Την ικανοποίησή του εκφράζει ο επιχειρηματικός κόσμος για τις τελευταίες εξελίξεις που αφορούν την ιδιωτικοποίηση των περιφερειακών αεροδρομίων και την διάθεση προς εκμετάλλευση του τρίτου προβλήτα του ΟΛΠ στους κινέζους της COSCO, καθώς μέσω αυτών των κινήσεων θα υλοποιηθούν επενδύσεις και κυρίως θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για ευρύτερη ανάπτυξη της οικονομίας σε μόνιμη βάση.
Για την διαχείριση των αεροδρομίων από ιδιώτες είχε αναφερθεί θετικά προ ολίγων μηνών και ο διευθυντής επενδυτικών σχέσεων του Ομίλου ΤΙΤΑΝ κ. Τάκης Κανελλόπουλος, υποστηρίζοντας πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να βελτιώσει την πρόσβαση των τουριστών στα νησιά, να αναβαθμίσει τον τουρισμό και σε βάθος χρόνου ενδεχομένως να συμβάλλει στις αγορές κατοικιών από ξένους, προκειμένου αυτοί να μένουν στη χώρα για κάποιους μήνες το χρόνο.
Επίσης, υψηλόβαθμο στέλεχος εισηγμένης εταιρείας από τον ευρύτερο χώρο της μεταλλουργίας, υποστήριξε πως «πέρα από το όποιο αντίτιμο εισπράξει το κράτος, είναι θετικό για τις εγχώριες παραγωγικές μονάδες να γίνονται επενδύσεις στην Ελλάδα και στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ιδιώτης θα προχωρήσει σε επενδύσεις που το ελληνικό δημόσιο δεν θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει. Επιπλέον, πιστεύω πως ο νέος διαχειριστής θα λειτουργήσει πιο αποτελεσματικά το αεροδρόμιο.
Θα αναβαθμίσει την εικόνα του και δεν θα ξαναδούμε εικόνες σκουπιδιών και ακαταστασίας. Ας μην ξεχνούμε πως ο ιδιώτης θα κερδίσει τόσο περισσότερα χρήματα, όσο πιο πολλά αεροπλάνα καταφέρει να προσγειώσει στα συγκεκριμένα αεροδρόμια, άρα όσο περισσότερους τουρίστες καταφέρει να μεταφέρει στη χώρα. Θέλω να πιστεύω πως έχει την εμπειρία και την τεχνογνωσία και πως μπορεί να λειτουργήσει με ένα πολύ πιο ευέλικτο και αποτελεσματικό μάρκετινγκ σε σύγκριση με το υπάρχον του ελληνικού δημοσίου. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί μια καλή προϋπόθεση ανάπτυξης για τον ελληνικό τουρισμό, γιατί ας μην ξεχνούμε πως ενώ εμείς πανηγυρίζουμε ότι φέτος προσελκύσαμε είκοσι εκατομμύρια τουρίστες, η Ισπανία υποδέχτηκε τριπλάσιο αριθμό ξένων επισκεπτών».
Με θετικό μάτι επίσης, είδε η αγορά και τη νέα συμφωνία μεταξύ ΟΛΠ και της Cosco, για την εκμετάλλευση του τρίτου προβλήτα στο λιμάνι του Πειραιά. Η επικρατούσα αντίληψη είναι πως οι Κινέζοι θα προχωρήσουν σε επενδύσεις που δεν θα μπορούσε το ελληνικό δημόσιο να υλοποιήσει μέσα στα επόμενα τουλάχιστον δέκα-είκοσι χρόνια, θα δημιουργηθούν νέες μόνιμες θέσεις εργασίας, θα ενισχυθεί ο ρόλος της Ελλάδας ως διεθνές διαμετακομιστικό κέντρο, θα προκληθούν πολλά άλλα παράπλευρα οφέλη στην οικονομία της χώρας και επίσης θα «δεθούν» ακόμη περισσότερο οι σχέσεις Κίνας-Ελλάδας, σε μια περίοδο όπου τέτοιες συμμαχίες είναι πολυτιμότερες από ποτέ.
Χαρακτηριστική επίσης για το θέμα είναι και η θέση του προέδρου του Συνδέσμου Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος κ. Κυριάκου Λουφάκη, ότι η ανάπτυξη του ΟΛΘ μπορεί να αλλάξει την οικονομική πορεία της περιοχής, αλλά για να γίνει αυτό πρέπει το λιμάνι να μπει στις διεθνείς γραμμές, κάτι που είναι εφικτό μόνο μέσω της συνεργασίας με κάποιον διεθνή πάροχο. Συμπλήρωσε μάλιστα πως βάσει εκτιμήσεων και μιας προμέτρησης που έχει κάνει ο ΣΕΒΕ σε συνεργασία με τη Deloitte, εκτιμάται ότι η ανάπτυξη του Λιμένα της Θεσσαλονίκης ως διαμετακομιστικό κέντρο και η απορρόφηση φορτίου 1 εκατ. TEUs μπορεί μεσοπρόθεσμα να αποφέρει συνολικό οικονομικό όφελος της τάξης των 1,5-2,5 δισ. ευρώ, που ισοδυναμεί με το 6%-10% του ΑΕΠ της Κεντρικής Μακεδονίας.
Το κυριότερο είναι πως με τέτοιες κινήσεις, όπως οι δύο προαναφερόμενες -ΟΛΠ, περιφερειακά αεροδρόμια-, αλλά κυρίως η δρομολογούμενη κίνηση για την εκμετάλλευση του Ελληνικού (μελέτη του ΙΟΒΕ μιλά για περισσότερες από 70.000 θέσεις εργασίας με ορίζοντα το 2031 και πως πέραν των σημαντικών αλλά μη απτών επιδράσεων όπως αξιοπιστία, αναμένεται να ενισχύσει το ΑΕΠ κατά 2%) μπορούν να αποφέρουν κατά τα επόμενα χρόνια μεγάλου ύψους επενδύσεις στη χώρα, πράγμα που είναι ο μόνος ουσιαστικά βιώσιμος τρόπος για να ανακάμψει η ελληνική οικονομία.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τους περισσότερους οικονομολόγους, η ουσιαστική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να προέλθει μέσα από ένα νέο κύκλο ελλειμμάτων, δανεισμού και ιδιωτικής κατανάλωσης, αλλά μέσα από την αποτελεσματικότερη λειτουργία του δημόσιου τομέα και κυρίως μέσα από ξένες επενδύσεις που θα προσφέρουν θέσεις εργασίας και θα αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.