Στην τελική ευθεία εισέρχεται το έργο της επιτροπής εμπειρογνωμόνων για τα εργασιακά, ενόψει της σκληρής διαπραγμάτευσης του φθινοπώρου μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των εκπροσώπων των δανειστών και εν μέσω διαφωνιών και... παραφωνιών μεταξύ των εγχώριων κοινωνικών συνομιλητών της κυβέρνησης.
Σήμερα, επανέρχονται στην Αθήνα τα μέλη της επιτροπής των «Σοφών» για τα εργασιακά, έχοντας, βάσει και του συμπληρωματικού μνημονίου, αναλάβει το δύσκολο έργο να συντάξουν ένα προσχέδιο πρότασης προς την ελληνική κυβέρνηση για αλλαγές στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, τις ομαδικές απολύσεις και τον συνδικαλιστικό νόμο.
Μάλιστα, θα έχουν μέχρι την Τετάρτη συνεχείς συναντήσεις με την ηγεσία του υπουργείου Εργασίας και εκπροσώπους θεσμών και κοινωνικών συνομιλητών.
Όλες τις προηγούμενες ημέρες βέβαια έχουν αφεθεί να διαρρεύσουν σκληρές θέσεις από την πλευρά των δανειστών, μέσω του υπομνήματος που έχουν καταθέσει στην επιτροπή, καθώς οι εκπρόσωποι των θεσμών εμφανίζονται να ζητούν περαιτέρω απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, νέα μείωση του μισθολογικού κόστους, αύξηση του ορίου των ομαδικών απολύσεων και κατάργηση των επιδομάτων που καταβάλλονται μέσω του 13ου και του 14ου μισθού.
Αλλά και το υπουργείο Εργασίας με τη σειρά του έχει καταθέσει υπόμνημα προς την επιτροπή, σκιαγραφώντας με τα πλέον μελανά χρώματα την κατάσταση στην ελληνική αγορά εργασίας την περίοδο των μνημονίων. Αυτοί που δεν έχουν καταφέρει ακόμη να καταθέσουν κοινό υπόμνημα με τις θέσεις τους είναι οι εκπρόσωποι των κοινωνικών εταίρων, καθώς έχουν καταγραφεί διαφοροποιήσεις τόσο μεταξύ των εργοδοτικών φορέων, όσο και μεταξύ των εργοδοτών και της ΓΣΕΕ.
Η εξεύρεση κοινής γραμμής, που θα διευκολύνει και την εγχώρια διαπραγματευτική γραμμή στην επόμενη, δύσκολη φάση της δεύτερης αξιολόγησης, θα επιδιωχθεί εντός της εβδομάδας, με κατ' ιδίαν συναντήσεις του υπουργού Εργασίας Γιώργου Κατρούγκαλου με τους εκπροσώπους των εργοδοτικών φορέων, αλλά και με κοινές συσκέψεις των φορέων μεταξύ τους, παράλληλα με τις συναντήσεις με τα μέλη της επιτροπής.
Οι θέσεις των θεσμών
Όπως φάνηκε και από το κείμενο που απέστειλαν οι εκπρόσωποι των δανειστών στην επιτροπή εμπειρογνωμόνων για τις αλλαγές στα εργασιακά, οι θεσμοί ζητούν ο κατώτατος μισθός να εξακολουθήσει να καθορίζεται από το κράτος, και μάλιστα απογυμνωμένος από τις προσαυξήσεις λόγω προϋπηρεσίας ή έστω αποσύνδεση των αυξήσεων αυτών (τριετίες) από τις κατώτατες αμοιβές των ανειδίκευτων εργαζομένων, απαλλαγή του κατώτατου μισθού των 586 ευρώ από τα επιδόματα, ήτοι από το 2017 κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού, καθώς και αύξηση του ορίου των ομαδικών απολύσεων από το 6% που είναι σήμερα στο 10%.
Οι δανειστές ζητούν επίσης την αλλαγή της διαδικασίας λήψης απόφασης για την πραγματοποίηση απεργιακών κινητοποιήσεων, αλλά και του τρόπου χρηματοδότησης και λειτουργίας των συνδικάτων.
Παράλληλα, επιδιώκουν την καθιέρωση της ανταπεργίας (lock out), ενδεχομένως με διπλή μορφή: από τη μία, το «αμυντικό λοκ άουτ», που θα δίνει το δικαίωμα σε μια επιχείρηση να προστατεύει χώρους και υλικοτεχνική υποδομή κλείνοντας συγκεκριμένα τμήματα, και από την άλλη, το «επιθετικό λοκ άουτ» σε καταχρηστικές απεργίες, με πλήρη αναστολή όλων των δραστηριοτήτων για μείωση της ζημίας.
Αν και το υπουργείο Εργασίας παραδέχθηκε την ύπαρξη του συγκεκριμένου υπομνήματος, υποστήριξε ότι τα μόνα τρία ζητήματα που «πέτυχε η κυβέρνηση» να περιορίσει το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης στα εργασιακά είναι: η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων (το έθεσε η ελληνική πλευρά), οι ομαδικές απολύσεις και ο συνδικαλιστικός νόμος που θέτει κυρίως το ΔΝΤ και σύμφωνα με τον κ. Κατρούγκαλο «απηχούν την ιδεοληπτική του προσήλωση στον πιο ακραίο νεοφιλελευθερισμό».
Σύμφωνα μάλιστα με το υπουργό, η ελληνική κυβέρνηση δεν θα δεχθεί τίποτε άλλο να μπει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης και ως προς όλα τα θέματα που θα συζητηθούν, δεν θα δεχτεί καμιά επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων, τίποτα ασύμβατο με το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο.
Μάλιστα, ήδη έχει καταθέσει στην επιτροπή υπόμνημα σύμφωνα με το οποίο ο μέσος όρων των αποδοχών των Ελλήνων την περίοδο της κρίσης (2009-2014) έχει μειωθεί κατά 26,3%, χωρίς αυτό να συνδυασθεί με μείωση των τιμών των προϊόντων ή αύξηση της ανταγωνιστικότητας, πάνω από το 50% των προσλήψεων της περιόδου 2013-2015 αφορούσαν συμβάσεις μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης, ενώ υπάρχουν και πάνω από 125.000 εργαζόμενοι στη χώρα που αμείβονται με λιγότερα από 100 ευρώ τον μήνα.
Στην έκθεση επισημαίνεται ότι η σωρευτική μείωση του ΑΕΠ ανήλθε σε 25% από το 2008, ενώ οι εργαζόμενοι έχασαν περίπου το 50% της αγοραστικής τους δύναμης, που οδηγεί σε σημαντική μείωση της εσωτερικής ζήτησης. Μάλιστα, το υπουργείο υπογραμμίζει πως η μείωση των κατώτατων αποδοχών όχι μόνο απέτυχε να διευκολύνει την επανείσοδο των ανέργων στην αγορά εργασίας αλλά, αντίθετα, οδήγησε σε μια άνευ προηγουμένου αύξηση των επιπέδων της ανεργίας. Ειδικά η ανεργία των νέων αυξήθηκε σε 60% το 2013 και σταθεροποιήθηκε γύρω στο 50% φέτος. Το διάστημα 2008-2013, 427.000 Έλληνες πανεπιστημιακής εκπαίδευσης μετανάστευσαν σε αναζήτηση υψηλότερων μισθών και καλύτερων κοινωνικών υποδομών.
Το υπουργείο Εργασίας επισημαίνει ότι η περαιτέρω μείωση των αποδοχών θα οδηγήσει σε βαθύτερη ύφεση την οικονομία, επισημαίνοντας ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της ΕΕ όπου ο κατώτατος μισθός μειώθηκε. Στο θέμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η ελληνική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η καθιέρωση των ατομικών συμβάσεων εργασίας δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού κυρίως σε επίπεδο μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, επισημαίνοντας ότι ο αριθμός των κλαδικών και επαγγελματικών συλλογικών συμβάσεων μειώθηκε από 65 το 2010 σε 23 το 2012, ενώ ο αριθμός των συμφωνιών σε επίπεδο επιχείρησης αυξήθηκε από 227 σε 976 κατά την ίδια περίοδο. Αλλά και στο θέμα των ομαδικών απολύσεων, το υπουργείο εκτιμά πως δεν απαιτούνται αλλαγές, επισημαίνοντας μάλιστα την ύπαρξη συμφωνία των εκπροσώπων εργοδοτών και εργαζομένων για το συγκεκριμένο ζήτημα.
Σχετικά με την ανταπεργία, το υπουργείο Εργασίας αναφέρει ότι οι εργοδοτικές οργανώσεις δεν επιθυμούν την καθιέρωσή της, επισημαίνοντας ότι οι εργοδότες μπορούν και τώρα να προσφύγουν στα δικαστήρια και να σταματήσουν ή να ακυρώσουν μια απεργιακή κινητοποίηση.
Υπό το βάρος των μεγάλων αντιθέσεων που καταγράφονται μεταξύ των θεσμών και του υπουργείου Εργασίας, οι εργοδοτικές οργανώσεις θα επιδιώξουν εντός της εβδομάδας την εξεύρεση κοινής γραμμής, ώστε στη συνέχεια, μαζί με τη ΓΣΕΕ, να προχωρήσουν στην υπογραφή κειμένου συμφωνίας που θα κατατεθεί στην επιτροπή. Κάτι που δεν επετεύχθη την προηγούμενη εβδομάδα, παρά τις προσπάθειες που έγιναν.