Την εποχή των κρατικών μονοπωλίων και των υψηλών τιμών διανύει ακόμη ο ενεργειακός τομέας στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τις τάσεις που επικρατούν στην ΕΕ. Αυτό προκύπτει από την έκθεση προόδου αναφορικά με την Ενεργειακή Ένωση, την οποία παρουσίασε στους ευρωπαϊκούς θεσμούς (Κοινοβούλιο, Συμβούλιο, ΟΚΕ) ο αρμόδιος επίτροπος Μάρος Σέφκοβιτς.
Στο κεφάλαιό της για τον ενεργειακό τομέα της Ελλάδας, η χώρα λαμβάνει αρνητική αξιολόγηση ως προς τη λειτουργία των αγορών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου. Όπως δε επισημαίνεται, το πραγματικό κόστος ενέργειας ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος στην Ελλάδα είναι σημαντικά υψηλότερο από ό,τι στην ΕΕ ή στις ΗΠΑ, με τάσεις περαιτέρω αύξησης από το 2000 και μετά.
Όσο για τις τιμές με τις οποίες πληρώνει η βιομηχανία τον ηλεκτρισμό και το φυσικό αέριο, σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν, και αυτές είναι σημαντικά υψηλότερες από τον μέσο κοινοτικό όρο. Ειδικά δε οι τιμές αερίου στην Ελλάδα περιλαμβάνονται στις υψηλότερες, ενώ βρίσκονται πάνω από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, όσο και των κυριότερων εμπορικών εταίρων της ΕΕ.
Ειδικότερα η έκθεση αναφέρει περιληπτικά τα εξής για τις αγορές ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου: Οι αγορές χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό συγκέντρωσης (ελάχιστος αριθμός επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται). Στον ηλεκτρισμό δεν υφίσταται πραγματικό πεδίο ανταγωνισμού, λόγω της υπερδεσπόζουσας θέσης που διατηρεί η ΔΕΗ.
Η πρόσφατη νομοθεσία προβλέπει τη μείωση του μεριδίου της ΔEΗ στην αγορά, κατά 25% σε βραχυπρόθεσμη περίοδο, ενώ μέχρι το 2020 δεν θα πρέπει να έχει μερίδιο άνω του 50%. Ωστόσο, για να γίνει αυτό απαιτείται η προώθηση μέτρων που θα ενισχύσουν τον ανταγωνισμό στην παραγωγή και προμήθεια ηλεκτρισμού. Το ίδιο ισχύει και για τη σύγκλιση του μοντέλου της ελληνικής ενεργειακής αγοράς με το μοντέλο-στόχο της ΕΕ, με την εισαγωγή μηχανισμών, όπως ενδοημερήσιας, προθεσμιακής αγοράς και αγοράς ισχύος.
Το φυσικό αέριο
Στο φυσικό αέριο, από το 2010 εισήλθαν νέοι προμηθευτές στην αγορά (η έκθεση υπονοεί τις εταιρείες Αλουμίνιο και Μ+Μ που πραγματοποιούν ευκαιριακές εισαγωγές LNG). Ωστόσο, το 2012 το 90% του αερίου εισήχθη από τη ΔΕΠΑ και το 10% από τις δύο εταιρείες, ενώ το 2013 το ποσοστό των εισαγωγών εκτός ΔΕΠΑ μειώθηκε δραστικά.
Στην πραγματικότητα, τονίζει η έκθεση, η αγορά λιανικής παραμένει μονοπωλιακή (legal monopolies), ενώ ελάχιστοι καταναλωτές έχουν τη δυνατότητα επιλογής προμηθευτή (επιλέγοντες). Η έκθεση επισημαίνει ταυτόχρονα ότι πρόσφατα ψηφισμένος νόμος προβλέπει την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς φυσικού αερίου από το 2018, γεγονός που θα επιτρέψει στους τελικούς καταναλωτές να επωφεληθούν από τον ανταγωνισμό μεταξύ των εισαγωγέων φυσικού αερίου από νέες πηγές (LNG, αγωγός TAP).
Η χονδρική
Για την αγορά χονδρικής στον ηλεκτρισμό και στο φυσικό αέριο, η έκθεση επισημαίνει ότι οι τιμές που διαμορφώνονται σε αυτήν είναι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Ειδικά για τα οικιακά τιμολόγια ηλεκτρισμού, αυτά είχαν έντονα ανοδική τάση, κυρίως όμως λόγω της επιβολής φόρων, αλλά και της κατάργησης σταυροειδών επιδοτήσεων μεταξύ τιμολογίων. Παρ' όλα αυτά βρίσκονται κάτω από το κοινοτικό μέσο όριο το 2013 και 2014. Στο φυσικό αέριο, τα τιμολόγια για νοικοκυριά με μεσαία κατανάλωση παραμένουν υψηλά το 2014.
Ωστόσο, η δυνατότητα αλλαγής προμηθευτή δεν υφίσταται σε πολύ μεγάλο βαθμό, για τον ηλεκτρισμό, ενώ για το φυσικό αέριο είναι νομικά αδύνατη.