Σχέδιο μεγάλων ανατροπών στον τρόπο υπολογισμού, το ύψος αλλά και τον τρόπο είσπραξης των εισφορών για το ασφαλιστικό σύστημα επεξεργάζεται η κυβέρνηση, στελέχη της οποίας δεν αποκλείουν ακόμη και το ενδεχόμενο επιβολής φόρου στα υψηλά εισοδήματα από μισθούς ή ακόμη και συντάξεις, με στόχο αρχικά την κάλυψη των ελλειμμάτων και στη συνέχεια τη χρηματοδότηση της μετάβασης από το παλαιό στο νέο σύστημα.
Αν και το τελικό ΟΚ αναμένεται να δοθεί στην συνεδρίαση αύριο του ΚΥΣΟΙΠ και του ΚΥΣΚΟΙΠ, στο υπουργείο Εργασίας πολλά είναι τα σενάρια που επεξεργάζονται. Άλλωστε, το πόρισμα της επιτροπής εμπειρογνωμόνων προτείνει τη δημιουργία ενός ειδικού αποθεματικού (buffer fund) για να υποστηρίξει το νέο σύστημα, κυρίως κατά τη μεταβατική περίοδο.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο πόρισμα, το αποθεματικό αυτό θα τροφοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό, την περιουσία των ταμείων, καθώς και συμπληρωματικούς πόρους, όπως μια εισφορά στους υψηλά αμειβόμενους, ή ένας τραπεζικός φόρος, ή ένας φόρος στις μεγάλες περιουσίες και γενικά ένας φόρος εκεί που συγκεντρώνεται, παρά την κρίση, ο πλούτος.
Οι υψηλόμισθοι εργαζόμενοι, όπως παραδέχθηκε την περασμένη Πέμπτη ο ίδιος ο υπουργός Εργασίας Γιώργος Κατρούγκαλος, θα κληθούν να πληρώσουν μεγαλύτερο τίμημα για το νέο ασφαλιστικό, καθώς θα ισχύει διαφορετικό ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων, ανάλογα με τον μισθό.
Η λογική είναι να εφαρμοστεί ενιαίος τρόπος υπολογισμού για όλους τους ασφαλισμένους, σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, με κλιμακωτά όμως ποσοστά αναπλήρωσης, ανάλογα με το ύψος του μισθού. «Μεγαλύτερο θα είναι το ποσοστό αναπλήρωσης για τους χαμηλόμισθους, μικρότερο για τους υψηλόμισθους», δήλωσε χαρακτηριστικά ο υπουργός Εργασίας Γιώργος Κατρούγκαλος, κατά την επίσημη παραλαβή του πορίσματος της επιτροπής Σοφών.
Σύμφωνα μάλιστα με πληροφορίες, ανάλογη κλιμάκωση σχεδιάζεται και στο ύψος των εισφορών, οι οποίες θα είναι μεν κοινές για όλους, θα αυξάνονται όμως στους υψηλόμισθους, για παράδειγμα από 2.000 ευρώ και άνω, προκειμένου να χρηματοδοτούνται κατά την πρώτη φάση της μεταρρύθμισης τα ελλείμματα του συστήματος και στη συνέχεια, έως το 2050, το κόστος μετάβασης από το παλαιό στο νέο σύστημα.
Αποκλείοντας το ενδεχόμενο επιβολής νέας, επιπλέον φορολογίας εντός του τρέχοντος έτους, κυβερνητικά στελέχη συζητούν επίσης το ενδεχόμενο μελλοντικής επιβολής ενός νέου, συμπληρωματικού φόρου σε υψηλά εισοδήματα από μισθούς ή και συντάξεις, που θα έχει αναδιανεμητικό χαρακτήρα, όχι όμως με τη μορφή ειδικής εισφοράς καθώς κάτι τέτοιο μπορεί εύκολα να κριθεί αντισυνταγματικό (π.χ. εισφορά υπέρ ΛΑΦΚΑ).
Σε αυτό το πλαίσιο, εντάσσονται και οι χθεσινές δηλώσεις του υφυπουργού Κοινωνικής Ασφάλισης Τάσου Πετρόπουλου περί εισφορών μέσω αποδείξεων, για τις επιχειρήσεις.
Συγκεκριμένα, αναφερόμενος στον νέο τρόπο είσπραξης των ασφαλιστικών εισφορών από ιδιοκτήτες καταστημάτων και ελεύθερους επαγγελματίες, ο κ. Πετρόπουλος είπε: "Θα εισπράττουμε πραγματικά την εισφορά και δεν θα μας διαφεύγει, με τρόπους που θα βρούμε κατά την είσπραξη των εισοδημάτων με τις αποδείξεις. Ένας τρόπος είναι και με το Taxisnet. Το μελετάμε και ενδεχομένως να θέσουμε τους κανόνες και να εφαρμοστεί και μέσα στο 2015. Όταν κόβει μια απόδειξη πληρωμής το κατάστημα, θα έχει και ένα ποσοστό που θα είναι για την κοινωνική ασφάλιση. Θα συγκεντρώνεται, θα εκκαθαρίζεται και θα αποδίδεται".
Ο ίδιος τόνισε πως μελετάται πρόγραμμα με βάση το οποίο οι ασφαλισμένοι θα μπορούν να καταβάλλουν επιπλέον χρήματα για την ασφάλισή τους, δημιουργώντας τον προσωπικό τους "κουμπαρά" από τον οποίο θα μπορούν μετά από κάποιο χρονικό διάστημα να αποσύρουν τα χρήματά τους εάν το επιθυμούν.
Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Βασίλης Κορκίδης τάσσεται υπέρ της εισαγωγής μιας χαμηλής κατηγορίας στην οποία θα μπορούν να ασφαλίζονται όλοι, και πάνω στο βασικό ποσό εισφορών αυτής της κατηγορίας να συνδεθούν οι εισφορές με το πραγματικό εισόδημα, δηλαδή τον τζίρο της επιχείρησης.
Η σκέψη είσπραξης των ασφαλιστικών εισφορών μέσω του TAXISNET, εφόσον θα πραγματοποιείται μέσω μιας ενοποιημένης και σαφώς προσδιορισμένης διαδικασίας, δεν προβληματίζει τους ελεύθερους επαγγελματίες. Μάλιστα, σε ανακοίνωσή της η ΕΣΕΕ επισημαίνει πως το ποσοστό χρέωσης σε κάθε απόδειξη υπέρ της κοινωνικής ασφάλισης είναι κάτι που έχει ήδη προτείνει η Συνομοσπονδία για τη δημιουργία αποθεματικού, με την προϋπόθεση ότι θα συγκεντρώνεται, θα εκκαθαρίζεται, θα αποδίδεται, αλλά και θα εκπίπτει ως δαπάνη της επιχείρησης.
Η ΕΣΕΕ ειδικά για τους αυτοαπασχολουμένους, ασφαλισμένους στον ΟΑΕΕ, έχει προτείνει και στο παρελθόν την ελεύθερη επιλογή των υποχρεωτικών κλιμάκων τεκμαρτών ασφαλιστέων αποδοχών και την εναρμόνιση των εισφορών με το πραγματικό εισόδημα από την απασχόληση.
Στο στόχαστρο και οι ήδη συνταξιούχοι
Δεδομένες θεωρούνται και οι περικοπές στις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις. Ο πήχης έχει τεθεί στα 1.000 ευρώ συνολικό εισόδημα από συντάξεις, με στόχο αρχικά την κάλυψη ελλείμματος της τάξης των 700 εκατ. ευρώ. Στο κάδρο έχει ήδη τεθεί το 30% του συνόλου των συνταξιούχων, χωρίς κανείς να μπορεί να δεσμευτεί με απόλυτη βεβαιότητα ότι το μαχαίρι δεν θα πέσει τελικά και στις χαμηλότερες συντάξεις. «Κλειδί» για το εύρος των περικοπών θεωρείται η προσπάθεια επανα-υπολογισμού του συνόλου των καταβαλλόμενων συντάξεων, στα 2,6 εκατομμύρια συνταξιούχους.
Μεγάλοι χαμένοι θεωρούνται οι εργαζόμενοι σε Δημόσιο, ΔΕΚΟ και τράπεζες, καθώς και αυτοί που συνταξιοδοτήθηκαν με 35ετία και ποσοστό αναπλήρωσης πάνω από 70%, καθώς εκτιμάται ότι θα υποστούν νέο, επαχθέστερο υπολογισμό στη σύνταξή τους, με ποσοστό αναπλήρωσης 50%-55% για το σύνολο της σύνταξης κύριας και επικουρικής.
Σύμφωνα με ειδικούς, οι μειώσεις στις συντάξεις θα είναι μεγάλες, ίσως και να ξεπερνούν το 13% με 15%. Ο νέος υπολογισμός θα γίνει, σύμφωνα με πληροφορίες, στο ονομαστικό ποσό της σύνταξης, πριν τις μνημονιακές περικοπές.
Όπως επισημαίνουν ειδικοί της κοινωνικής ασφάλισης, στον κλάδο των τραπεζοϋπαλλήλων τα ποσοστά αναπλήρωσης κυμαίνονταν (πριν τις περικοπές των μνημονίων) στο 80% για την κύρια σύνταξη, ενώ αν προσθέσει κανείς και την επικουρική, άγγιζαν ή ξεπερνούσαν το 100%.
Αντίστοιχα στις ΔΕΚΟ ίσχυαν υψηλά ποσοστά αναπλήρωσης στα επίπεδα του 100% (ΔΕΗ 105%, ΟΤΕ 100%), όπως επίσης και στο Δημόσιο, όπου ένας υπάλληλος που φεύγει με 35ετία φτάνει ακόμη και στο 120%, αν συνυπολογιστούν σύνταξη και μέρισμα από το Μετοχικό Ταμείο. Ωστόσο, μετά τις μνημονιακές περικοπές, οι συγκεκριμένες κατηγορίες συνταξιούχων έχουν υποστεί τις μεγαλύτερες μειώσεις και σήμερα το ποσοστό αναπλήρωσης στο άθροισμα κύριας και επικουρικής δεν ξεπερνά το 70%, ποσοστό αναπλήρωσης σε άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης.
Για παράδειγμα, κάποιος εργαζόμενος σε πρώην κρατική τράπεζα που έπαιρνε σύνταξη 2.400 (ήτοι το 80% του συντάξιμου μισθού των 3.000 ευρώ), σήμερα λαμβάνει 1.580. Δηλαδή, το ποσοστό αναπλήρωσης έχει πέσει σχεδόν στο μισό (52,6%) του συντάξιμου μισθού του.