Η ατμόσφαιρα στις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα είναι καλύτερη παραδέχτηκε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, αλλά προσέθεσε ότι αυτή δεν αντανακλάται στην ουσία. Μιλώντας σε συνέντευξη τύπου μετά το τέλος του Ecofin υποστήριξε πως «στα πραγματικά ζητήματα, η πρόοδος στις συζητήσεις δεν είναι συγκρίσιμη με τη βελτίωση της ατμόσφαιρας».
Τόνισε πάντως με νόημα ότι το ζήτημα της διαπραγμάτευσης έχει παρεξηγηθεί: Η Ελλάδα δεν διαπραγματεύεται εκ νέου το πρόγραμμα με τους πιστωτές της, αλλά το πώς θα ολοκληρωθεί το ήδη υφιστάμενο ΜΟU (Memorandum of Understanding). Αυτό, ανέφερε ο κ. Σόιμπλε, είναι τελείως ξεκάθαρο στη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου.
Συνεπώς, οι θεσμοί (ΕΚΤ, ΔΝΤ και Κομισιόν) πρέπει να ελέγξουν την ολοκλήρωση του προγράμματος και, εφόσον η αξιολόγηση δεν έχει ολοκληρωθεί, το Eurogroup δεν μπορεί να αποφασίσει εκταμίευση. Ο Γερμανός υπουργός συμπλήρωσε ωστόσο ότι, από τη στιγμή που η αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί, δε θα χρειαστούν τέσσερεις εβδομάδες όπως κάποια μέσα μεταδίδουν, ώστε να υπάρξει έγκριση από τη γερμανική βουλή, καθώς δεν πρόκειται για νέα διαπραγμάτευση του προγράμματος, αλλά για την εκπλήρωση των όρων μιας ήδη ψηφισμένης συμφωνίας.
Ο κ. Σόιμπλε πάντως υπεραμύνθηκε των προγραμμάτων λιτότητας φέρνοντας το παράδειγμα της Ιρλανδίας, το οποίο επίσης συζητήθηκε στο Eurogroup. Για τα ζητήματα της ελληνικής διαπραγμάτευσης ανέφερε ότι η κυβέρνηση κινήθηκε προς λάθος κατεύθυνση τους τελευταίους μήνες. Άρα η τωρινή εμφανιζόμενη πρόοδος στις συνομιλίες είναι στην ουσία το γεγονός ότι η κυβέρνηση παίρνει πίσω τις ανατροπές που είχε εξαγγείλει στις ήδη συμπεφωνημένες μεταρρυθμίσεις του προγράμματος, όπως π.χ. τις ιδιωτικοποιήσεις. Από τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου προκύπτει πάντως ότι η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να αντικαταστήσει κάποια μέτρα με ισοδύναμα, εφόσον όμως αυτά εγκριθούν από τους θεσμούς. Έκρινε ωστόσο ότι η διαδικασία αυτή έχει δυσκολέψει ιδιαίτερα από την απόφαση της κυβέρνησης οι υπουργοί να μη συνομιλούν με τους εκπροσώπους των θεσμών, αλλά μόνο με άλλους υπουργούς. Αυτό, όπως ανέφερε, δεν αφορά την ουσία, αλλά έχει δυσκολέψει το διαδικαστικό κομμάτι.
Για το πρωτογενές πλεόνασμα, ο Β. Σόιμπλε είπε ότι η Ελλάδα το 2014 ήταν μπροστά από το στόχο που προέβλεπε το πρόγραμμα κι ότι πολλές χώρες έχουν καταφέρει να πετύχουν πρωτογενή πλεονάσματα για μακρά χρονικά διαστήματα - αυτή η τάση όμως έχει ανατραπεί πλέον στην Ελλάδα. Η απαίτηση για πρωτογενή πλεονάσματα συγκεκριμένου ύψους προκύπτει από την ανάγκη το χρέος της Ελλάδας να μπορεί να θεωρηθεί διαχειρίσιμο. Αν αυτό δεν γίνει, τότε το ΔΝΤ θα πρέπει να αποχωρήσει από το πρόγραμμα.
Το δημοψήφισμα
Ο Γερμανός υπουργός έκανε χθες αίσθηση δηλώνοντας πως «αν η ελληνική κυβέρνηση πιστεύει ότι πρέπει να κάνει δημοψήφισμα, τότε θα πρέπει να κάνει δημοψήφισμα. Αυτό θα ήταν μάλιστα ένα σωστό μέτρο, να αφήσουμε δηλ. τον ελληνικό λαό να αποφασίσει, αν είναι έτοιμος να αποδεχτεί όσα είναι αναγκαία, ή αν υπάρχει άλλος δρόμος».
Οπως είπε αυτήν τη συζήτηση την είχαμε κάνει εντατικά και το 2011 με την τότε κυβέρνηση.
O Γερμανός υπουργός σημείωσε επίσης ότι υπήρξαν αρκετές παρεξηγήσεις στον τύπο για το τι σήμαινε η συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου. Με βάση αυτήν, οι θεσμοί μαζί με την ελληνική κυβέρνηση πρέπει να ελέγχουν πώς εφαρμόζεται το συμφωνημένο πρόγραμμα.
Όταν οι θεσμοί αναφέρουν ότι το πρόγραμμα εκπληρώνεται στα βασικά του σημεία, τότε μπορεί και το Eurogroup να ασχοληθεί με αυτό, αλλά όχι πριν, και είμαστε ακόμα μακριά από αυτό το σημείο.
Επίσης θέλησε να ξεκαθαρίσει ότι το ΔΝΤ δεν έχει κάποιον ξεχωριστό ρόλο στη διαπραγμάτευση με την Ελλάδα, αλλά είναι και αυτό μέρος των τριών θεσμών που λειτουργούν από κοινού. Η θέση των τριών θεσμών είναι κοινή. Η πιθανότητα οποιοδήποτε κοινοβούλιο στην Ευρώπη να πάρει κάποια απόφαση χωρίς το ΔΝΤ δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.