H ολοκλήρωση της νέας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών είναι το πρώτο από τα τρία προαπαιτούμενα που υπάρχουν για να προσελκύσει η χώρα επενδύσεις από το εξωτερικό. Με δεδομένο ότι χρειάζονται επίσης η θετική αξιολόγηση από τους δανειστές και η ομαλοποίηση της κατάστασης στην οικονομία, εκτιμάται ότι θα ακολουθήσουν έξι δύσκολοι μήνες που θα πρέπει να συνοδευτούν από γρήγορο και αποτελεσματικό κυβερνητικό έργο.
Σ' αυτό το περιβάλλον, οι τραπεζικές μετοχές προσφέρουν εντονότατες συγκινήσεις στους traders και ένα μεγάλο στοίχημα για τους μεσοπρόθεσμους, ενώ οι υπόλοιπες μετοχές του Χρηματιστηρίου που έχουν επιδείξει ικανοποιητικά αμυντικά αντανακλαστικά, περιμένουν μια περαιτέρω πτώση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων, για να αποφέρουν κέρδη στους κατόχους τους.
Έμπειρος παράγοντας της αγοράς που ασχολείται ενεργά με την προσέλκυση επενδύσεων από το εξωτερικό, είναι σαφής στις δηλώσεις του: «Δεν θα πρέπει να περιμένουμε αξιοσημείωτες επενδύσεις από το εξωτερικό, τουλάχιστον πριν από το πρώτο τρίμηνο, για να μην πω το πρώτο εξάμηνο, του επόμενου έτους. Μπορεί σήμερα αρκετοί εκπρόσωποι ξένων να βρίσκονται στην Ελλάδα, να διερευνούν πιθανές επενδυτικές ευκαιρίες και να διαπραγματεύονται, ωστόσο δεν φαίνονται να παίρνουν οριστικές αποφάσεις.
Αυτό που έχει διαμηνυθεί πολλές φορές είναι πως, αν δεν ολοκληρωθούν οι ακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών (πράγμα που ουσιαστικά έχει ήδη συντελεστεί), αν δεν κλείσει με επιτυχία η πρώτη αξιολόγηση (κάτω από τις καλύτερες συνθήκες, αναμένεται τους πρώτους δύο μήνες του 2016) και αν δεν περάσει στη συνέχεια μια -μικρή έστω- περίοδος ομαλοποίησης της κατάστασης, χρήμα δεν πρόκειται να έρθει στη χώρα μας.
Και όλα αυτά, υπό μία αίρεση: ότι δεν θα δούμε τους επόμενους μήνες έντονη επιδείνωση του διεθνούς γεωπολιτικού περιβάλλοντος, εξέλιξη που πολύ πιθανόν να στρέψει την πλεονάζουσα σήμερα διεθνή ρευστότητα προς τις παραδοσιακά ασφαλέστερες αγορές και όχι προς επενδύσεις στην περιφέρεια (άρα και στην Ελλάδα). Οι τελευταίες εξελίξεις με την τρομοκρατία στην Ευρώπη, τις εντάσεις στη Συρία και τις ρωσοτουρκικές διενέξεις δεν βοηθούν και τυχόν επιδείνωση της όλης κατάστασης μέσα στους επόμενους μήνες ίσως διαφοροποιήσει τις τρέχουσες προθέσεις των ξένων επενδυτών, να αναζητούν -κάτω βέβαια από προϋποθέσεις- ευκαιρίες στην περιφέρεια και στον Ευρωπαϊκό Νότο.
Ας τα πάρουμε ένα-ένα. Ολοκλήρωση της αξιολόγησης σημαίνει ψήφιση, μεταξύ άλλων, του νέου ασφαλιστικού και της φορολόγησης των αγροτών, θεμάτων δηλαδή που συνεπάγονται το μεγαλύτερο δυνατό πολιτικό κόστος για οποιαδήποτε κυβέρνηση. Και ομαλοποίηση της κατάστασης σημαίνει υποχώρηση των αποδόσεων στα ελληνικά κρατικά ομόλογα, πολιτική σταθερότητα και επικέντρωση της κυβέρνησης στην ουσιαστική αντιμετώπιση των προβλημάτων της χώρας».
Αν τώρα κάποιος προσθέσει στην παραπάνω άποψη ότι το πρώτο μισό του 2016 θα επηρεαστεί αρνητικά από το μπαράζ των αυξημένων φορολογικών μέτρων που συνεπάγονται τα μέτρα των τελευταίων μηνών, τότε αναμένεται πως το επόμενο εξάμηνο θα είναι μια δύσκολη περίοδος για όλους, η οποία ωστόσο θα πρέπει να περάσει χωρίς να εκτροχιαστεί η οικονομία.
Οχι άλλες καθυστερήσεις
Άλλοι παράγοντες της αγοράς τονίζουν πως σ' αυτό το περιβάλλον, υπάρχει μεγάλη ανάγκη επιτάχυνσης του κυβερνητικού έργου και ανάληψης της πρωτοβουλίας των κινήσεων στις συζητήσεις με το κουαρτέτο: «Δυστυχώς, από την εποχή του πρώτου μνημονίου και πρώτη επίσκεψη της τρόικας στην Ελλάδα, οι ελληνικές κυβερνήσεις ακολουθούν την πολιτική των καθυστερήσεων. Περιμένουν μέχρι την τελευταία στιγμή -και συχνά ακόμη πιο πέρα- για να κλείσουν τα θέματα και ελπίζοντας πως όλη αυτή η διαδικασία θα έχει μικρότερο πολιτικό κόστος και πως κάποια δύσκολα μέτρα τελικά θα μπορούσαν να αποφευχθούν.
Η πράξη, όμως, κάθε άλλο παρά επιβεβαιώνει μια τέτοια προσδοκία. Όσο αφήνουμε τον χρόνο να κυλάει, τα πράγματα επιδεινώνονται. Όσο η ελληνική κυβέρνηση καθυστερεί, τόσο το παιχνίδι περνάει στα χέρια των δανειστών και τόσο η διαπραγματευτική της δύναμη αναβαθμίζεται. Και πέραν αυτού, τόσο περισσότερο δύσπιστες γίνονται οι αγορές.
Για παράδειγμα, στην πρόσφατη περίπτωση των τραπεζικών ανακεφαλαιοποιήσεων, χρηματιστηριακοί και τραπεζικοί παράγοντες υποστηρίζουν πως οι τιμές διάθεσης των νέων μετοχών θα μπορούσαν να ήταν υψηλότερες (άρα και το εθνικό μας χρέος χαμηλότερο) αν η συμφωνία για τα 2+10 δισ. ευρώ είχε εξασφαλιστεί πριν από το άνοιγμα των βιβλίων των αυξήσεων κεφαλαίου που υλοποιήθηκαν».
Γενικότερα, πάντως, η ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών -έστω και με όχι επιθυμητούς όρους- αποτελεί ένα πρώτο σημαντικό βήμα για την έξοδο από την κρίση, πλην όμως κανείς δεν υποστηρίζει πως είναι αρκετό από μόνο του για να λύσει το πρόβλημα. Το κυριότερο είναι πως πρέπει να επιστρέψει η ομαλότητα στην οικονομική ζωή της χώρας και ουσιαστικά να αρχίσει να κυβερνιέται μια χώρα που λειτουργεί στον... αυτόματο πιλότο από το φθινόπωρο του 2014, δηλαδή εδώ και περισσότερο από δώδεκα μήνες.
Επίσης, θα πρέπει να τονιστεί ότι η σπατάλη χρόνου δεν βοηθά ούτε την πραγματική οικονομία, καθώς ο παραγωγικός ιστός της χώρας έχει καταπονηθεί από την πολυετή κρίση και πολλές επιχειρήσεις που εξακολουθούν να παραμένουν ζωντανές, δεν διαθέτουν ακόμη αρκετά περιθώρια αντοχών.
Χαρακτηριστικό πάντως, της ρευστότητας που επικρατεί στην πραγματική οικονομία είναι η δήλωση άλλου επιχειρηματικού στελέχους: «Πέρυσι, πολλές επιχειρήσεις είχαν ξεκινήσει τη χρονιά με δύο εναλλακτικούς προϋπολογισμούς, λόγω του κλίματος της έντονης πολιτικής αβεβαιότητας που επικρατούσε προς τα τέλη του 2014. Φέτος, μπορούμε να πούμε πως η πολιτική κατάσταση δείχνει να είναι πολύ περισσότερο σταθεροποιημένη παρά τις αποχωρήσεις κάποιων βουλευτών από την κυβερνητική πλειοψηφία. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές άλλες εκκρεμότητες, όπως το τι τελικά θα γίνει με τους κεφαλαιακούς ελέγχους, το πώς θα αντιδράσει η ζήτηση στο μπαράζ των φόρων που έχει επιβληθεί κατά τους τελευταίους μήνες και θα ενταθεί στη συνέχεια, το κατά πόσο η κυβέρνηση θα αρχίσει να αποπληρώνει τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της προς τους προμηθευτές της και τόσα άλλα».
Μάλιστα, μεταξύ των εκκρεμοτήτων συγκαταλέγεται και το ξεκαθάρισμα της κυβερνητικής πολιτικής που θα ακολουθηθεί σε μια σειρά από τομείς και δραστηριότητες. «Σε αρκετές περιπτώσεις, πέρα από κάποιες γενικόλογες διατυπώσεις, δεν γνωρίζουμε τις ακριβείς κυβερνητικές προθέσεις. Συχνά επίσης, καλούμαστε να στείλουμε τις προτάσεις μας από άτομα που ανέλαβαν μόλις πρόσφατα κυβερνητικά αξιώματα», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Οι θετικές ενδείξεις
Το θετικό είναι πως παρατηρείται σταδιακή αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, η οποία όμως απέχει κατά πολύ από τα επίπεδα των χωρών της ευρωζώνης (γύρω στο 7,2% η απόδοση των ελληνικών, όταν τα πορτογαλικά βρίσκονται στη ζώνη του 2,4% και τα ισπανικά κοντά στο 1,58%). Σ' αυτήν την αποκλιμάκωση των αποδόσεων ποντάρει και η εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά, η οποία φαίνεται να έχει χωριστεί σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:
* Στους τραπεζικούς τίτλους (η βαρύτητα των οποίων στον Γενικό Δείκτη θα αυξηθεί μετά τις πρόσφατες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου) που διακρίνονται από έντονη μεταβλητότητα, καθώς άλλοι προβλέπουν περαιτέρω υποχώρησή τους και άλλοι διαβλέπουν μεγάλα μεσοπρόθεσμα κέρδη.
* Τις μη τραπεζικές μετοχές της υψηλής και της μέσης κεφαλαιοποίησης που δεν έχουν υποχωρήσει από την αρχή του έτους, επιδεικνύοντας αμυντικά αντανακλαστικά και έχοντας τη δυνατότητα να αποφέρουν κέρδη στον βαθμό που η γενικότερη κατάσταση στην οικονομία θα ομαλοποιείται.
* Τις περιφερειακές μετοχές που συνήθως χαρακτηρίζονται από αναιμική εμπορευσιμότητα και συχνά οι τρέχουσες αποτιμήσεις τους, μικρή σχέση έχουν με την «πραγματική τους αξία» (παρατηρούμενες αποκλίσεις και προς τα πάνω, αλλά και προς τα κάτω). Πιθανά κέρδη σε ορισμένες μετοχές της κατηγορίας θα μπορούσαν να προκύψουν και από μια μελλοντική άρση των capital controls που αφορούν το Χ.Α., καθώς έτσι θα δοθεί η δυνατότητα αγορών και στους Έλληνες επενδυτές μέσα από τη χρήση των τραπεζικών τους λογαριασμών.