H ελληνική κυβέρνηση έχει περάσει τους τελευταίους μήνες απαιτώντας μία πολιτική λύση στην κρίση του χρέους. Ίσως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου η ευρωζώνη να προσφέρει μία, γράφει ο Simon Nixon της WSJ.
Μέχρι τώρα, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες ήταν διστακτικοί να επέμβουν στη διαδικασία, αφού προτιμούσαν να κρύβονται πίσω από αξιωματούχους και θεσμούς, παλαιότερα γνωστούς ως τρόικα: την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το ΔΝΤ και την Κομισιόν. Εν μέρει αυτό αντικατοπτρίζει τόσο μια πρακτική όσο και μια νομική πραγματικότητα: εκλεγμένοι πολιτικοί δεν έχουν την αρμοδιότητα να διαπραγματεύονται τις λεπτομέρειες των προγραμμάτων διάσωσης.
Ομως αντικατοπτρίζει και μία πολιτική πραγματικότητα: κανείς δεν θέλει να βρεθεί στο ρόλο του δικαστή που θα κρίνει τον προϋπολογισμό ενός άλλου κράτους της ευρωζώνης. Οι πολιτικοί προτίμησαν επομένως να κάνουν ένα βήμα πίσω, δίνοντας χρόνο και χώρο σε μια άπειρη νέα κυβέρνηση της Ελλάδας να συνάψει τη δική της συμφωνία με τους δανειστές, υλοποιώντας τις δικές της πολιτικές επιλογές αλλά και σεβόμενη τους κανόνες της ευρωζώνης.
Όμως η πραγματικότητα είναι ότι οι συνομιλίες για το πρόγραμμα διάσωσης δεν οδήγησαν -ή τουλάχιστον δεν φαίνεται να οδηγούν- πουθενά. Παρά τις καθημερινές διαβεβαιώσεις από την Αθήνα ότι πρόκειται να επιτευχθεί σύντομα μια συμφωνία, οι αξιωματούχοι της ευρωζώνης λένε ότι οι δύο πλευρές είναι χιλιόμετρα μακριά.
Προθεσμίες για τη συμφωνία έρχονται και φεύγουν. Τώρα κανείς δεν αναμένει συμφωνία μέχρι το τέλος Μαΐου, κάτι που ειπώθηκε την τελευταία εβδομάδα. Η Αθήνα ακόμα αντιστέκεται σε μεταρρυθμίσεις-κλειδιά στο σύστημα των συντάξεων και την αγορά εργασίας, ενώ οι πιστωτές θεωρούν ότι αυτές είναι ουσιώδεις για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της Ελλάδας, η οποία συνεχίζει στο μεταξύ να ανατρέπει παλαιότερες μεταρρυθμίσεις, με βάση τον αρθρογράφο.
Οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης δεν είχαν ποτέ την ψευδαίσθηση ότι θα ήταν εύκολο να φτάσουν σε συμφωνία με τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Αλέξη Τσίπρα, του οποίου το ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα κέρδισε τις εκλογές με την προεκλογική υπόσχεση ότι θα σκίσει το μνημόνιο, απορρίπτοντας τη λιτότητα και ξεκινώντας ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής επέκτασης. Όμως ο κ. Τσίπρας δεσμεύτηκε επίσης προεκλογικά ότι θα κρατήσει την Ελλάδα στο ευρώ.
Οι ομόλογοί του υπέθεσαν λοιπόν ότι όταν η χρηματοπιστωτική πίεση θα αυξανόταν, ο κ. Τσίπρας θα επέλεγε να τηρήσει πάνω από όλα αυτήν την εντολή του. Υπέθεσαν ότι το κόμμα του θα υποστήριζε οποιαδήποτε συμφωνία θα συνέτασσε ο ίδιος με τους Ευρωπαίους, ή ότι θα αντιτασσόταν στους σκληροπυρηνικούς του κόμματός του και θα αναζητούσε υποστήριξη από τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα της αντιπολίτευσης.
Όμως αυτές οι υποθέσεις φαίνονται με τον καιρό όλο και περισσότερο λανθασμένες. Γιατί παρά τις συνεχείς εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ ότι θα πατάξει τη διαφθορά και το πελατειακό κράτος στην Ελλάδα, λίγο ενδιαφέρον έχει δείξει για μεταρρυθμίσεις τους τέσσερις πρώτους μήνες της εξουσίας του. Δεν έχει φέρει καμία καινούρια ιδέα στο τραπέζι, προκειμένου να μετατρέψει την Ελλάδα σε μια λειτουργική και σύγχρονη οικονομία. Αντίθετα, τον ενδιαφέρει πολύ περισσότερο να επιστρέψει στο παρελθόν. Σε μία συνάντηση την τελευταία εβδομάδα, 75 από τα 160 υψηλόβαθμα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ψήφισαν υπέρ μίας άμεσης ρήξης με τους πιστωτές. Τα υπόλοιπα 95 υποστήριξαν μία συμβιβαστική πρόταση του κ. Τσίπρα να συνεχίσει μεν τις διαπραγματεύσεις, υιοθετώντας όμως κόκκινες γραμμές σε θέματα συντάξεων και αγοράς εργασίας, τις οποίες οι δανειστές δεν πρόκειται ποτέ να αποδεχθούν, αυξάνοντας έτσι την πιθανότητα ο Έλληνας πρωθυπουργός να χρειαστεί να αγωνιστεί σκληρά για να κερδίσει την υποστήριξη του κόμματός του σε πιθανή συμφωνία.
Ο κίνδυνος ατυχήματος λοιπόν αυτήν την ώρα είναι πολύ μεγάλος. Η Ελλάδα χρωστάει €1,6 δισ. στο ΔΝΤ τον Ιούνιο και κάποιοι από τους κυβερνητικούς παράγοντες προειδοποίησαν ότι χωρίς μια συμφωνία είναι πιθανόν η χώρα να μην πληρώσει εγκαίρως μία δόση. Φυσικά, η Αθήνα έχει διαδώσει πολλές τέτοιες προειδοποιήσεις στο παρελθόν. Αλλά αυτήν τη φορά μπορεί να λέει την αλήθεια. Εν τω μεταξύ το ρολόι χτυπάει και τον Ιούνιο θα σημάνει τη λήξη της υπάρχουσας συμφωνίας, σημείο κατά το οποίο τα χρήματα που προορίζονται για την Ελλάδα θα σταματήσουν να είναι διαθέσιμα. Ακόμα χειρότερα, η διαδικασία με βάση την οποία τα χρήματα αυτά μπορούν να αποταμιευτούν είναι περίπλοκη. Θα χρειαστούν πολλές εβδομάδες για να περάσουν διάφορες νομικές και κοινοβουλευτικές εγκρίσεις των αποταμιεύσεων.
Για να αποφευχθεί η καταστροφή, οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης θα χρειαστεί να αναλάβουν την πολιτική ευθύνη. Ένας λόγος που οι συζητήσεις έχουν τραβήξει για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα είναι ότι οι αξιωματούχοι είναι, με το δίκιο τους, διστακτικοί στο να κάνουν οποιοδήποτε βήμα θα μπορούσε να φέρει την κρίση σε ακόμα μία κορύφωση, δίνοντας δίκιο σε όσους θα τους κατηγορούσαν ότι υπερβαίνουν τις αρμοδιότητές τους. Άλλωστε η ΕΚΤ σίγουρα θα έπρεπε εδώ και καιρό να έχει αυστηροποιήσει τους όρους που επιτρέπουν στις ελληνικές τράπεζες να δανείζονται από τους έκτακτους μηχανισμούς της. Αλλά ως ένας μη αιρετός θεσμός είναι διστακτική στο να αναλάβει δράσεις που θα οδηγούσαν σε bank run ή σε ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων. Εν τω μεταξύ, το ΔΝΤ ανησυχεί μήπως οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καταστήσουν απαραίτητη και τη δική του συμμετοχή για τη δική τους βοήθεια.
Αλλά αυτή η διστακτικότητα να τραβήξει κάποιος τη σκανδάλη στην Ελλάδα πιθανότατα χειροτερεύει την κρίση. Η κωλυσιεργία από μέρους των δανειστών στο να θέσουν αυστηρές προθεσμίες και να επιδώσουν στην Ελλάδα τελεσίγραφα τροφοδοτεί την πεποίθηση ότι η ευρωζώνη κρατά ανοιχτές τις πόρτες για μια τελευταία υποχώρηση, ενθαρρύνοντας την κυβέρνησή της να παρατείνει την τακτική της, αυξάνοντας τόσο τη ζημιά για την ελληνική οικονομία όσο και τον τελικό λογαριασμό ενός νέου πακέτου στήριξης της ευρωζώνης. Επιτρέπει επίσης στην Αθήνα να διαδίδει την άποψη ότι οι πιστωτές είναι διχασμένοι μεταξύ τους, συμβάλλοντας στη άποψη ότι η Ε.Ε. είναι ανίκανη να πάρει αποφάσεις, παραλυμένη από τις ίδιες τις δομές της.
Γι’ αυτό είναι η ώρα για τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης να επιδώσουν στην Αθήνα ένα τελεσίγραφο: μια συμφωνία «όλα ή τίποτα» (take-it-or-leave-it) με μία ξεκάθαρη προθεσμία. Αυτό το τελεσίγραφο θα περιλάμβανε μία εξήγηση του τι έχει κάνει και τι προτίθεται να κάνει για τη χώρα και τι απαιτεί από εκείνη να κάνει και γιατί.
Θα περιέγραφε επίσης με λεπτομέρειες τις συνέπειες μίας απόρριψης, η οποία θα παρείχε στην ΕΚΤ την πολιτική κάλυψη για να σταματήσει να χρηματοδοτεί το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Φυσικά θα επρόκειτο για μια κίνηση υψηλού ρίσκου. Αλλά και ο κίνδυνος της υπνοβασίας μέχρι να συμβεί κάποιο ατύχημα είναι επίσης μεγάλος. Άλλωστε το τελεσίγραφο θα εξασφάλιζε πως η έξοδος από το ευρώ θα είναι μια ελεύθερη απόφαση από ένα ανεξάρτητο κυρίαρχο κράτος. Κι αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί ιδιαίτερα σημαντικό στη συζήτηση για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της υπόλοιπης ευρωζώνης που αναγκαστικά θα ακολουθήσει, καταλήγει ο αρθρογράφος.