Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

ΕΤΕ: Σωτήριες... δυνάμεις κατασκευές - κατανάλωση

Η κατασκευαστική δραστηριότητα (δημόσιου και ιδιωτικού τομέα) και η κατανάλωση συνιστούν τις δύο κινητήριες δυνάμεις της ελληνικής οικονομίας που αντισταθμίζουν τις αρνητικές επιδράσεις από την επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου της χώρας, καθώς και από τη συνεχιζόμενη μείωση των χρηματιστηριακών αξιών, επισημαίνει η Εθνική Τράπεζα.

ΕΤΕ: Σωτήριες... δυνάμεις κατασκευές - κατανάλωση
Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος κυκλοφόρησε το τεύχος Σεπτεμβρίου 2002 του δελτίου Aνάλυσης της Ελληνικής Οικονομίας και των Αγορών (Economic & Μarket Analysis), το οποίο εκδίδεται στην αγγλική γλώσσα και προορίζεται για την ενημέρωση των επενδυτών του εξωτερικού. Το δελτίο παρουσιάζει τις πρόσφατες εξελίξεις και τάσεις της ελληνικής οικονομίας και των χρηματοοικονομικών αγορών της.

Στο δελτίο επισημαίνεται ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται με ρυθμό σημαντικά υψηλότερο από αυτόν της ευρωζώνης κατά το πρώτο εξάμηνο του 2002 (4,1% σε σχέση με 0,5% αντίστοιχα) σε ένα διεθνές περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από αυξημένο βαθμό αβεβαιότητας.

Η κατασκευαστική δραστηριότητα (δημόσιου και ιδιωτικού τομέα) και η κατανάλωση συνιστούν τις δύο κινητήριες δυνάμεις της ελληνικής οικονομίας που αντισταθμίζουν τις αρνητικές επιδράσεις από την επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου της χώρας (κυρίως λόγω της σημαντικής επιβράδυνσης της οικονομίας της ευρωζώνης και της ενίσχυσης του ευρώ), καθώς και από τη συνεχιζόμενη μείωση των χρηματιστηριακών αξιών.

Οι δυνάμεις αυτές, ιδιαίτερα η κατασκευαστική δραστηριότητα, αναμένεται ότι θα παράσχουν αναπτυξιακή ώθηση στη οικονομία και κατά το 2003, ενισχυόμενες από τους ικανοποιητικούς ρυθμούς αύξησης του πραγματικού διαθεσίμου εισοδήματος, τα χαμηλά επιτόκια και, κατά κύριο λόγο, το ιδιαίτερα φιλόδοξο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων (αυξημένο κατά 13% σε τρέχουσες τιμές).

Η πορεία, εξάλλου, των δεικτών συγκυρίας επιβεβαιώνει αυτές τις εκτιμήσεις, παρέχοντας όμως κάποιες ενδείξεις επιβράδυνσης της ελληνικής οικονομίας η οποία αναμένεται να συνεχισθεί έως το πρώτο τρίμηνο του 2003.

Οι ενδείξεις αυτές απορρέουν από τη σχετική εξασθένηση της εγχώριας κατανάλωσης, τη στασιμότητα της οικονομίας της ευρωζώνης, την υποχώρηση των χρηματιστηριακών αξιών – και τη αρνητική επίδραση που αυτή έχει στην καταναλωτική και επιχειρηματική εμπιστοσύνη -- καθώς και τη διαμόρφωση των διεθνών τιμών του αργού πετρελαίου σε επίπεδα πλησίον των 30 δολαρίων ανά βαρέλι.

Για την ποσοτικοποίηση των επιπτώσεων από τις διεθνείς εξελίξεις κατά το επόμενο έτος, χρησιμοποιήσαμε ένα μικρό οικονομετρικό υπόδειγμα της ελληνικής οικονομίας.

Σύμφωνα με το αισιόδοξο σενάριο ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας μπορεί να φτάσει το 4% το 2003, υπό την προϋπόθεση ότι η οικονομία της ευρωζώνης θα αναπτυχθεί με ρυθμό κοντά στο 2½ %, ότι οι τιμές του πετρελαίου θα μειωθούν στα 25 δολάρια το βαρέλι μέχρι το τρίτο τρίμηνο του 2003 και ότι οι δημόσιες επενδύσεις στην Ελλάδα θα αυξηθούν κατά 11% σε πραγματικούς όρους.

Σύμφωνα με ένα δεύτερο απαισιόδοξο σενάριο, ο ρυθμός ανάπτυξης θα περιοριστεί στο 3,3% αν ο ρυθμός ανάπτυξης στην ευρωζώνη δεν ξεπεράσει το 2%, η τιμή του πετρελαίου παραμείνει στα 30 δολάρια το βαρέλι για όλο το 2003 και οι δημόσιες επενδύσεις αυξηθούν κατά 4,5 % σε πραγματικούς όρους.

Όσον αφορά τον πληθωρισμό (βάση του δείκτη τιμών καταναλωτή) αναμένεται ότι θα υποχωρήσει σταδιακά έως το Β΄ τρίμηνο του 2003, θα είναι όμως δύσκολο να πέσει κάτω από το 3% (μέσο ετήσιο επίπεδο), τροφοδοτούμενος από τη σχετικά ισχυρή εγχώρια ζήτηση και τις υψηλές τιμές των καυσίμων.

Τέλος, επιχειρείται μια ανάλυση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των ελληνικών επιχειρήσεων μετά τη δημοσίευση των στοιχείων για το Α΄ εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Επισημαίνεται ότι η λειτουργική κερδοφορία των εισηγμένων εταιριών, οι οποίες δεν ανήκουν στο χρηματοπιστωτικό τομέα παραμένει σε ικανοποιητικά επίπεδα, αντανακλώντας τους ικανοποιητικούς ρυθμούς αύξησης των πωλήσεων (διψήφιος αριθμός).

Παράλληλα, ο δανεισμός των επιχειρήσεων, χωρίς τις επιχειρήσεις του κλάδου ενέργειας, συνεχίζει να αυξάνεται με διψήφιο αριθμό, και μόνον εάν δεν συνυπολογιστούν οι επιχειρήσεις ενέργειας περιορίζεται στο 2,1%, λόγω μείωσης του χρέους της ΔΕΗ.

Το ερώτημα είναι εάν η αύξηση του χρέους είναι υπέρμετρη και είναι πιθανόν να προκαλέσει στο μέλλον προβλήματα εξυπηρέτησής του. Κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τα στοιχεία. Συγκεκριμένα, ο λόγος των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων προς την αγοραία αξία των ιδίων κεφαλαίων διαμορφώνεται στο 23,2 % το πρώτο εξάμηνο του 2002 σε σύγκριση με 24 % το 2001 και είναι χαμηλότερος από τον αντίστοιχο λόγο για την ευρωζώνη (56% και 41% αντίστοιχα).

Τα παραπάνω έχουν ως αποτέλεσμα το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους των επιχειρήσεων σε σχέση με τα κέρδη προ τόκων και φόρων να μη συνιστά σημαντική επιβάρυνση, καθώς το μέγεθος του διαμορφώνεται στο 15,4 % το Α΄ εξάμηνο του 2002 (17,4% το Α΄ εξάμηνο του 2001). Επισημαίνεται ότι ο λόγος αυτός είναι σαφώς μικρότερος από τον αντίστοιχο δείκτη για την ευρωζώνη, ο οποίος είναι 35% τόσο για το 2001 όσο και για το 2002 (πρόβλεψη).

Οι εξελίξεις αυτές επιβεβαιώνονται και από την πορεία ενός σταθμισμένου Δείκτη Χρηματοοικονομικής Υγείας των Επιχειρήσεων (z-score) ο οποίος είναι βασισμένος σε δημοσιευμένες λογιστικές καταστάσεις των εισηγμένων επιχειρήσεων που δεν ανήκουν στον χρηματοοικονομικό τομέα και ο οποίος δεν καταδεικνύει κάποια σημαντική χειροτέρευση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των επιχειρήσεων κατά το 2002 σε αντιδιαστολή με την ευρωζώνη όπου η πορεία του δείκτη φανερώνει επιδείνωση κατά την ίδια περίοδο.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v