Κατά 40,2 δισ. ευρώ ή κατά 38% θα μειωθούν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των τραπεζών ως το τέλος του 2019, με βάση τους επιχειρησιακούς στόχους που υπέβαλαν οι εγχώριες τράπεζες (συστημικές και μη) στην Τράπεζα της Ελλάδος και στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM).
Όπως προκύπτει από την πρώτη τριμηνιαία έκθεση της ΤτΕ, οι εμπορικές και συνεταιριστικές τράπεζες στοχεύουν να μειώσουν τα εν Ελλάδι μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους (Non Performing Exposures- NPEs) από 106,9 δισ. ευρώ στο τέλος Ιουνίου 2016 σε 66,7 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2019.
Πρόκειται σύμφωνα με την ΤτΕ για φιλόδοξο αλλά εφικτό στόχο ο οποίος θα επιτευχθεί κατά μεγαλύτερο μέρος του τη διετία 2018-19.
Ειδικότερα στο τέλος της φετινής χρονιάς τα NPEs εκτιμάται ότι θα μειωθούν οριακά στα 105,8 δισ. ευρώ για να πέσουν στο τέλος του 2017 στα 98,2 δισ. ευρώ (μείωση κατά 7,6 δισ. ευρώ). Το 2018 θα μειωθούν κατά σχεδόν 15 δισ. ευρώ ( σ.σ από 98,2 σε 83,3 δισ. ευρώ) και το 2019 κατά 16.6 δισ. ευρώ ( σ.σ από 83,3 σε 66,7 δισ.)
Η μείωση, κατά 40,2 δισ. ευρώ ως το τέλος του 2019, εκτιμάται ότι θα προέλθει κυρίως από τις επιτυχείς ρυθμίσεις δανείων. Ειδικότερα εκτιμάται ότι μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ονομαστικής αξίας 30,8 δισ. ευρώ (σ.σ περίπου του 29% του υπολοίπου των NPEs τον Ιούνιο του 2016) θα καταστούν κατόπιν ρυθμίσεων ενήμερα.
Η παραπάνω επίδοση θα αντισταθμισθεί, όμως, στο σύνολό της, από τα νέα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, που εκτιμάται ότι θα ανέλθουν στην τριετία στα 30,4 δισ. ευρώ. Η συσσώρευση νέων NPEs αναμένεται κατά κύριο λόγο ως το τέλος του 2017.
Ως εκ τούτου ο στόχος μείωσης κατά 40,2 δισ. ευρώ θα επέλθει από τις υπόλοιπες δράσεις. Από τις εισπράξεις τόκων δανείων που θα γυρίσουν σε τακτική εξυπηρέτηση αναμένονται στην τριετία έσοδα, ύψους 6 δισ. ευρώ.
Σε ρευστοποίηση εμπράγματων εξασφαλίσεων θα οδηγηθούν δάνεια ονομαστικής αξίας 11,5 δισ., ενώ προβλέπεται να πωληθούν δάνεια ονομαστικής αξίας 7,4 δισ. ευρώ.
Τέλος θα υπάρξουν διαγραφές δανείων ύψους 13,9 δισ. ευρώ ενώ κατά 2 δισ. ευρώ θα μειωθούν τα NPEs από άλλες κινήσεις (μετοχοποίηση δανείων κά).
Με βάση τα ανωτέρω, εκτιμάται ότι στο τέλος του 2019 ο δείκτης NPEs θα υποχωρήσει σε 34%.
Μείωση κατά 49% στα NPLs
Κατά την ίδια περίοδο, τα δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών (Non Performing Loans – NPLs) αναμένεται να μειωθούν κατά 49%, από 78,3 δισ. τον Ιούνιο του 2016 σε 40,2 δισ. το 2019. Ο σχετικός δείκτης NPLs αναμένεται να μειωθεί από 37% σε 20% για την ίδια χρονική περίοδο.
Με βάση την κλαδική ανάλυση η επίτευξη του στόχου μείωσης των NPEs κατά 40,2 δισ. θα προέλθει κατά 58% από τα επιχειρηματικά δάνεια κατά 22% από τα καταναλωτικά κατά το υπόλοιπο από τα στεγαστικά.
Στα επιχειρηματικά δε, η μεγαλύτερη συμβολή αναμένεται να έρθει από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (26% του συνολικού στόχου) και ακολούθως από τους ελεύθερους επαγγελματίες και τις πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Οι στόχοι ανά κατηγορία χορηγήσεων
Όσον αφορά στην κλαδική διάρθρωση τα NPEs στα στεγαστικά δάνεια προβλέπεται να μειωθούν από 28,1 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2016 (42% επί των χορηγήσεων) σε 19,7 δισ. ευρώ ( 32%) στο τέλος του 2019. Τα NPLs της κατηγορίας προβλέπεται να μειωθούν από 20,7 δισ. (Ιούνιος 2016) σε 12,9 δισ. (Δεκέμβριος 2019) με το σχετικό δείκτη να υποχωρεί από το 31% στο 21%.
Στα καταναλωτικά τα NPEs θα καταγράψουν τη μεγαλύτερη μείωση με βάση τους επιχειρησιακούς στόχους καθώς προβλέπεται να διαμορφωθούν σε μόλις 6,5 δισ. στο τέλος του 2019 από 15,2 δισ. ευρώ τον περασμένο Ιούνιο. Ο δείκτης θα υποχωρήσει από το 64% στο 36%. Η μεγαλύτερη μείωση προβλέπεται να καταγραφεί τη διετία 2018-19.
Στα επιχειρηματικά δάνεια τα NPEs σε απόλυτο νούμερο προβλέπεται να μειωθούν από 64,3 δισ. σε 40,5 δισ. ευρώ με το δείκτη NPEs να μειώνεται αντίστοιχα από 53% σε 35%. Τα NPLs (πριν από τις προβλέψεις) προβλέπεται να μειωθούν από 45,1 σε 22,7 δισ. ευρώ.
Κρίσιμη για τράπεζες και οικονομία η επίτευξη των στόχων
Η διαχείριση των NPEs αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, σύμφωνα με την ΤτΕ. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος είναι κρίσιμη καθώς, πέρα από τη βελτίωση της οικονομικής ευρωστίας των τραπεζών, θα επιτρέψει την απελευθέρωση κεφαλαίων προς χρηματοδότηση των περισσότερο παραγωγικών κλάδων της οικονομίας και θα συμβάλει γενικότερα στην ανάπτυξη.
Η επίλυση του προβλήματος του ιδιωτικού χρέους είναι υψίστης σημασίας για τη δημιουργία συνθηκών μεταστροφής της ελληνικής οικονομίας προς εξαγωγικούς κλάδους και την αποτελεσματικότητα της κατανομής των πόρων.
Ο εντοπισμός των επιχειρήσεων με προοπτικές βιωσιμότητας, για τις οποίες θα πρέπει να εφαρμοστούν ικανές μακροπρόθεσμες λύσεις αναδιάρθρωσης, σε συνδυασμό με την προσέλκυση νέων κεφαλαίων, θα συμβάλει στη διατήρηση του παραγωγικού ιστού της οικονομίας και θα θέσει τα θεμέλια για την επανεκκίνηση των επενδύσεων και της ανάπτυξης.
Στο ίδιο πνεύμα, η επίλυση του προβλήματος του ιδιωτικού χρέους μπορεί να βοηθήσει την αποκατάσταση της πιστοληπτικής ικανότητας των νοικοκυριών και να συμβάλει στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
* Η πλήρης έκθεση της ΤτΕ δημοσιεύεται στη δεξιά στήλη «Συνοδευτικό Υλικό»