Τα πρώτα ηχηρά μηνύματα ότι η παρατεταμένη περίοδος ανοχής τελείωσε και οι μεγαλομέτοχοι επιχειρήσεων, που βρίσκονται σε αδυναμία πληρωμών, θα πρέπει να βάλουν το χέρι στην τσέπη και να δεχθούν την επιτροπεία των πιστωτών καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα χάσουν άμεσα τα «μαγαζιά» τους, στέλνουν οι τράπεζες.
Υπό την πίεση της υλοποίησης των στόχων για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους, κατά 38%, ως το τέλος του 2019 και των «ποινών» που θα υποστούν, εφόσον δεν επιτευχθούν οι δεσμεύσεις, οι τράπεζες δείχνουν να εγκαταλείπουν το «τσούκου-τσούκου μπολ» των προηγούμενων ετών, αναλαμβάνοντας επιθετικά δράση.
Η συμφωνία εξυγίανσης που υπέγραψαν με τους μετόχους και τη διοίκηση της Μπουτάρης και οι συζητήσεις που διεξάγονται για την τύχη του ΔΟΛ, αποτελούν δύο χαρακτηριστικά δείγματα της αλλαγής στάσης.
Παρότι η κυβέρνηση καθυστερεί να θεσμοθετήσει τη νομική κάλυψη για όσους υπογράφουν ρυθμίσεις δανείων, με διαγραφή μέρους των απαιτήσεων και το νέο πλαίσιο εξωδικαστικού συμβιβασμού, οι τράπεζες ανασύρουν από το υφιστάμενο «οπλοστάσιο» εργαλεία, που μπορούν να οδηγήσουν σε έξωση διοικήσεων ή υπαγωγή τους σε καθεστώς επιτροπείας.
Έτσι, τους τελευταίους μήνες, στρέφονται όλο και περισσότερο στην αξιοποίηση των διατάξεων περί ειδικής διαχείρισης του νόμου Δένδια, οι οποίες βελτιώθηκαν από τις τροποποιήσεις που επήλθαν μέσω του νέου πτωχευτικού κώδικα.
Ο νόμος Δένδια παρέχει τη δυνατότητα σε πιστωτές που κατέχουν τουλάχιστον το 40% των συνολικών υποχρεώσεων επιχείρησης, να αιτούνται στο δικαστήριο τον διορισμό ειδικού διαχειριστή, εφόσον η εταιρεία βρίσκεται σε γενική και μόνιμη αδυναμία εκπλήρωσης υποχρεώσεων ή εμφανίζει αρνητική καθαρή θέση επί δύο χρήσεις.
Εφόσον η αίτηση γίνει αποδεκτή, ο έλεγχος της εταιρείας περνά, πρακτικά, στον ειδικό διαχειριστή. Ο τελευταίος αναλαμβάνει να προχωρήσει σε απογραφή των περιουσιακών της στοιχείων και εν συνεχεία να προκηρύξει δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό για την εκποίηση του ενεργητικού της, εν συνόλω ή τμηματικά.
Στόχος είναι να επιτευχθεί η πλήρης εξόφληση των πιστωτών, που λειτουργούν ως εντολείς του και η δουλειά του ειδικού διαχειριστή να ολοκληρωθεί εντός 12μήνου.
Η διαδικασία παρέχει τη δυνατότητα να υπάρξει αγοραστικό ενδιαφέρον για τα assets υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, που για να πωληθούν θα έπρεπε να υπάρξει γενναία διαγραφή χρεών μετά από συμφωνία με στρατηγικό επενδυτή και μέσω της χρονοβόρου, όπως αποδείχθηκε στην περίπτωση της Μαρινόπουλος, διαδικασίας εξυγίανσης του 106 β-θ.
Επιπρόσθετα, η έξωση της διοίκησης και ο διορισμός ειδικού διαχειριστή επιτρέπει στις τράπεζες να παράσχουν ενδιάμεση χρηματοδότηση, για την οποία όμως θα πάρουν προτεραιότητα αποπληρωμής από την πώληση/εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας.
Στο στόχαστρο περίπου 100 μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις
Οι τράπεζες άρχισαν να εφαρμόζουν τις διατάξεις του νόμου από το β' εξάμηνο του 2016, λόγω της αβεβαιότητας που χαρακτήρισε το 2015. Κάποιοι επιχειρηματίες, υπό την απειλή της απώλειας ελέγχου των εταιρειών τους, ενέδωσαν στο τελεσίγραφο και ρύθμισαν τα δάνειά τους, ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις υπήρξε «έξωση» διοικήσεων και εγκατάσταση ειδικών διαχειριστών.
Το «όπλο» του διορισμού ειδικού διαχειριστή εξετάζεται τώρα και για περιπτώσεις μεγάλων ομίλων όπως ο ΔΟΛ. Μέρος των πιστωτριών τραπεζών του εκδοτικού ομίλου πιέζουν προς αυτή την κατεύθυνση και εφόσον λυθούν προβλήματα ενδιάμεσης χρηματοδότησης, είναι πιθανόν η αίτηση να κατατεθεί τις αμέσως προσεχείς ημέρες.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις τραπεζικών στελεχών, υπό την απειλή έξωσης διοικήσεων με εγκατάσταση ειδικού διαχειριστή βρίσκονται περίπου 100 μεγάλου και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις.
Οι προϋποθέσεις
Οι προϋποθέσεις για να κινηθεί διαδικασία είναι οι εξής: Η επιχείρηση να βρίσκεται σε γενική και μόνιμη αδυναμία εκπλήρωσης υποχρεώσεων, ή να εμφανίζει για δύο συνεχόμενες χρήσεις αρνητικά ίδια κεφάλαια, ή καθαρή θέση χαμηλότερη του 1/10 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου (σ.σ. λόγος λύσης, βάσει του άρθρου 48 του Ν. 2190).
Η αίτηση των πιστωτών θα πρέπει να συζητείται εντός διμήνου από την κατάθεσή της, ενώ η απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου δεν υπόκειται σε τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα, εκτός αν η ίδια προβλέπει κάτι διαφορετικό. Η απόφαση πρέπει να εκδοθεί εντός μηνός από τη συζήτηση της αίτησης. Αιτήσεις τριτανακοπής συζητούνται εντός 30 ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης.
Ο ειδικός διαχειριστής προτείνεται από τους πιστωτές και πληρώνεται από τους ίδιους. Αν από το προϊόν της εκποίησης εξοφλούνται οι πιστωτές, ο έλεγχος της εταιρείας με το εναπομείναν ενεργητικό επιστρέφει στους μετόχους της. Διαφορετικά, με την ολοκλήρωση της ειδικής διαχείρισης, υποβάλλεται αίτηση πτώχευσης. Όλα αυτά θα τρέξουν με διαδικασίες εξπρές καθώς η ειδική διαχείριση πρέπει να ολοκληρώνεται, εκτός εξαιρέσεων, το αργότερο σε 12 μήνες.
Η ηπιότερη λύση της επιτροπείας
Για όσους μεγαλομετόχους επιχειρήσεων με υψηλές ληξιπρόθεσμες οφειλές δεχθούν να συνεργαστούν, καλύπτοντας μικρές, έστω, αυξήσεις κεφαλαίου με μετρητά ή σε είδος ή δίνοντας πρόσθετες εξασφαλίσεις (ενεχυρίαση μετοχών, σημάτων κ.ά.), υπάρχει η ηπιότερη λύση της επιτροπείας.
Το παράδειγμα της Μπουτάρης είναι ενδεικτικό, σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη. Η συμφωνία εξυγίανσης που κατατέθηκε προς επικύρωση στο δικαστήριο προβλέπει επιμήκυνση δανεισμού και οφειλών προς Δημόσιο και Ταμεία και εξόφλησή τους σε 180 δόσεις (15ετία). Οι μέτοχοι δεσμεύονται να βάλουν ελάχιστο φρέσκο χρήμα, αλλά θα ενεχυριάσουν το σύνολο των μετοχών τους και των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας.
Οι πιστωτές θα εγκαταστήσουν τοποτηρητή (Chief Restructuring Officer - CRO) που θα εποπτεύει την εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης.
Ο CRO θα αναλάβει την παρακολούθηση της υλοποίησης του σχεδίου αναδιάρθρωσης οφειλών της καθώς και του νέου business plan, ελέγχοντας τις ταμειακές ροές και τη χρήση των κεφαλαίων. Θα ενημερώνει δε τους συμβαλλόμενους πιστωτές, με τριμηνιαίες αναφορές, ενώ η Μπουτάρης δεσμεύεται να χορηγεί όλα τα απαραίτητα στοιχεία.