Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Ωρα μηδέν για το παζάρι στα εργασιακά

Η πραγματική εικόνα της εγχώριας αγοράς εργασίας, οι απαιτήσεις των δανειστών, η διγλωσσία των κοινωνικών εταίρων και οι «επιθετικές» απαιτήσεις της ελληνικής πλευράς. Ο ρόλος του πορίσματος της επιτροπής Σοφών και η δύσκολη εξίσωση.

Ωρα μηδέν για το παζάρι στα εργασιακά

Η... ζούγκλα που επικρατεί στην εγχώρια αγορά εργασίας, οι απαιτήσεις των δανειστών με προεξάρχουσες αυτές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η διγλωσσία των εγχώριων κοινωνικών εταίρων και οι μαξιμαλιστικές προθέσεις της ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας συνθέτουν το σκηνικό στο οποίο θα διαδραματιστεί η διαπραγμάτευση για τα εργασιακά.

Μάλιστα, σε αυτές τις συνθήκες, δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι οι πλέον ρεαλιστικές θέσεις είναι αυτές της πλειοψηφίας της επιτροπής εμπειρογνωμόνων, όπως καταγράφονται στο πόρισμα που έχουν στα χέρια τους οι δύο πλευρές και αναμένεται να αποτελέσει τη βάση της διαπραγμάτευσης που αναμένεται να ξεκινήσει πιθανότατα προς το τέλος της εβδομάδας.

Η εξίσωση είναι δύσκολη

Η κατάσταση που επικρατεί στην εγχώρια αγορά εργασίας έχει ξεπεράσει τις ασκήσεις επί χάρτου. Η ανεργία διατηρείται σε δραματικά υψηλά επίπεδα, στο 23,2% τον Ιούλιο του 2016, με τις γυναίκες, τους νέους αλλά και τους μεγαλύτερους σε ηλικία άνεργους (μεταξύ 55 και 64 ετών) να παραμένουν τα μεγαλύτερα θύματα. Μάλιστα, η χώρα μας κατακτά άλλη μια θλιβερή πρωτιά, αυτή της ανεργίας των νέων πτυχιούχων.

Την ίδια στιγμή, η μείωση του κατώτατου μισθού τα χρόνια της κρίσης έχει φτάσει στο 19,5%, με προσμετρημένο και τον αποπληθωρισμό, την ώρα που άλλες ευρωπαϊκές χώρες ήδη προχωρούν σε αυξήσεις. Το ντόμινο των μειώσεων έχει φυσικά επηρεάσει και τον μέσο μισθό, ο οποίος έχει περικοπεί, την περίοδο 2009-2014, κατά 28%. Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Εργασίας, 126.956 εργαζόμενοι αμείβονται με μικτό μηνιαίο μισθό έως 100 ευρώ. Συνολικά 343.760 εργαζόμενοι αμείβονται με μηνιαίους μισθούς από 100 έως και 400 ευρώ μικτά.

Ουσιαστικά πρόκειται για εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας μερικής απασχόλησης ή εκ περιτροπής εργασία 2, 3 ημερών την εβδομάδα, ή ακόμη και μερικών ωρών την εβδομάδα. Άλλωστε, σύμφωνα με τα στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, η επικράτηση των προσλήψεων με μερική απασχόληση είναι δεδομένη. Από τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας προκύπτει επίσης ότι οι κλαδικές συμβάσεις εργασίας αποτελούν είδος υπό εξαφάνιση, ενώ, αντίθετα, τα τρία τελευταία χρόνια κυριαρχούν οι επιχειρησιακές συμβάσεις, καθώς και οι συμβάσεις που υπογράφουν οι «ενώσεις προσώπων».

Έτσι, προκύπτει ότι τα τρία τελευταία χρόνια οι επιχειρησιακές συμβάσεις που υπέγραψαν τα συνδικάτα ανέρχονται συνολικά σε 492, ενώ οι επιχειρησιακές συμβάσεις που υπογράφηκαν από τις «ενώσεις προσώπων» έφθασαν τις 407.

Με δεδομένη την πραγματική εικόνα της αγοράς εργασίας, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση των εγχώριων κοινωνικών εταίρων, στην προσπάθεια του υπουργείου Εργασίας να παρουσιαστεί ένα κοινό εθνικό μέτωπο για τα εργασιακά.

Μετά την υπογραφή της κοινής δήλωσης των εταίρων, υπήρξε διγλωσσία και παραφωνίες, μεταξύ των εργοδοτών. Ο ΣΕΒ έχει βγει μπροστά, υπερασπιζόμενος τόσο την επικράτηση των επιχειρησιακών συμβάσεων όσο και την κατάργηση της μονομερούς προσφυγής στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ). Στον αντίποδα, ΓΣΕΒΕΕ και ΕΣΕΕ τάσσονται υπέρ των κλαδικών συμβάσεων, τουλάχιστον στα λόγια.

Γιατί στην πράξη, τα πράγματα αλλάζουν. Είναι ενδεικτική η περίπτωση των δύο πρόσφατων κλαδικών συμβάσεων που ισχύουν μετά την απόφαση του ΟΜΕΔ (5μελής επιτροπή). Οι εκπρόσωποι των ζαχαρωδών και των ιδιοκτητών επισιτιστικών καταστημάτων που είναι μέλη της ΓΣΕΒΕΕ προτίθενται να προσφύγουν στη δικαιοσύνη κατά της απόφασης, η οποία παρότι προβλέπει ακόμη και μειώσεις της τάξης του 22,5%, δεν ικανοποιεί τους εργοδότες. Και αυτό γιατί στην αγορά επικρατούν ατομικές ή έστω επιχειρησιακές συμβάσεις που προβλέπουν αμοιβές της τάξης των 586 ευρώ τον μήνα (κατώτατος) ή ακόμη και 511 ευρώ για την περίπτωση των νέων εργαζόμενων (κάτω των 25 ετών). Μάλιστα, υπάρχουν και επιχειρηματίες που απειλούν ακόμη και με αποχωρήσεις από το αντιπροσωπευτικό-συνδικαλιστικό τους όργανο, ώστε να μην είναι υποχρεωμένοι να εφαρμόσουν την κλαδική σύμβαση που προέκυψε από την 5μελή επιτροπή του ΟΜΕΔ.

Τα θέματα που θα συζητηθούν είναι οι ομαδικές απολύσεις, οι συλλογικές συμβάσεις και ο συνδικαλιστικός νόμος. Στο «καυτό» θέμα των ομαδικών απολύσεων, διαχρονικά οι δανειστές ζητούν να αυξηθούν τα όρια πέραν των οποίων οι απολύσεις λογίζονται ομαδικές και να καταργηθεί το δικαίωμα διοικητικής έγκρισης -δηλαδή το βέτο- που διατηρεί ο υπουργός Εργασίας επί των ομαδικών απολύσεων.

Αντίθετα, στο θέμα των συλλογικών συμβάσεων και ιδιαίτερα του τρόπου καθορισμού του κατώτατου μισθού, οι εκπρόσωποι των δανειστών θεωρούν πως ο μισθός πρέπει να αποφασίζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση και ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων να είναι συμβουλευτικός. Μάλιστα, το ΔΝΤ έχει εκτιμήσει πως ο κατώτατος μισθός παραμένει υψηλότερος σε σύγκριση με ανταγωνίστριες χώρες της Ελλάδας ως ποσοστού του ΑΕΠ, ενώ η δομή του είναι εξαιρετικά περίπλοκη, λόγω τριετιών, επιδομάτων κ.λπ. και θεωρεί πως πρέπει να είναι ένα μοναδιαίο ποσό αναφοράς.

Όσον αφορά δε το ελληνικό αίτημα για επαναφορά της υπερίσχυσης των κλαδικών συμβάσεων έναντι των επιχειρησιακών, οι δανειστές έχουν κατά καιρούς ταχθεί υπέρ της ευελιξίας των αμοιβών και της καθαρής υπερίσχυσης των επιχειρησιακών και ατομικών συμβάσεων. Αλλά και για το θέμα του συνδικαλιστικού νόμου, στο τραπέζι των συζητήσεων αναμένεται να τεθεί από τους εκπροσώπους των δανειστών αίτημα αλλαγής του μηχανισμού λήψης της απόφασης για απεργίες με αύξηση του αριθμού των εργαζομένων που απαιτούνται για την επικύρωση και αύξηση του χρόνου προειδοποίησης. Επίσης δεν αποκλείεται να ξαναθέσουν αίτημα επαναφοράς του δικαιώματος ανταπεργίας (λοκάουτ) στους εργοδότες.

Η ελληνική πλευρά θέτει στο τραπέζι επιτακτικά το θέμα της επιστροφής του κατώτατου μισθού στα χέρια των κοινωνικών εταίρων και της επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Αναλυτικά, κεντρικός στόχος της κυβέρνησης είναι να αποδώσει στους κοινωνικούς εταίρους τον καθορισμό του κατώτατου μισθού μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων. Για τον υποκατώτατο μισθό που δίνεται στους νέους κάτω των 25 ετών, το υπουργείο Εργασίας επιμένει ότι παραβιάζει τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, καθώς αφενός βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας και αφετέρου συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας.

Προτεραιότητα της κυβέρνησης είναι να ενισχύσει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και να ενδυναμώσει τις κλαδικές συμβάσεις επαναφέροντας τις αρχές της εύνοιας και της επεκτασιμότητας. Το ζήτημα των ομαδικών απολύσεων έχει μικρή σημασία για την Ελλάδα, αφού όπως αναφέρεται και στο πόρισμα της επιτροπής εμπειρογνωμόνων, η μεγάλη πλειοψηφία (95%) των επιχειρήσεων απασχολεί λιγότερους από 20 εργαζόμενους. Επικρατεί κοινή αντίληψη ανάμεσα σε συνδικάτα και εργοδοτικές οργανώσεις πως δεν χρειάζονται αλλαγές στο ισχύον καθεστώς, ενώ καθοριστικό ρόλο θα διαδραματίσει η αναμενόμενη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Για τον συνδικαλιστικό νόμο, η ελληνική πλευρά σκοπεύει να υπερασπιστεί το θεσμικό πλαίσιο του δικαιώματος στην απεργία. Ακόμη και οι αλλαγές στη χρηματοδότηση των συνδικάτων, σύμφωνα με τον υπουργό Εργασίας Γ. Κατρούγκαλο, θα συζητηθεί σε εθνικό επίπεδο, μεταξύ των εγχώριων συνομιλητών, αφού πρώτα κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση.

Κάπου στη μέση βρίσκεται το πόρισμα της επιτροπής Σοφών, που από πολλούς θεωρήθηκε ισορροπημένο, από κάποιους άλλους μετριοπαθές, ενώ ο ίδιος ο υπουργός Εργασίας δήλωσε ότι θα το υπέγραφε, αν αυτό ήταν το τελικό κείμενο της συμφωνίας με τους δανειστές.

Κατά πλειοψηφία οι καθηγητές-εμπειρογνώμονες δέχθηκαν ότι οι συλλογικές συμβάσεις χαμηλότερου επιπέδου δεν μπορούν να αποκλίνουν επί τα χείρω εθνικών/κλαδικών συμβάσεων, εκτός κι αν οι κοινωνικοί εταίροι προβλέπουν ρήτρες που επιτρέπουν προσωρινές αποκλίσεις σε περιπτώσεις επειγουσών οικονομικών/χρηματοοικονομικών αναγκών των επιχειρήσεων. Η μειοψηφία αντίθετα τάχθηκε ξεκάθαρα υπέρ της κατίσχυσης των επιχειρησιακών -ατομικών συμβάσεων.

Ομόφωνα οι Σοφοί τάχθηκαν υπέρ της επεκτασιμότητας συλλογικών συμβάσεων εφόσον καλύπτουν το 50% των εργαζομένων της διαπραγματευτικής μονάδας του κλάδου/επαγγέλματος καθώς και υπέρ της χρονικής επέκτασης κατά 6μηνο των συλλογικών συμβάσεων και της μετενέργειας για όλους τους όρους. Τέλος, η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία «θα πρέπει να θεωρείται έσχατο μέσο». Κατά πλειοψηφία, οι εμπειρογνώμονες πρότειναν να καθορίζεται από τους κοινωνικούς εταίρους ο κατώτατος μισθός, κατόπιν διαβουλεύσεων με εμπειρογνώμονες, μέσω εθνικής σύμβασης εργασίας. Προτείνουν αντικατάσταση του υποκατώτατου μισθού των νέων κάτω των 25 με νέο μηχανισμό υποκατώτατου μισθού για όλους, ανεξαρτήτου ηλικίας, βάσει εργασιακής εμπειρίας με ανώτατη διάρκεια τα δύο έτη: 90% του γενικού κατώτατου τον πρώτο χρόνο εμπειρίας και 95% τον δεύτερο.

Κατά πλειοψηφία, οι εμπειρογνώμονες έκριναν πως οι ομαδικές απολύσεις πρέπει να χρησιμοποιούνται ως εργαλείο για την προσαρμογή των επιχειρήσεων σε περιόδους κρίσης. Πρότειναν μάλιστα «εργασία μειωμένου ή μηδενικού ωραρίου» ως αντίδοτο, ευέλικτη βάσει των αναγκών της επιχείρησης με επίδομα ανεργίας από το Δημόσιο ή το ασφαλιστικό σύστημα για τις απωλεσθείσες ώρες. Τέλος, η Επιτροπή δεν είδε ανάγκη για αυστηρότερους κανόνες σχετικά με την απεργία, αλλά ούτε κάποιον επείγοντα λόγο για άρση της απαγόρευσης της ανταπεργίας (lockout).

 

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v