«Οι Έλληνες αποταμιευτές τα έχουν πλέον χαμένα, καθώς δεν γνωρίζουν το πώς να διαχειριστούν τις περιουσίες τους προκειμένου να αποφύγουν πιθανές ζημίες και -γιατί όχι- να εκμεταλλευτούν τις λεγόμενες ευκαιρίες της κρίσης».
Αυτό υποστηρίζει γνωστός παράγοντας της εγχώριας επενδυτικής αγοράς, συμπληρώνοντας πως η ανάγκη που έχουν τα νοικοκυριά για επαγγελματική διαχείριση της περιουσίας τους είναι μεγάλη όσο ποτέ κατά το παρελθόν.
Γενικότερα, υπάρχουν τρεις λόγοι για τους οποίους η πλειονότητα των εγχώριων αποταμιευτών έχει ανάγκη από επαγγελματικές συμβουλές:
Πρώτον, πολλοί από εκείνους που έχουν «βγάλει τα λεφτά τους έξω», είτε επιβαρύνονται με… αλμυρές προμήθειες και «ανταμείβονται» με… αρνητικές αποδόσεις, είτε δέχονται προτάσεις για επενδυτικά προϊόντα, τον κίνδυνο και τις προοπτικές των οποίων δεν είναι σε θέση να αξιολογήσουν. Ιδιαίτερα όσοι προχώρησαν σε βεβιασμένες κινήσεις κάτω από το άγχος ενός Grexit κατά τα προηγούμενα χρόνια, σήμερα δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν με τους «οίκους» του εξωτερικού, ή εναλλακτικά η επικοινωνία αυτή τους κοστίζει ακριβά.
Ειδικότερα, συχνά απουσιάζει ένας σύμβουλος που να μένει στην Ελλάδα και να τον εμπιστεύονται, του οποίου δουλειά θα είναι να τους ενημερώνει, να τους συμβουλεύει και να τους προτείνει κατά καιρούς εναλλακτικά επενδυτικά προϊόντα, ανάλογα με τη σχέση κινδύνου-προσδοκώμενης απόδοσης κάθε πελάτη.
Δεύτερον, για όσους έχουν εγκλωβισμένα κεφάλαια στην Ελλάδα (το λεγόμενο «παλαιό χρήμα»), η διαχείριση της περιουσίας τους περιορίζεται δραστικά από το υφιστάμενο καθεστώς των capital controls. Τι σημαίνει αυτό; Οριακά τραπεζικά επιτόκια, μετοχές και κρατικά ομόλογα υψηλής μεταβλητότητας και ακίνητα σε πτωτική πορεία. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν και προϊόντα (π.χ. η αναπτυσσόμενη αγορά των εταιρικών ομολόγων) που, κάτω από προϋποθέσεις, θα μπορούσαν να τους οδηγήσουν σε ικανοποιητικές αποδόσεις και
τρίτον, υπάρχουν και εκείνοι που πιστεύουν πως -αργότερα ή γρηγορότερα- η ελληνική οικονομία θα αρχίσει να ανακάμπτει, οπότε δείχνουν διατεθειμένοι να τοποθετήσουν ένα ποσοστό των κεφαλαίων τους στις λεγόμενες «ευκαιρίες της κρίσης», τώρα που οι τιμές των εγχώριων περιουσιακών στοιχείων έχουν μειωθεί σημαντικά. Ωστόσο, ο εντοπισμός αυτών των «ευκαιριών της κρίσης» δεν αποτελεί καθόλου εύκολη υπόθεση, ιδίως για όσους στερούνται της σχετικής παιδείας και εμπειρίας.
Πέρα όμως από την αυξημένη ζήτηση για asset management, αξιοσημείωτες διεργασίες βλέπουμε να γίνονται και στο μέτωπο της προσφοράς υπηρεσιών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.
Για παράδειγμα, μόλις το τελευταίο χρονικό διάστημα ανακοινώθηκαν επιχειρηματικές συμφωνίες όπως:
α) Η απόκτηση από τον γνωστό τραπεζίτη κ. Μιχάλη Σάλλα μειοψηφικού ποσοστού στη Wealth Financial Services και β) η συνεργασία της Whitetip Investments ΑΕΠΕΥ με τον όμιλο Πειραιώς στο μέτωπο των αμοιβαίων κεφαλαίων εσωτερικού και εξωτερικού, αλλά και με τη Δεπόλας Χρηματιστηριακή.
Συνολικότερα, βλέπουμε μια αναδιάταξη στον χώρο των ΑΕΠΕΥ, με αρκετές εταιρείες του χώρου να διευρύνουν το φάσμα των προσφερόμενων υπηρεσιών τους (στο εξωτερικό αλλά και στο εσωτερικό), ενώ επίσης στροφή προς το asset management επιχειρείται από χρηματιστηριακές εταιρείες και ΑΕΔΑΚ.
«Η στροφή ορισμένων χρηματιστηριακών εταιρειών προς τη διαχείριση χαρτοφυλακίων είναι αποτέλεσμα και των φτωχών επιδόσεων που καταγράφουν οι περισσότερες από τις υπόλοιπες δραστηριότητές τους», αναφέρει γνωστός χρηματιστής συμπληρώνοντας:
«Οι χρηματιστηριακές εντολές των Ελλήνων επενδυτών είναι πολύ χαμηλές σε αξία συναλλαγών, ενώ οι αντίστοιχες των ξένων “σπιτιών” υλοποιούνται με πολύ χαμηλά ποσοστά προμηθειών (συνήθως χαμηλότερα των πέντε μονάδων βάσης).
Αντίθετα, η διαχείριση χαρτοφυλακίου οδηγεί συνήθως σε μεγαλύτερα περιθώρια, ωστόσο χρειάζεται υποδομή, εξειδίκευση και τρόποι προκειμένου να υπερπηδηθούν τα εμπόδια των capital controls», αναφέρεται χαρακτηριστικά.