Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Αναπτυξιακό προβάδισμα για Ελλάδα βλέπει η Εθνική

Προβάδισμα άνω του 2,5% θα συνεχίσει να παρουσιάζει και το 2002 ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, συγκριτικά με το μέσο όρο της ευρωζώνης, σύμφωνα με σχετική μελέτη της Εθνικής Τράπεζας. Το χρέος των ελληνικών εταιριών έχει αυξηθεί από 15% του ΑΕΠ το 1997 στο 40% το 2001.

Αναπτυξιακό προβάδισμα για Ελλάδα βλέπει η Εθνική
Ανάλυση για τις πρόσφατες εξελίξεις και τάσεις της ελληνικής οικονομίας και των χρηματοοικονομικών αγορών της, περιέχει το τεύχος Ιανουαρίου 2002 του Δελτίου Aνάλυσης της Ελληνικής Οικονομίας και των Αγορών της Εθνικής Τράπεζας (Economic & Μarket Analysis), το οποίο εκδίδεται στην αγγλική γλώσσα και προορίζεται για την ενημέρωση των επενδυτών του εξωτερικού.

Στο Δελτίο επισημαίνεται ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται με ρυθμό σημαντικά μεγαλύτερο από την ευρωζώνη, αν και ο ρυθμός αυτός εκτιμάται ότι επιβραδύνθηκε κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2001, ως αποτέλεσμα της επίδρασης της παγκόσμιας οικονομίας. Όμως τα πρόσφατα στοιχεία των δεικτών οικονομικής συγκυρίας συνηγορούν ότι ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να συνεχιστεί και κατά το 2002, δίδοντας στη ελληνική οικονομία αναπτυξιακό προβάδισμα άνω των 2,5 ποσοστιαίων μονάδων σε σχέση με το μέσο όρο της ευρωζώνης.

Στο Δελτίο αναλύονται οι δύο κυριότεροι παράγοντες που συντελούν στη διατήρηση αυτού του προβαδίσματος:

α) Η σχετικά πρόσφατη και σημαντική μείωση των επιτοκίων, που εξασφάλισε η είσοδος της χώρας στην ΟΝΕ και

β) Οι εισροές κεφαλαίων στα πλαίσια των ΚΠΣ Β΄ και Γ΄. Επιπλέον εξετάζεται η επίδραση της μεγάλης αύξησης του εταιρικού δανεισμού κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια στην χρηματοοικονομική κατάσταση των ελληνικών επιχειρήσεων σε σχέση με την ευρωζώνη. Τούτο, διότι υποστηρίζεται ότι ο υπερδανεισμός που σημειώθηκε στις ΗΠΑ και την ευρωζώνη πιθανόν να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα για την επικείμενη ανάκαμψη της διεθνούς οικονομίας.

Από την έρευνα που έγινε προέκυψε ότι η μείωση των επιτοκίων κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες την τελευταία τριετία συνέβαλε, κατά μέσο όρο, κατά 1 ποσοστιαία μονάδα στον ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα. Η επίδραση αυτή αναμένεται να μειωθεί το 2002 σε μισή περίπου ποσοστιαία μονάδα και το 2003 να είναι μηδενική.

Παράλληλα η εισροή κοινοτικών κεφαλαίων στα πλαίσια του Γ’ ΚΠΣ αναμένεται να συμβάλει κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες στον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας το 2002. Η επίδραση αυτή θα εκδηλωθεί τόσο μέσω της αύξησης της συνολικής εγχώριας δαπάνης που χρηματοδοτείται από τα συγκεκριμένα κεφάλαια -και η επίδραση της οποίας στο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ ανέρχεται σε 0,5 ποσοστιαία μονάδα- όσο και μέσω της αναβάθμισης των παραγωγικών δομών της οικονομίας.

Η βελτίωση αυτών των δομών (με δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές, χρηματοδότηση της αναδιάρθρωσης των επιχειρήσεων και αυξημένες επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο), σε συνδυασμό με τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του παραγωγικού τομέα από την υλοποίηση σημαντικών επενδυτικών σχεδίων, αναμένεται να συμβάλει κατά 0,8 ποσοστιαία μονάδα στον ετήσιο ρυθμό ”δυνητικής” ανάπτυξης. Έτσι η αναβάθμιση των δομών θα επιδρά θετικά στην οικονομία για αρκετά χρόνια.

Συνολικά η μείωση των επιτοκίων και οι ροές κεφαλαίων από το Γ΄ ΚΠΣ ”εξηγούν” 1,9 από τις περίπου 2½ ποσοστιαίες μονάδες ότι θα υπερτερεί το 2002 ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με το μέσο όρο της ευρωζώνης, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη σχετική ανάλυση. Η διαφορά της 0,6 ποσοστιαίας μονάδας αποδίδεται στον υψηλό ρυθμό αύξησης των ελληνικών εξαγωγών προς τις βαλκανικές χώρες, καθώς και στην εναρμόνιση των εγχώριων δομών παραγωγής και οργάνωσης με τα διεθνή πρότυπα, το φαινόμενο της ”πραγματικής σύγκλισης”.

Τέλος η αξιολόγηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των ελληνικών επιχειρήσεων σε σχέση με τις επιχειρήσεις της ευρωζώνης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται από σχετικά χαμηλό βαθμό χρηματοοικονομικής μόχλευσης, παρότι έχει αυξηθεί σημαντικά ο δανεισμός τους. Συγκεκριμένα, το χρέος των επιχειρήσεων έχει αυξηθεί από το 15% του ΑΕΠ το 1997 στο 40% το 2001. Ως ποσοστό του κεφαλαίου, η αύξηση της μόχλευσης έφτασε από 7% το 1996 στο 19% το 2001.

Στην ευρωζώνη τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 56% και 37%. Θετικό στοιχείο αποτελεί, εξάλλου, το γεγονός ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις διατηρούν υψηλή ρευστότητα και, επομένως, έχουν άνεση αποπληρωμής των χρεών τους.

Για να σταθμιστούν τα διάφορα κριτήρια ”υγείας” των επιχειρήσεων η Διεύθυνση Σχεδιασμού και Οικονομικής Ανάλυσης κατάρτισε ένα Δείκτη Χρηματοοικονομικής Κατάστασης των επιχειρήσεων. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο δείκτης έχει παραμείνει στην Ελλάδα σταθερός τα τελευταία τρία έτη και είναι σχεδόν 2 φορές υψηλότερος από τον αντίστοιχο στην ευρωζώνη. Συνεπώς η αυξημένη δανειοδότηση των επιχειρήσεων δεν αναμένεται να αποτελέσει, σε αντίθεση με την ευρωζώνη, ανασταλτικό παράγοντα στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v