Την ανάγκη επιθετικότερης μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) μέσω διαγραφών, πλειστηριασμών αλλά και μακροπρόθεσμου ορίζοντα ρυθμίσεων, τονίζει στην Έκθεσή του για την ελληνική οικονομία το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και αφήνει σαφείς «αιχμές» για τα πρόσφατα stress tests. Ωστόσο, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν κάνει λόγο για ανάγκη να μπουν στην άκρη 10 δισ. ευρώ για την περαιτέρω στήριξη των τραπεζών από το Δημόσιο, κάτι που αναφερόταν στην προηγούμενη έκθεσή του τον περασμένο Φεβρουάριο.
Οχι σε κρατική bad bank
Την ίδια στιγμή, βάζει φρένο λόγω «δημοσιονομικού χαρακτήρα κινδύνων» στα σχέδια για τη δημιουργία μίας ειδικού τύπου ενιαίας εταιρείας διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, Asset Protection Schemes (APS) -τύπου bad bank-, η οποία θα χρηματοδοτηθεί με κρατική εγγύηση (σ.σ. εξού και ο δημοσιονομικός κίνδυνος), ιδιωτικά κεφάλαια και πόρους από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Σπόντα για τα stress tests
Στην Έκθεση γίνεται ειδική αναφορά στα αποτελέσματα του πρόσφατου τεστ αντοχής των ελληνικών τραπεζών. Σύμφωνα με το Ταμείο, στο δυσμενές σενάριο για 3 από τις 4 συστημικές τράπεζες ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας κινήθηκε χαμηλότερα από το 7,5%-8% και η σχετική κεφαλαιακή ανάγκη υπολογίζεται ότι θα μπορούσε να διαμορφωθεί από 1,3 έως 1,9 δισ. ευρώ.
Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι σαφής εικόνα για τις κεφαλαιακές ανάγκες αλλά και την κατάσταση των ελληνικών τραπεζών θα υπάρξει στο τέλος του 2018-αρχές του 2019, όταν θα είναι έτοιμη η συνολική έκθεση αξιολόγησης που θα κάνει ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) για τις ελληνικές τράπεζες, ο οποίος σχεδιάζει να ενσωματώσει όλα τα στοιχεία αλλά και τις ανάγκες που πιθανόν προκύπτουν από το δυσμενές σενάριο των stress tests.
Ο αναβαλλόμενος φόρος
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, ενώ τα αποτελέσματα του stress test δεν έδειξαν ότι απαιτείται άμεση δράση, οι τράπεζες εξακολουθούν να είναι ευάλωτες σε αρνητικά σοκ και επερχόμενες αποφάσεις των ρυθμιστικών αρχών. Υπάρχει ανάγκη να μειωθεί η σχετική βαρύτητα που έχουν οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις με βάση τον ελληνικό νόμο για την αναβαλλόμενη φορολογία (DTC), η οποία αντιστοιχεί σε πάνω από το 50% του δείκτη κεφαλαίων CET1 και η οποία προσφέρει περιορισμένη απορρόφηση ζημιών, αποθαρρύνει τους ιδιώτες επενδυτές και θέτει πιθανό δημοσιονομικό κόστος.
Δεδομένης της περιορισμένης δημιουργίας οργανικού κεφαλαίου, οι αντλήσεις κεφαλαίου (μέσω εκδόσεων εργαλείων στις αγορές που δεν προκαλούν «διάλυση» (dilution) και σε ευθυγράμμιση με τον στόχο περαιτέρω περιορισμού της κρατικής συμμετοχής), πρέπει να εξεταστούν μεσοπρόθεσμα. Μεσοπρόθεσμα επίσης ο κλάδος θα πρέπει να απορροφήσει το κόστος από τα IFRS 9 και να καλύψει τις ελάχιστες απαιτήσεις για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL).
Η ρευστότητα
Στο μέτωπο της ρευστότητας, το Ταμείο επισημαίνει ότι υπάρχει ακόμη αβεβαιότητα στον στόχο επιστροφής των καταθέσεων κι αυτό σε συνδυασμό με την κατάργηση του waiver και τη δυσκολία απευθείας χρηματοδότησης/δανεισμού των ελληνικών τραπεζών από τις αγορές ομολόγων, επηρεάζουν αρνητικά τη ρευστότητα. «Οι τράπεζες ίσως χρειασθεί να αξιοποιήσουν περισσότερο την ακριβή ρευστότητα του Έκτακτου Μηχανισμού Ρευστότητας (ELA), εξέλιξη που θα επηρεάσει αρνητικά την κερδοφορία τους», αναφέρει.
Τα κόκκινα δάνεια
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο καλεί τις ελληνικές τράπεζες να επιταχύνουν τα σχέδιά τους, με στόχο τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Πρέπει να προχωρήσουν σε μεγαλύτερες διαγραφές, σε περισσότερες πωλήσεις, τιτλοποιήσεις αλλά και σε μακροπρόθεσμου χαρακτήρα ρυθμίσεις. Κινήσεις που θα στηρίξουν και τον απώτερο σκοπό του τραπεζικού συστήματος, αυτόν της χρηματοδότησης της οικονομίας. Ωστόσο, οι συντάκτες της Έκθεσης παρατηρούν ότι η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, παρά τις βελτιώσεις που έχουν γίνει στο θεσμικό πλαίσιο, θα πάρει χρόνο να αποτυπωθούν στα αποτελέσματα των τραπεζών. Μάλιστα, τα μεγάλα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα θα συνεχίσουν να βαραίνουν τις τράπεζες, επηρεάζοντας αρνητικά την κερδοφορία και την κεφαλαιακή επάρκειά τους. Τέλος, το Ταμείο καλεί τις αρχές να συνεχίσουν να βελτιώνουν το νομοθετικό και θεσμικό πλαίσιο για την ενεργή διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η εταιρική διακυβέρνηση
Το Ταμείο σημειώνει ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα στις διοικητικές αλλαγές των ελληνικών τραπεζών και αναφέρει ότι η Τράπεζα της Ελλάδος και ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) πρέπει να προχωρήσουν σε περισσότερες αλλαγές όσον αφορά τη διακυβέρνηση των εσωτερικών μονάδων/επιτροπών των τραπεζών όπως: στη διακυβέρνηση του τομέα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και στο risk management.
Τα capital controls
Αναφορά γίνεται στην έκθεση και για την περαιτέρω χαλάρωση των capital controls. Οι αρχές έχουν έναν οδικό χάρτη για την περαιτέρω χαλάρωσή τους, λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο της ρευστότητας και την κατάσταση της οικονομίας. Ωστόσο, πρόθεσή τους είναι η ταχεία άρση των περιορισμών, χωρίς περιττές καθυστερήσεις, που θα ήταν επιζήμιες όσον αφορά την ενίσχυση της εμπιστοσύνης.