Mια εντελώς μοναχική και... ανάποδη πορεία ακολουθεί πλέον η Ελλάδα. Την ώρα που οι ανησυχίες διεθνώς φαίνεται να εξομαλύνονται έχοντας απορροφήσει τους κραδασμούς από σοκ όπως το Brexit και η εκλογή Τραμπ, που η οικονομία δείχνει να σταθεροποιείται σε ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης και που οι μεγάλες χρηματιστηριακές αγορές κινούνται ανοδικά σε ιστορικά υψηλά, η Ελλάδα βρίσκεται… στο ίδιο έργο θεατής: διαπραγματεύσεις επί διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, σκληρά φορολογικά μέτρα, επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις που καρκινοβατούν, αβέβαιη ανάπτυξη και ασταθές πολιτικό περιβάλλον.
Κάπως έτσι, όλα φαίνονται να έχουν παγώσει στον χρόνο και κανείς δεν είναι διατεθειμένος να αναλάβει το παραμικρό ρίσκο, γεγονός που έχει ιδιαίτερες επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία.
Εύλογα, λοιπόν, η αγορά (εξακολουθεί να) ζητά γρήγορες και αποφασιστικές κινήσεις από την κυβέρνηση, ιδίως στο μέτωπο των επενδύσεων, αφενός για να εξομαλυνθεί η κατάσταση και να κλειδώσει η ανάπτυξη για το 2017, αφετέρου για να βρεθεί ουσιαστικό (και όχι θεωρητικό) αντίμετρο στην επόμενη φοροεπιδρομή που (βάσει των εξελίξεων στην τρέχουσα διαπραγμάτευση) αναμένεται να πλήξει μισθωτούς και συνταξιούχους.
Την ώρα που οι εξαγγελίες του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, ανεβάζουν στα ύψη τα διεθνή χρηματιστήρια και η οικονομία των χωρών της ευρωζώνης δείχνει να σημειώνει υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης από πέρυσι, ο Γενικός Δείκτης του Χ.Α. εξακολουθεί να κυμαίνεται γύρω στις 650 μονάδες, εξαρτώμενος από τις εξελίξεις στις διαπραγματεύσεις για την περιβόητη δεύτερη αξιολόγηση.
Και από τη μια πλευρά, η αγορά δεν φοβάται επί του παρόντος το σενάριο εξόδου της χώρας από τη ζώνη του ευρώ, από την άλλη, όμως, δεν φαίνεται πως αρχίζει να προεξοφλεί σενάρια αξιοσημείωτης οικονομικής ανάπτυξης. «Αν οι επενδυτές είχαν πειστεί ότι οι επίσημοι στόχοι για ανάπτυξη +2,7% φέτος και 3,1% για το 2018 είναι επιτεύξιμοι, τότε οι ελληνικές μετοχές θα δικαιούνταν σαφώς υψηλότερα επίπεδα αποτίμησης», υποστηρίζεται από εγχώριους αναλυτές, οι οποίοι φοβούνται ένα σενάριο που θα περιλαμβάνει:
1.Επιμήκυνση συνομιλιών μέχρι τον Απρίλιο ή τον Μάιο (στο ενδεχόμενο αυτό υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσαμε να καταφέρουμε να ενταχθούμε στο μηχανισμό ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ).
2.Συνέχιση ενός κλίματος πολιτικής αβεβαιότητας από το φθινόπωρο και μετά, είτε λόγω της νέας αξιολόγησης που αναμένεται είτε ενδεχομένως και λόγω προσφυγής σε έκτακτες εκλογές.
3.Ρυθμό ανάπτυξης που για φέτος δεν θα ξεπεράσει το 1% ή έστω το 1,5%. «Μιλάμε για νέα μέτρα που θα έχουν κόστος 1 ή 2 δισ. ευρώ, ωστόσο αν μέσα από μια καθυστερημένη αξιολόγηση θυσιάσουμε έστω και μια ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ, τότε το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο ή, ακριβέστερα, χειρότερο», υποστηρίζεται χαρακτηριστικά. Πέραν όμως της όποιας φετινής επίδοσης στο μέτωπο του ΑΕΠ, πολλοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν πως χωρίς την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, η ανάπτυξη στην ελληνική οικονομία δεν θα είναι διατηρήσιμη στο μέλλον. Με το ίδιο επιχείρημα άλλωστε (της συνέχισης της ανάπτυξης) ο Κύπριος υπουργός Οικονομικών, κ. Χάρης Γεωργιάδης, εντείνει τις προσπάθειες για ιδιωτικοποιήσεις και μεταρρυθμίσεις, παρότι η χώρα του έχει ήδη βγει εδώ και ένα χρόνο από το μνημόνιο και παρότι η οικονομία της Μεγαλονήσου τρέχει ήδη με ρυθμούς 2,5% έως 3%.
4.Και κυρίως, νέες καθυστερήσεις σε μια σειρά από μέτωπα, με κυρίαρχο αυτό της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων (π.χ. άγνωστο το πότε τελικά θα τρέξει στην πράξη η διαδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού, πέρα από τις αδυναμίες που παρουσιάζει το προτεινόμενο σχέδιο νόμου), αλλά και προώθησης ιδιωτικοποιήσεων-αποκρατικοποιήσεων, με ενδεικτικές τις περιπτώσεις του Ελληνικού και των περιφερειακών αεροδρομίων. «Αν δεν τρέξουν γρήγορα οι μεγάλες επενδύσεις, δεν βλέπω τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική οικονομία θα μπορέσει να ανακάμψει σημαντικά», υποστηρίζει γνωστός παράγοντας της αγοράς, συμπληρώνοντας: «Σε μια χώρα με χαμηλό διαθέσιμο εισόδημα και τόσους φόρους, δεν μπορείς να προσδοκάς αύξηση του ΑΕΠ από την τόνωση της κατανάλωσης. Επίσης, ο τουρισμός δεν αρκεί από μόνος του για να σηκώσει στην πλάτη του ολόκληρη την οικονομία. Επιβάλλεται λοιπόν να έρθουν γρήγορα μεγάλες επενδύσεις. Τέτοια projects υπάρχουν πολλά, αλλά συνεχώς καθυστερούν. Ορισμένες φορές μάλιστα και αδικαιολόγητα».
5.Διατήρηση του κλίματος δυσφορίας που επικρατεί στην οικονομία, καθώς στην παρούσα φάση το μεγαλύτερο τμήμα των ανθρώπων της αγοράς ασχολείται με το πόσες εισφορές θα καταβάλλει στον ΕΦΚΑ, με το πώς θα ρυθμίσει τα δάνειά του και με το πώς θα μπορούσε να αποφύγει κάποιες από τις αυξημένες φορολογικές επιβαρύνσεις. Αν μάλιστα επιβεβαιωθεί αυτό το μίγμα, τότε είναι πιθανό να ανοίξει και το ζήτημα μιας ακόμη ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών μέσα στο 2018.
Ο μεγάλος φόβος
Με βάση τα προηγούμενα είναι σαφές ότι η αγορά φοβάται ένα μακρόχρονο… σύρσιμο της οικονομίας που δεν θα δημιουργεί συνθήκες για ουσιαστική προσέλκυση επενδυτών από το εξωτερικό, εκτός αν τα τιμήματα είναι ιδιαίτερα χαμηλά.
«Αρκετοί μιλούν για κάποιους επενδυτές του εξωτερικού που εισέρχονται στην εγχώρια αγορά ακινήτων. Στην πράξη όμως ζητούν να αγοράσουν ακίνητα στο 30% έως 50% του κόστους κατασκευής τους. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τις επιχειρήσεις. Σήμερα βρίσκονται προς πώληση δεκάδες μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας, από τον χώρο της πληροφορικής, της υγείας, των ιχθυοκαλλιεργειών, των ξενοδοχείων, του real estate και τόσων άλλων κλάδων. Για όλες σχεδόν αυτές τις εταιρείες έχει προκύψει ένα αρχικό επενδυτικό ενδιαφέρον, ωστόσο στις περισσότερες των περιπτώσεων τα τιμήματα απογοητεύουν τις πιστώτριες τράπεζες. Η ουσία είναι να γίνουν κάποιες πρώτες πωλήσεις έναντι χαμηλών τιμημάτων, πλην όμως στη συνέχεια -και αφού το κλίμα στην οικονομία θα αποκαθίσταται και το ΑΕΠ ανεβαίνει- θα επιτευχθούν καλύτερες αποτιμήσεις. Το πρόβλημα όμως είναι πως ούτε ομαλοποίηση της κατάστασης στην οικονομία βλέπουμε ούτε και ουσιαστική αύξηση του ΑΕΠ», υποστηρίζει οικονομικός διευθυντής εισηγμένης εταιρείας.
Οι επιλογές των επενδυτών
Σ’ αυτό το αβέβαιο κλίμα, οι Έλληνες επενδυτές έχουν στη διάθεσή τους τα πενιχρά επιτόκια των τραπεζικών καταθέσεων, μια ενδιαφέρουσα αγορά εταιρικών ομολόγων που ωστόσο βρίσκεται στο στάδιο της επώασης (αναμένονται μεγάλες εκδόσεις από ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους, την αρχή έκανε ήδη ο ΟΠΑΠ), την ιδιαίτερα αβέβαιη (πολλά υποσχόμενη, αλλά παράλληλα και ιδιαίτερα επικίνδυνη) επιλογή των κρατικών ομολόγων, τα ακίνητα που όλα δείχνουν ότι σε επίπεδο τουλάχιστον κατοικιών, θα συνεχίσουν την πτωτική τους πορεία και μια χρηματιστηριακή αγορά τριών ταχυτήτων:
-Τις τραπεζικές μετοχές που κινδυνεύουν κάτω από φάσμα ακόμη μίας ανακεφαλαιοποίησής τους μέσα στο 2018 (αν κάτι τέτοιο δεν γίνει, θα προσφέρουν πολύ υψηλές αποδόσεις).
-Μια ευρεία σειρά ισχυρών μη τραπεζικών μετοχών (π.χ. Motor Oil, Μυτιληναίος, Τιτάν, OTE, ΟΠΑΠ, Folli-Follie, Αεροπορία Αιγαίου, Jumbo, Sarantis, Πλαστικά Θράκης), που έχουν προσφέρει ιδιαίτερα θετικές αποδόσεις κατά την τελευταία πενταετία και από ορισμένους δεν θεωρούνται πλέον υποτιμημένες.
-Και πολλές μετοχές χαμηλής κεφαλαιοποίησης, που μπορεί μεν να είναι υποτιμημένες, ωστόσο διακρίνονται από περιορισμένη διασπορά και εμπορευσιμότητα.
Απέναντι σ’ αυτό το μίγμα, οι περισσότεροι προτείνουν αμυντικά χαρτοφυλάκια με πολλά μετρητά και επίλεκτες μη τραπεζικές μετοχές, κυρίως από τον FTSE/ATHEX Large Cap («25άρης»).
Οι πλέον αισιόδοξοι ωστόσο βρίσκουν ευκαιρίες εισόδου τουλάχιστον στις δύο τελευταίες από τις προαναφερόμενες κατηγορίες, υποστηρίζοντας ότι:
1.Όσο και αν έχουν ανεβεί οι αποτιμήσεις πολλών εταιρειών υψηλής και μέσης κεφαλαιοποίησης, οι μερισματικές αποδόσεις που προσφέρουν είναι συχνά πολλαπλάσιες από τα τρέχοντα προσφερόμενα επιτόκια.
2.Ορισμένες επίσης από τις παραπάνω μετοχές εξακολουθούν να διαπραγματεύονται με ελκυστικούς συντελεστές αποτίμησης.
3.Όσο κι αν ορισμένες εταιρείες έχουν χαμηλή εμπορευσιμότητα, η τοποθέτηση σε αυτές μπορεί να αποδειχτεί αποδοτική, αν ο επενδυτής αποφασίσει να διευρύνει τον χρονικό ορίζοντα της τοποθέτησής του.