Καμία πρόοδος δεν υπήρξε το Σαββατοκύριακο στα εργασιακά, παρά την τηλεδιάσκεψη των στελεχών του οικονομικού επιτελείου με το κουαρτέτο των δανειστών. Έτσι, η μόνη λύση ακουμπά σε μια «πολιτική απόφαση» κατά τη σημερινή κρίσιμη συνεδρίαση του Eurogroup.
Παρά τις συνεχείς διαβουλεύσεις και τις παρασκηνιακές διεργασίες προκειμένου μέχρι την τελευταία στιγμή να καταγραφεί πρόοδος στο θέμα των εργασιακών, σύμφωνα με πληροφορίες, οι προσπάθειες προσέκρουσαν στον τοίχο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που αρνείται να κάνει οποιαδήποτε υποχώρηση τόσο στο θέμα των ομαδικών απολύσεων, όσο και σε αυτό των συλλογικών διαπραγματεύσεων που τίθεται από την ελληνική κυβέρνηση.
Το νούμερο 1 πρόβλημα αφορά τις ομαδικές απολύσεις. Οι εκπρόσωποι των θεσμών, όχι μόνο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αλλά και οι Ευρωπαίοι, ζητούν τόσο την αύξηση του επιτρεπόμενου ορίου απολύσεων από 5% σε 10%, όσο και την κατάργηση της διοικητικής προέγκρισης των ομαδικών απολύσεων που διατηρεί ο εκάστοτε υπουργός Εργασίας.
Στο πλαίσιο των αμοιβαίων υποχωρήσεων, η υπουργός Εργασίας στο θέμα των ομαδικών απολύσεων αποδέχεται την κατάργηση του υπουργικού βέτο, συζητά το ενδεχόμενο το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας υπό νέα, πιο αντιπροσωπευτική σύνθεση να ελέγχει τη νομιμότητα των διαδικασιών και προσπαθεί να διατηρήσει τη δυνατότητα ενός πιο ουσιαστικού ελέγχου των αποφάσεων της εκάστοτε επιχείρησης.
Στον αντίποδα, εμφανίζεται αποφασισμένη να μην υποχωρήσει στο θέμα της αύξησης του ποσοστού των επιτρεπόμενων απολύσεων. Καθώς μάλιστα από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υπάρχει κάποια σαφής στήριξη των ελληνικών θέσεων, στο εσωτερικό των θεσμών, η αρμόδια υπουργός Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου αρνείται να ανοίξει τα χαρτιά της για οποιαδήποτε πιθανή υπαναχώρηση. Βέβαια, μπροστά στο ευρύτερο διακύβευμα της ολοκλήρωσης της β’ αξιολόγησης, πληθαίνουν πλέον οι φωνές ακόμη και στο εσωτερικό της κυβέρνησης, που κάνουν λόγο για μικρό κόστος, πολιτικό και κοινωνικό, καθώς το όριο αφορά περίπου το 2% των επιχειρήσεων (που απασχολούν όμως πάνω από το 25% των μισθωτών).
Το μέγεθος της όποιας υποχώρησης θα εξαρτηθεί βέβαια και από τα βήματα που θα δεχθούν να κάνουν πίσω στο θέμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων οι δανειστές.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει θέσει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης την επαναφορά της αρχής της ευνοϊκότερης για τον εργαζόμενο ρύθμισης και της επέκτασης των κλαδικών συμβάσεων, επισημαίνοντας ότι στην Ελλάδα, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις έχουν καταρρεύσει και απαιτείται η επαναφορά τους, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου.
Άποψη, που στα λόγια φαίνεται πως αποδέχθηκε και ο Ευρωπαίους επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στη χώρα μας. Και η οποία είναι εκ διαμέτρου αντίθετη από αυτή που κατέγραψαν οι δανειστές στο τελευταίο κείμενό τους, πριν αποχωρήσουν από την Αθήνα.
Στο πλευρό της ελληνικής κυβέρνησης συντάχθηκαν μάλιστα, την περασμένη εβδομάδα, και οι Σοσιαλδημοκράτες του Ευρωκοινοβουλίου, μετά και τη συνάντηση που είχε η Έφη Αχτσιόγλου με τον Τζιάνι Πιτέλα στις Βρυξέλλες. Συγκεκριμένα, με επιστολή τους προς Γιούνκερ, Ντάισελμπλουμ, Ντράγκι και Μοσκοβισί, ζητούν την αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην Ελλάδα.
«Το ισχύον σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων στην Ελλάδα παραβιάζει τον Ευρωπαϊκό Χάρτη θεμελιωδών Δικαιωμάτων αλλά και βασικές συνθήκες της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας», λένε στην επιστολή τους οι Σοσιαλδημοκράτες, υπενθυμίζοντας πως η Κομισιόν είναι υποχρεωμένη από τη συνθήκη του ESM να διασφαλίζει πως τα μνημόνια είναι συμβατά με την κοινοτική νομοθεσία... Γι' αυτό -καταλήγουν - είναι απαραίτητο να επανέλθει η ουσία των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ώστε οι Έλληνες εργαζόμενοι να μπορούν να έχουν «αξιοπρεπείς μισθούς»...
Βέβαια οι επιστολές αλλά και οι διαβουλεύσεις του Σαββατοκύριακου δεν φαίνεται να έκαμψαν τις αντιστάσεις των Ευρωπαίων που συμμετέχουν στο κουαρτέτο, καθώς δεν διαφοροποιήθηκαν από το ΔΝΤ, με αποτέλεσμα το «τεχνικό αδιέξοδο» να παραμένει. Στην πράξη, οι δανειστές επιμένουν στη θέση που είχαν καταγράψει στο τελευταίο τους κείμενο προς την ελληνική κυβέρνηση, ζητώντας να παραμείνει σε αναστολή η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης και η δυνατότητα επέκτασης των κλαδικών συμβάσεων.
Ο κατώτατος μισθός και οι συλλογικές συμβάσεις
Το θέμα του καθορισμού του κατώτατου μισθού από τους κοινωνικούς εταίρους φαίνεται πως έχει φύγει από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ενώ το μόνο παράθυρο για πιθανές αλλαγές στις συλλογικές διαπραγματεύσεις ανοίγει από την πρόβλεψη για δημιουργία ενός νέου διοικητικού συστήματος παρακολούθησης της αντιπροσωπευτικότητας των κλαδικών συμβάσεων, καθώς και την παραδοχή ότι οι διαπραγματεύσεις θα συνεχιστούν για περαιτέρω μέτρα που θα εξασφαλίσουν ότι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις είναι σύμφωνες με τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές.
Στα θετικά, προβλέπει την αύξηση της μετενέργειας σε 6 μήνες. Στις ομαδικές απολύσεις, επιμένουν στην αύξηση του ποσοστού, ζητούν αλλαγή στη σύνθεση του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας το οποίο θα ελέγχει τη νομιμότητα των διαδικασιών. Ζητούν επιτάχυνση της διαδικασίας νομικού ελέγχου της δυνατότητας του εργοδότη να μην αμείβει αυτούς που δεν απεργούν, εφόσον η επιχείρηση παραμένει κλειστή, ανοίγουν το θέμα της αλλαγής του συνδικαλιστικού νόμου απαιτώντας νέες προβλέψεις για απόλυση συνδικαλιστών και περιορισμούς στις συνδικαλιστές άδειες, ενώ επιμένουν έως τον Δεκέμβριο του 2017 να νομοθετηθούν αλλαγές και στη λειτουργία του ΟΜΕΔ.