα προκαλέσει στην πορεία του ΑΕΠ η αύξηση της κατανάλωσης και των φορολογικών εσόδων από τη μη περικοπή των συντάξεων.
Η ελληνική πλευρά στηρίζει επίσης την επιχειρηματολογία της σε ένα «κοινωνικό» επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο, η μη περικοπή θα αποτρέψει την περαιτέρω φτωχοποίηση των συνταξιούχων, οι οποίοι όπως επισημαίνεται και στην τελευταία έκθεση της Κομισιόν κινδυνεύουν εξαιτίας των ψηφισμένων περικοπών.
Βέβαια, στην ίδια έκθεση, τα μέτρα που ελήφθησαν χαρακτηρίζονται απολύτως αναγκαία για την επίτευξη των στόχων οικονομικής ανάπτυξης και πρωτογενών πλεονασμάτων...