Με βάση τον μέσο ετήσιο πληθωρισμό του 2024, ήτοι κοντά στο 2,7%, αναμένεται να αυξηθούν από τον Ιανουάριο του νέου έτους, οι εισφορές για περισσότερους από 800.000 μη μισθωτούς, ελεύθερους επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενους και αγρότες.
Ο πολυαναμενόμενος δείκτης εξέλιξης μισθών, που θα έπρεπε από τις αρχές του 2025 να εφαρμοστεί, δεν έχει ακόμη παραδοθεί στο υπουργείο Εργασίας από την αρμόδια επιτροπή που έχει συσταθεί για το θέμα.
Εάν αυτό δεν γίνει τις αμέσως επόμενες ημέρες, κάτι που θεωρείται πολύ πιθανό, οι εισφορές των μη μισθωτών θα αναπροσαρμοστούν για μια ακόμη χρονιά, με βάση τον μέσο ετήσιο πληθωρισμό. Ο οποίος βάσει των εκτιμήσεων θα είναι πέριξ του 2,7%.
Άλλωστε, ακόμη και στο εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί σενάριο που θέλει την επιτροπή να παραδίδει το σχετικό πόρισμα και μαζί με αυτό, και τον προβλεπόμενο δείκτη εξέλιξης των μισθών, και μάλιστα, μόνο για τον ιδιωτικό τομέα, τα χρονικά περιθώρια πλέον, δεν δίνουν στο υπουργείο Εργασίας τη δυνατότητα να προβεί στις αναγκαίες μετρήσεις.
Τι προβλέπει ο νόμος Βρούτση
Αναλυτικά, ο νόμος του 2020, που έμεινε γνωστός κι ως ασφαλιστικός νόμος Βρούτση, ορίζει ότι ενώ μέχρι το 2024, η εξέλιξη των εισφορών των μη μισθωτών θα γίνεται με βάση τον δείκτη τιμών καταναλωτή, δηλαδή των πληθωρισμό, από το 2025 και εφεξής, η πορεία των εισφορών θα ακολουθεί αυτήν του δείκτη εξέλιξης μισθών.
Μάλιστα, οι εκπρόσωποι των μη μισθωτών με επιστολή τους προς το υπουργείο Εργασίας είχαν επισημάνει πριν από το καλοκαίρι, πως η χρήση ενός δείκτη εξέλιξης μισθών που θα περιελάμβανε τόσο τους μισθούς του ιδιωτικού, όσο και του δημοσίου τομέα, θα είχε εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες για τους ίδιους. Και αυτό γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος να υπάρξουν μεγάλες αυξήσεις στις εισφορές, που θα πριμοδοτούνταν κυρίως από την αύξηση μισθών στο Δημόσιο.
Πρόταση, με την οποία συμφώνησε το υπουργείο Εργασίας, που ζήτησε από την αρμόδια Επιτροπή που έχει συσταθεί για το θέμα και στην οποία συμμετέχουν τόσο στελέχη του υπουργείου, όσο και της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), να δημιουργηθούν και δύο ξεχωριστοί δείκτες, ένας για τον ιδιωτικό κι ένας για τον δημόσιο τομέα.
Όπως επισημαίνουν βέβαια στελέχη της κοινωνικής ασφάλισης, ακόμη και χωρίς τον δημόσιο τομέα, ο δείκτης εξέλιξης μισθών στον ιδιωτικό τομέα, το 2024 θα ήταν σημαντικά υψηλότερος από τον δείκτη τιμών καταναλωτή, με αποτέλεσμα οι τελικές αυξήσεις να είναι επίσης υψηλότερες, ίσως και διπλάσιες από το 2,7%, πέριξ του οποίου εκτιμάται ότι θα κλείσει ο πληθωρισμός, ασκώντας πιέσεις στους ελεύθερους επαγγελματίες.
Γεγονός που στην παρούσα φάση, φαίνεται πως δεν αποτελεί επιλογή της ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας, αλλά και του οικονομικού επιτελείου ευρύτερα. Είναι άλλωστε γνωστό, ότι η συντριπτική πλειονότητα των μη μισθωτών ασφαλισμένων στον ΕΦΚΑ επιλέγει την πρώτη, χαμηλή ασφαλιστική κατηγορία, αγνοώντας, ή παραγνωρίζοντας ότι αυτό θα έχει αρνητικές συνέπειες στο ύψος των μελλοντικών τους συντάξεων.
Από το 2026 το νέο σύστημα
Για τον λόγο αυτό, ήδη στο υπουργείο Εργασίας εξετάζουν το ενδεχόμενο να μην εφαρμοστεί ο νέος τρόπος υπολογισμού των εισφορών από το νέο έτος, αλλά από το 2026, όταν θα έχουν γίνει και οι αναγκαίες οικονομετρικές ασκήσεις.
Έτσι, οι νέες εισφορές για κύρια σύνταξη, στο οποίο έχει προστεθεί και το ποσό που καταβάλλεται για υγειονομική περίθαλψη, θα εκκινούν από τα 244,25 ευρώ, αυξημένες κατά 6,43 ευρώ σε μηνιαία βάση, αν πρόκειται για την 1η και πλέον δημοφιλή ασφαλιστική κατηγορία.
Αντίστοιχες θα είναι και οι αυξήσεις στις επόμενες κατηγορίες, με την 6η και υψηλότερη ασφαλιστική κατηγορία να διαμορφώνεται στα 659,39 ευρώ από 642,06 ευρώ που είναι σήμερα.
Την αύξηση των εισφορών κύριας ασφάλισης, ακολουθούν και οι εισφορές υγείας, επικούρισης και εφάπαξ, όπου προβλέπεται.