Βαθύτατη ανησυχία αλλά και θλίψη προκαλεί έρευνα της ΓΣΕΕ για την εικόνα του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας την εποχή των μνημονίων, καθώς η Ελλάδα αναδεικνύεται πρωταθλήτρια στην υποχρηματοδότηση και στις ανισότητες, ενώ καταλαμβάνει τις τελευταίες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην καινοτομία και στα εκπαιδευτικά αποτελέσματα.
Η Ετήσια Έκθεση για την Εκπαίδευση 2015 του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ που παρουσιάστηκε χθες από τον μαθηματικό-ερευνητή, επιστημονικό σύμβουλο του Κέντρου, Νίκο Παΐζη, παρουσία του υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη, εμφανίζει τις οδυνηρές επιπτώσεις της υποχρηματοδότησης στην εκπαίδευση, με το πρόβλημα να εστιάζεται κυρίως στην προσχολική εκπαίδευση, οι υποδομές της οποίας δεν καλύπτουν το σύνολο των αναγκών των νηπίων.
Επίσης, στο σύνολο των σχολείων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης παρουσιάζονται σοβαρότατα προβλήματα και ελλείψεις, τόσο σε κτίρια όσο και σε χώρους εστίασης, εργαστηριακές υποδομές, χώρους πολλαπλών δραστηριοτήτων, αλλά και σε κατάλληλο διδακτικό εξοπλισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2013 η πραγματική δημόσια δαπάνη για την παιδεία ανήλθε μόλις στο 3,2% του ΑΕΠ.
Αναλυτικά, από το σύνολο της έρευνας προκύπτουν τα ακόλουθα βασικά συμπεράσματα:
Η πολιτική των Μνημονίων που ακολουθείται από το 2010 έως και σήμερα έχει επιδεινώσει δραματικά την ήδη κακή εικόνα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Κύρια χαρακτηριστικά της διαλυτικής επίδρασης της ασφυκτικής πολιτικής της λιτότητας στον χώρο της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όπως αυτή προκύπτει από τη σύγκριση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος με αυτά των υπόλοιπων χωρών της ΕΕ, είναι:
* Οι οδυνηρές επιπτώσεις της υποχρηματοδότησης στην εκπαίδευση. Το πρόβλημα εστιάζεται κυρίως στην προσχολική εκπαίδευση, οι υποδομές της οποίας δεν καλύπτουν το σύνολο των αναγκών των νηπίων. Επίσης, στο σύνολο των σχολείων της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης παρουσιάζονται σοβαρότατα προβλήματα και ελλείψεις, τόσο στις φυσικές υποδομές (κτίρια), όσο και στις υποστηρικτικές υποδομές (χώροι εστίασης, εργαστηριακές υποδομές, χώροι πολλαπλών δραστηριοτήτων) και στους εκπαιδευτικούς πόρους (κατάλληλα διδακτικά υλικά, εξοπλισμός σε διδακτικά μέσα και αναλώσιμα υλικά). Επίσης, η Ελλάδα παρότι δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά σχολικής διαρροής, εν τούτοις εμφανίζει ραγδαία αύξηση του αριθμού των NEETs (των νέων ανθρώπων έξω από την εκπαίδευση, την εργασία και την κατάρτιση).
* Η έξαρση των εκπαιδευτικών/κοινωνικών ανισοτήτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα σημειώνει το μεγαλύτερο εύρος ανισοκατανομής πόρων ανάμεσα σε προνομιούχα (κοινωνικο-οικονομικά και πολιτιστικά) και μη προνομιούχα σχολεία. Επίσης, η χώρα μας εμφανίζεται ανάμεσα στους Ευρωπαίους «πρωταθλητές» της ανεργίας των νέων ανθρώπων με πτυχίο από την αγορά εργασίας.
* Τα φτωχά εκπαιδευτικά αποτελέσματα. Συνάρτηση της υποχρηματοδότησης και κυρίως αναποτελεσματικών προγραμμάτων σπουδών είναι οι χαμηλές επιδόσεις της χώρας στα παραγόμενα εκπαιδευτικά αποτελέσματα. Οι μαθητές των ελληνικών σχολείων καταλαμβάνουν τις τελευταίες θέσεις στην επίδοση στα βασικά γνωστικά αντικείμενα (Μαθηματικά, Γλώσσα, Φυσικές Επιστήμες).
* Ουραγοί στην εκπαιδευτική πρωτοπορία και καινοτομία. Στους 7 διαθέσιμους στόχους που θέτει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να διαπιστωθεί η πρόοδος εκσυγχρονισμού των εκπαιδευτικών συστημάτων, η Ελλάδα δεν βρίσκεται σε κανέναν από αυτούς μέσα στην πρώτη σε επίδοση πεντάδα χωρών (top 5), την ώρα που χώρες με αντίστοιχα κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα (Σλοβακία, Πορτογαλία, Εσθονία, Λετονία κ.λπ.) εμφανίζουν σαφώς καλύτερη εικόνα. Τούτο μαρτυρά πως δεν είναι μόνο η υποχρηματοδότηση, αλλά και η συνολική ποιότητα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, που προκαλεί τη συγκεκριμένη αποκαρδιωτική εικόνα.
Συμπερασματικά:
Η εικόνα της ελληνικής πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε σύγκριση με το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι προκαλεί βαθύτατη ανησυχία για το μέλλον των νεότερων γενεών και για το ίδιο το μέλλον της χώρας. Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει σαφώς ότι βρισκόμαστε προ των πυλών μιας πανεθνικής εκπαιδευτικής τραγωδίας, χωρίς ιστορικό προηγούμενο τις τελευταίες δεκαετίες. Η όξυνση των εκπαιδευτικών, των κοινωνικών και των εκπαιδευτικών ανισοτήτων σε συνδυασμό με την ασφυκτική πολιτική της λιτότητας που επιφέρει συρρίκνωση της επένδυσης στην Παιδεία θα δημιουργήσουν ένα στρατό χιλιάδων νέων χωρίς επαρκή εκπαίδευση και κατάρτιση, με χαμηλές δυνατότητες ανταγωνισμού των Ευρωπαίων συνομηλίκων τους σε ένα ολοένα πιο απαιτητικό πλαίσιο στην απασχόληση.
Επιπλέον θα σπρώξουν σημαντικό τμήμα της νέας γενιάς στο κοινωνικό και οικονομικό περιθώριο, με αποτέλεσμα την αύξηση της κοινωνικής παθογένειας και παραβατικότητας. Το ζήτημα είναι βαθύτατα πολιτικό: για δεκαετίες η εκπαίδευση προχωρά χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό, επάρκεια πόρων και αίσθηση του μέτρου, χωρίς όραμα, υφίσταται αλλά επί της ουσίας δεν λειτουργεί.