Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Εθνική: Δελτίο για τουρισμό και ομόλογα

Στις προοπτικές του τουρισμού για το 2002 και τις επιδράσεις στην εγχώρια οικονομική δραστηριότητα αλλά και τους παράγοντες που συντέλεσαν στη μείωση της διαφοράς απόδοσης μεταξύ ελληνικών και γερμανικών δεκαετών ομολόγων κατά την τελευταία τετραετία, εστιάζει το τελευταίο τέυχος του Δελτίου Ανάλυσης της Ελληνικής Οικονομίας και Αγορών, που εκδίδει για τους ξένους επενδυτές η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.

Εθνική: Δελτίο για τουρισμό και ομόλογα
Τις πρόσφατες εξελίξεις και τάσεις του ελληνικού τουρισμού, αλλά και θέματα που αφορούν στην πορεία των ελληνικών ομολόγων έναντι των γερμανικών, εξετάζει το οικονομικό δελτίο Ιουλίου της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, που εκδίδεται στα αγγλικά για την ενημέρωση των ξένων επενδυτών.

Συγκεκριμένα, στο δελτίο εξετάζονται ορισμένα επίκαιρα θέματα της ελληνικής οικονομίας όπως: i) οι προοπτικές του τουρισμού για το 2002 και οι αναμενόμενες επιδράσεις στην εγχώρια οικονομική δραστηριότητα, και ii) οι παράγοντες που συντέλεσαν στη μείωση της διαφοράς απόδοσης μεταξύ ελληνικών και γερμανικών δεκαετών ομολόγων κατά την τελευταία τετραετία.

Επίσης, παρουσιάζεται μια νέα μέθοδος εκτίμησης των προσδοκιών των αγορών σχετικά με τις χρηματιστηριακές εξελίξεις, η οποία αξιοποιεί την πληροφόρηση που παρέχει η αγορά δικαιωμάτων προαίρεσης (options) με βάση το δείκτη FTSE-ASE 20. Ειδικότερα, παρουσιάζονται εκτιμήσεις της κατανομής πιθανότητας του χρηματιστηριακού δείκτη, οι οποίες αντιστοιχούν σε κάθε πιθανό μελλοντικό επίπεδο του δείκτη και, κατά συνέπεια, παρέχουν μια λεπτομερή μέτρηση του κλίματος της αγοράς.

Τουρισμός

Δεδομένης της σημασίας του τουρισμού για την ελληνική οικονομία (αντιστοιχεί στο 15% του ελληνικού ΑΕΠ και στο 10 % της συνολικής απασχόλησης, κατατάσσοντας την Ελλάδα στη 15η θέση παγκοσμίως, όσον αφορά τις αφίξεις τουριστών, και στη 10η θέση αναφορικά με τις εισπράξεις από τον τουρισμό) η ποσοτικοποίηση των επιδράσεων στην οικονομική δραστηριότητα από την εξέλιξη των εσόδων από τον τουρισμό παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Διαπιστώνεται ότι, κατά τη δεκαετία του 1990, συντελέστηκε σημαντική ποσοτική και κυρίως ποιοτική αναβάθμιση του ελληνικού τουρισμού που αντανακλάται στην αύξηση των εισπράξεων κατά τουρίστα (από 290 δολάρια το 1990 σε 725 δολάρια 2001). Παράλληλα σημειώθηκε σημαντική αύξηση - ιδιαίτερα κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’90 - της συσχέτισης τόσο των αφίξεων τουριστών όσο και των εισπράξεων από τον τουρισμό με τα αντίστοιχα μεγέθη των αναπτυγμένων μεσογειακών χωρών της ευρωζώνης, καθώς και ταυτόχρονη μείωση της μεταβλητότητας των αφίξεων (κατά 30% σε σχέση με το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’90). Τα παραπάνω παρέχουν ενδείξεις ότι ο ελληνικός τουρισμός αποκτά μια σταθερή πελατειακή βάση υψηλού σχετικά εισοδήματος που τον καθιστά λιγότερο ευάλωτο στον ανταγωνισμό από χώρες που έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα στην παροχή χαμηλού κόστους τουριστικών υπηρεσιών.

Η επιβράδυνση της οικονομίας στην ευρωζώνη αναμένεται να είναι εμφανής στις εισπράξεις της φετινής χρονιάς, οι οποίες όμως δεν αναμένεται να μειωθούν σημαντικά. Με βάση τις εκτιμήσεις μας για την εισοδηματική ελαστικότητα και την ελαστικότητα υποκατάστασης, όπως προκύπτουν από την εκτίμηση μιας συνάρτησης ζήτησης τουριστικών υπηρεσιών, εκτιμάται ότι κατά το 2002 οι συνολικές εισπράξεις θα παραμείνουν περίπου στάσιμες ή θα σημειώσουν ελαφρά μείωση. Η πρόβλεψη ενσωματώνει την επίδραση από τις παρεχόμενες εκπτώσεις - και η οποία φαίνεται να είναι περιορισμένη - χρησιμοποιώντας ως προσέγγιση την απόκλιση των αφίξεων από τη μακροχρόνια τάση τους.

Συνολικά, η οικονομική δραστηριότητα δεν αναμένεται να ενισχυθεί από τον τουρισμό κατά το 2002 σε αντίθεση με τα έτη 2001 και 2000, οπότε οι εισπράξεις από τον τουρισμό συνεισέφεραν 0,25 και 0,90 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα στο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ.

Αποδόσεις Ομολόγων

Στο δελτίο εξετάζονται επίσης οι παράγοντες που συνετέλεσαν στη σημαντική μείωση της διαφοράς των αποδόσεων μεταξύ ελληνικών και γερμανικών 10-ετών ομολόγων κατά 330 μονάδες βάσης κατά την τελευταία τετραετία. Από την εκτίμηση δύο υποδειγμάτων που αναφέρονται αντίστοιχα στην περίοδο πριν από την είσοδο της Ελλάδας στην ΟΝΕ και στην περίοδο 2001-2002, προκύπτει: i) ο κυριότερος παράγων που συνέτεινε στη σημαντική μείωση της διαφοράς αποδόσεων από τα γερμανικά ομόλογα κατά την πρώτη περίοδο είναι η εξάλειψη του συναλλαγματικού κινδύνου, ενώ ii) η μείωση κατά περίπου 30 μονάδες βάσης της διαφοράς των αποδόσεων μετά την είσοδο στην ΟΝΕ φαίνεται να οφείλεται κατά κύριο λόγο στη σημαντική ενίσχυση της ρευστότητας στην αγορά ομολόγων λίγο πριν και αμέσως μετά την ένταξη της Ελλάδος.

Συγκεκριμένα, η αύξηση της ρευστότητας στην ελληνική αγορά ομολόγων φαίνεται να εξηγεί τα 2/3 της μείωσης της διαφοράς των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων από τα γερμανικά, από τις 60 μονάδες βάσης στο τέλος του 2000 στις 33 μονάδες βάσης τον Ιούλιο του 2002.

Εξετάζονται επίσης δύο εναλλακτικά σενάρια αναφορικά με τη μελλοντική πορεία της διαφοράς των αποδόσεων μεταξύ ελληνικών και γερμανικών ομολόγων βασισμένα σε διαφορετικές υποθέσεις αναφορικά με την πορεία της ρευστότητας. Σύμφωνα με το πρώτο, αν η ρευστότητα παραμείνει στο τρέχον επίπεδο, το οποίο είναι χαμηλότερο από τα ιστορικά υψηλά επίπεδα του τελευταίου τριμήνου του 2001, η διαφορά αποδόσεων θα αυξηθεί στις 42 μονάδες βάσης. Σύμφωνα με το δεύτερο σενάριο, αν η ρευστότητα αυξηθεί σε επίπεδα συμβατά με άλλα βασικά κρατικά ομόλογα της ευρωζώνης, η διαφορά αποδόσεων αναμένεται να υποχωρήσει στις 30 μονάδες βάσης έως το τέλος του 2003.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v